Καθώς η διεθνής σκηνή δοκιμάζεται από γεωπολιτικές εντάσεις, από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις εντάσεις στα Βαλκάνια, εμφύλιους στην Αφρική και μια νέα τραγωδία που εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή, η συνεργασία και ο διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας λαμβάνει νέες πολιτικές διαστάσεις.
Η σχέση Ελλάδας – Τουρκίας μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί ως στοιχείο σταθερότητας για την ευρύτερη περιοχή.
Παρά τις γνωστές διαφορές μας αυτό είχε επιτευχθεί στο παρελθόν. Στα Βαλκάνια συνεργαζόμασταν οι δύο χώρες για να αποσοβούμε κρίσεις, ενώ ακόμα και στη Μέση Ανατολή αναλάβαμε μαζί τον Ισραήλ Τζεμ πρωτοβουλία και επισκεφτήκαμε τον τότε Ισραηλινό Πρωθυπουργό, Αριέλ Σαρόν και τον Αρχηγό της Παλαιστινιακής Αρχής, Γιάσερ Αραφάτ, σε μια από τις χειρότερες μεταξύ τους εντάσεις.
Αυτή η νέα σχέση είχε ως πυρήνα τις ιστορικές αποφάσεις Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι, το 1999. Με την καθοριστική συμβολή της Ελλάδας, αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο περιλάμβανε τον οδικό χάρτη για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, καθώς επίσης και την επίλυση των ζητημάτων του Κυπριακού και της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ μας. Πλαίσιο – δεσμεύσεις για την Τουρκία, όσον αφορά το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και δεν υπήρξε μόνο αισιοδοξία. Υπεγράφησαν δεκάδες διμερείς συμφωνίες που αφορούσαν σειρά ζητημάτων, από το μεταναστευτικό, την ενεργειακή διασύνδεση, την απαγόρευση χρήσης ναρκών στα σύνορά μας, μέχρι τη συνεργασία σε πλειάδα οικονομικών και πολιτιστικών τομέων.
Προωθήσαμε με τον ομόλογό μου Ισμαήλ Τζεμ, την ανάπτυξη χιλιάδων πρωτοβουλιών μεταξύ φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Προσέγγιση χωρίς τη διπλωματία και τη συμμετοχή των πολιτών θα στεκόταν σε σαθρά θεμέλια. Η αλληλεγγύη τότε, μεταξύ των λαών μας με τους σεισμούς, έδινε ηχηρό παράδειγμα.
Ο τουρισμός μεταξύ των δύο χωρών, σχεδόν ανύπαρκτος μέχρι τότε, αυξήθηκε κατακόρυφα. Οι διμερείς εμπορικές σχέσεις εκτινάχθηκαν από τα 700 εκατομμύρια δολάρια το 1999, στα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια το 2018.
Ξεκίνησαν παράλληλα και οι διερευνητικές συζητήσεις μεταξύ των δύο χωρών στην προσπάθεια να βρεθεί κοινή πορεία επίλυσης των θεμάτων που μας χώριζαν σε διμερές επίπεδο.
Όσα αρχίσαμε και πετύχαμε με την ελληνο-τουρκική προσέγγιση του 1999 και συνεχίστηκαν με κάποια βήματα από επόμενες κυβερνήσεις, αποτελούν μια σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον.
Φτάσαμε κοντά και στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και του Κυπριακού, αλλά πολιτικές συγκυρίες, όπως της αλλαγής κυβερνήσεων, ουσιαστικά σταμάτησαν αυτήν την πορεία.
Από το 2016 μάλιστα, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, οι σχέσεις μας μπήκαν στον «πάγο» ή οδηγήθηκαν και πάλι σε στιγμές μεγάλης έντασης, που θύμιζαν την προ του Ελσίνκι εποχή.
Το Μάιο του 2010 υποδέχθηκα στην Αθήνα τον τότε ομόλογό μου Ταγίπ Ερντογάν για το πρώτο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Δουλέψαμε για μια νέα σχέση συνεργασίας.
Τον ίδιο χρόνο διοργανώσαμε κοινή πρωτοβουλία με πάνω από 20 χώρες της Μεσογείου (Mediterranean Climate Change Initiative) για τη συνεργασία στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και ειδικότερα, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Σήμερα, επτά χρόνια μετά το τελευταίο Συμβούλιο Συνεργασίας, στις 7 Δεκεμβρίου, η Αθήνα θα υποδεχτεί ξανά τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για μια νέα συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας.
Υπάρχει ελπίδα να χτιστεί ξανά, όπως τότε, μια σχέση μεταξύ των δύο χωρών που θα οδηγήσει τελικά και σε μια μόνιμη ειρήνη έχοντας διευθετήσει τα προβλήματά μας;
Παρόμοιες επισκέψεις ούτε εύκολες είναι ούτε δίνουν αυτομάτως λύσεις. Ακούγονται ακόμη και φωνές άρνησης μιας επίσκεψης. Μάλλον υποδηλώνουν αδυναμία και φόβο.
Η εμπειρία μου λέει, ότι ο διάλογος έχει πολλές θετικές επιπτώσεις.
Οι θέσεις μας είναι δίκαιες, οι κόκκινες γραμμές γνωστές, αλλά πρέπει και να εκφράζονται σαφώς και συνεχώς.
Ο διάλογος βοηθά στον καθορισμό πραγματικών προβλημάτων και στην αποφυγή φαντασιακών εκτιμήσεων, επηρεαζόμενων από δημόσια ξεσπάσματα.
Μπορεί να οδηγήσει στην κατανόηση πραγματικών φόβων αλλά και στον προσδιορισμό κοινών συμφερόντων, εθνικών και γεωπολιτικών.
Ο ειλικρινής διάλογος αποκαλύπτει τις προθέσεις και τα όρια κάθε πλευράς. Ακόμα και αν διαφαίνεται αδιέξοδο, ο διάλογος μπορεί να οδηγήσει σε ένα πρόσωρινό “modus vivendi”, με ελπίδα για μελλοντική επίλυση διαφορών σε νέες συνθήκες. Παράδειγμα, το ζήτημα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε λίγα χρόνια θα είναι μικρής ή άνευ σημασίας ζήτημα λόγω υποχρεωτικής μετάβασης σε άλλες πηγές ενέργειας.
Η επίτευξη μιας θετικής ατζέντας απαιτεί ώριμη προσέγγιση και ελεύθερη από εξωτερικές πιέσεις. Απαιτεί καλή προετοιμασία και εθνική συνεννόηση. Μόνο έτσι μπορούμε να οικοδομήσουμε μια βιώσιμη και ειρηνική σχέση που θα αντέχει στο χρόνο.
Απαραίτητη προϋπόθεση, ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ των δύο πλευρών.
Η αποφυγή υπερπτήσεων στο Αιγαίο τον τελευταίο καιρό αποτελεί ένα θετικό δείγμα, που βέβαια, δεν αρκεί.
Ο Ταγίπ Ερντογάν σε ομιλία του το 2010, είπε: “Ξοδεύτηκαν η ενέργεια και η ελπίδα της χώρας μας στο όνομα των φανταστικών εχθρών. Η Τουρκία ασχολήθηκε επί χρόνια με τους φανταστικούς εχθρούς που κατασκευάστηκαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό” αντί να ασχοληθεί με “το κυριότερο, το ανθρώπινο δυναμικό της, τους νέους, δηλαδή το μέλλον της”.
Θα πρόσθετα σε αυτήν την αναφορά του: στην εξωτερική πολιτική εύκολα γκρεμίζεις, δύσκολα χτίζεις.