Πριν εκατό (100) χρόνια, εκεί στις λεγόμενες «αριστοκρατικές» γειτονιές του Πειραιά, στην Καστέλα, στη Φρεαττύδα, στον Προφήτη Ηλία, κάποιοι επιφανείς Πειραιώτες οραματίζονταν και τελικά δημιούργησαν την πρώτη μεγάλη ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Τον Εθνικό του Πειραιά. Με χρώματα το μπλε και το άσπρο της ελληνικής σημαίας. Η δημιουργία του Εθνικού μάλλον είχε κοινωνικά χαρακτηριστικά, με τον διαχωρισμό της ομάδας και των ανθρώπων του από τις λαϊκές μάζες της εποχής. Κάτι που κατέστη πιο σαφές, όταν δυο χρόνια μετά ιδρύθηκε ο Ολυμπιακός, που συμπλήρωσε το κοινωνικό κενό, συμπληρώνοντας τη μεγάλη πληθυσμιακή μερίδα της πόλης.
Παρ’ όλα αυτά, στον Πειραιά ήταν επί χρόνια σχεδόν ισοβαρές το επίπεδο των δυο ομάδων. Πάντα έγερνε προς τον Ολυμπιακό, αλλά το κοινωνικό status του Εθνικού ισοσκέλιζε τις όποιες διαφορές.
Η ιστορία άρχισε να «γέρνει» όταν ο μεγάλος παράγων του Εθνικού, ο Δημήτρης Καρέλλας, το 1957, επιχείρησε και τελικά κατάφερε αυτό που ουδείς μπορούσε να διανοηθεί. Τότε ο Εθνικός είχε παίκτες όπως ο Φερλέμης, ο Καρνασόπουλος, ο Κλικόπουλος, ο Λαιμός , ο Καραουλάνης, αλλά και ο περίφημος τερματοφύλακας Στάθης Μανταλόζης, με το προσωνύμιο «ιπτάμενος αγριόγατος». Τότε λοιπόν, ο Καρέλας επιχείρησε να μεγαλώσει κι άλλο την ομάδα που αγαπούσε. . Να την κάνει πρώτη! Σκέφτηκε να κάνει τον Εθνικό … Ρεάλ Μαδρίτης, πριν η Ρεάλ Μαδρίτης γίνει αυτό που έγινε.
Η εισβολή των Σοβιετικών στη Βουδαπέστη, βρήκε τους μεγάλους Ούγγρους ποδοσφαιριστές της εποχής στο εξωτερικό. Ουδείς εξ αυτών θέλησε να επιστρέψει στον σοσιαλιστικό παράδεισο κι ο Καρέλλας τους προσκάλεσε στην Ελλάδα και συμφώνησε να φορέσουν τη φανέλα του Εθνικού!
Προσέξτε: Μιλάμε για τον Φέρεντς Πούσκας, για τον ο σπουδαίο τερματοφύλακα Γκρόσιτς, για τον ο παίκτη /γκολ Σάντορ Κότσις και τον Σάμπο, τον επονομαζόμενοςνέος Πούσκας!!! Κι ήταν σε αναμονή κι ο Τσίμπορ!
Ξέσπασε σάλος. Όλοι εναντίον του Εθνικού, με πρώτο και σημαντικότερο τον Ολυμπιακό. Τότε ουσιαστικά δημιουργήθηκε το λεγόμενο ΠΟΚ (Ολυμπιακός- Παναθηναϊκός- ΑΕΚ) που δυνάστευσε για δεκαετίες το ελληνικό ποδόσφαιρο. Τότε τιμωρήθηκε ο Εθνικός! Επειδή και καλά έφερε …επαγγελματίες παίκτες, ενώ το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό! Τότε, ακόμη κι η κυβέρνηση Καραμανλή αρνήθηκε την ένταξη των Ούγγρων στον Εθνικό, μη τυχόν και … θυμώσει ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Νικήτα Χρουτσόφ, επειδή η Ελλάδα θα έδινε πολιτικό άσυλο και δουλειά στους Ούγγρους αντιστασιακούς της Σοβιετίας!
Τότε η ιστορία άρχισε να γράφεται αλλιώς. Κι ο Εθνικός σχεδόν δια της βίας δεν σήκωσε ποτέ κεφάλι σε επίπεδο τίτλων. Ακόμη κι όταν είχε ομάδα καλύτερη από του ΠΟΚ, όπως το 1974 ή κι άλλες εποχές. Τότε ήταν που δεν γράφηκε ιστορία για την Εθνικό και το ελληνικό ποδόσφαιρο κι αντιθέτως «ξημέρωσε» για τη Ρεάλ Μαδρίτης και το ισπανικό.
Ας πάμε όμως και στα πιο προσωπικά. Ας κάνουμε την προσωπική εξομολόγηση, ας αφήσουμε το συναίσθημα να αναβλύσει. Όπως κάναμε πάντα με τον Δημήτρη Καπράνο, τον Μίμη Κωνσταντινίδη, τον μακαρίτη αδελφό Νάσο Πουλακίδα, τον Γιώργο Αρκουλή ή παλιότερα τον Γενεράλη, τον Βενετούλια.
Θυμάμαι:
Ο Πειραιάς, φτωχικός πλην τίμιος, πορευόταν υπό τις μπαγκέτες του Σκυλίτση στον δήμο, στο Πασαλιμάνι τα νερά «χόρευαν» στο σιντριβάνι και γινόντουσαν αντικείμενο θαυμασμού των επισκεπτών της Αθήνας. Οι οδοκαθαριστές με τις κάτασπρες φόρμες τους «έγλυφαν» δρόμους και πεζοδρόμια, ενώ κάποιοι έγραφαν με κόκκινες μπογιές στους τοίχους του Δημοτικού θεάτρου «κάτω η χούντα».
Οι γειτονιές της πόλης ήταν ζεστές, ανθρώπινες, φιλικές. Τα γεράνια κι οι βοκαμβίλιες ομόρφαιναν τις αυλές, τις μάντρες των σπιτιών. Τα κουτουκάκια της Φρεαττύδας και τα μπακαλιαράκια στην οδό Κωλέττη, γινόντουσαν πόλος έλξης των Πειραιωτών. Οι οσμές από τα μεζεκλίκια και τα θαλασσινά έφταναν μέχρι πίσω στην Πειραϊκή, στον Πορφύρα και στον Φοίνικα. Το κρασί στην καρβουναποθήκη του Καμινιάρη και στην ταβέρνα του Κοντόγιαννη στην οδό Ομηρίδου, έμοιαζε με κεχριμπάρι για τους μερακλήδες. Γουλιά και πενηνταράκι! Μεροδούλι, μεροφάι. Και καρδιές γεμάτες ζέστη.
Ήμουν δεν ήμουν δέκα ετών. Κι έριξα τη βόμβα στο σπίτι: «Εγώ είμαι Παναθηναϊκός»!
Η μάνα μου κοίταξε με νόημα τον πατέρα μου. Εκείνος πρέπει να ένοιωσε τις φλέβες των κροτάφων του να κτυπάνε δυνατά. Ο θείος Αντώνης, πρέπει να κατανόησε απολύτως πως νοιώθουν εκείνοι που βρίσκονται στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Η θεία Βιβή αναψοκοκκίνισε.
– Πανάθεμά σε….βρε κερατά ποιος σε ξεμυάλισε; Ξέρεις βρε συφοριασμένε ότι
η οικογένειά μας είναι αναμπάμ παπαντάμ Εθνικοί; Ο παππούς ο Κυριάκος, ο
θείος Παντελής, ο θείος Ανδρέας… η μάνα σου κολυμβήτρια τόσα χρόνια,
εγώ….
- Ε και; Εγώ είμαι Παναθηναϊκός επειδή έφτασε στο Γουέμπλει… Κι επειδή παίζει ο Γραμμός κι ο Οικονομόπουλος….
Την Κυριακή, η επιχείρηση συμμόρφωσής του παραστρατημένου άρχισε πρωί πρωί.
«Το μεσημέρι θα πάμε στο γήπεδο, είπε ο θείος Αντώνης. Στην Εθνικάρα»!
«Με ποιον παίζει»;
«Με τον Πανιώνιο»…
«Και δεν πάμε; Θα πάρω και το τρανζίστορ ν’ ακούω τον Παναθηναϊκό που παίζει στις Σέρρες»…
Στο μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι, οι μπουκιές κατέβαιναν γρήγορα. Σχεδόν αμάσητες. Περίμενε κι ο θείος Θανάσης, ο Τσούβαλης, στο περίπτερο της Φρεαττύδας. Σε δέκα λεπτά, φτάναμε στο Καραϊσκάκη. Κόσμος και κοσμάκης! Τα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα μέχρι το Αιγαίο. Το έλεγε κι η Μαριάννα Τόλη στη διαφήμιση: «Τι τιρί τι τι, Αιγαίο»!
Από τον ηλεκτρικό έβγαιναν λεφούσια κι έτρεχαν στα εκδοτήρια για το εισιτήριο. Παρέες ολόκληρες κατέβαιναν από την Ευαγγελίστρια, την Καστέλα, την Κοκκινιά. Ακόμη κι απ’ την γαυρομάνα Νίκαια. Απ’ τον Κορυδαλλό, το Κερατσίνι.
Βουρ για τη θύρα 3. Στα μάρμαρα, δίπλα στην «πολυκατοικία» του γηπέδου που κάθονταν οι δημοσιογράφοι και οι σπήκερς του ραδιοφώνου. Ο θείος Αντώνης μου αγόρασε ένα κασκόλ. Μπλε με άσπρες γραμμές. Έγραφε Εθνικός Πειραιώς. Μου το φόρεσε στο λαιμό.
– Όλη η οικογένειά μας έχει, μου είπε.
– Πιο πολύ θα μου άρεσε το πράσινο, του είπα, αλλά έκανε πως δεν άκουσε.
Ιαχές. Σημαίες. Πανηγύρι.
– Έ- Έ- Εθνικός….. Έ- Έ- Εθνικός…. Έ- Έ- Εθνικός!
– Ακόμα κι ο Θεός είναι Εθνικός!
Στην αναμονή για την έναρξη του παιγνιδιού, ο μπάρμπα Βασίλης πούλαγε πασατέμπο φωνάζοντας για την…. Μποτίνα την τρελή. Ένας άλλος ανεβοκατέβαινε τα σκαλάκια στις εξέδρες κρατώντας έναν ροφό και μερικά πακέτα τσιγάρα. «Κληρώνει, σε λίγο κληρώνει, δυο δραχμές ο λαχνός»…. Ήταν κι ένας με ένα ταψί γεμάτο τουλούμπες. Κάποια χρόνια αργότερα αυτές έγιναν πολεμοφόδια των γαύρων προς τους παίκτες τους.
Από τότε, η θύρα 3 του Καραϊσκάκη έγινε για πολλά χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου.
Όμως, να είμαι ειλικρινής. Δεν ξέχασα ούτε απαρνήθηκα την πρώτη αγάπη, την Πανάθα. Ήταν κι είναι το μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Κι όπως κρίνω σήμερα, έγινε μεγάλη αγάπη, από αντίδραση στον «κόκκινο φασισμό» που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στην πόλη.
Όμως, ο Εθνικός, ήταν και είναι μια ομάδα καρδιάς. Η ομάδα της οικογένειας μου. Μια ομάδα που μου χάρισε απίστευτες συγκινήσεις. Χαρές, χαμόγελα, περηφάνια.
Μα και πίκρες. Στενοχώριες. Ακόμη και δάκρυα. Όπως αυτά που είχαν γεμίσει το πρόσωπό μου, στην αποφράδα ημέρα του πρώτου υποβιβασμού στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, στο περιβόητο παιγνίδι με τον ΟΦΗ στο Φάληρο.
Θεέ μου, Θεέ μου μεγάλε Εθνικέ μου! Στις χαρές και τις λύπες μαζί.
Μαζί, μαζί, μαζί! Ναρκωτικό! Σκληρό ναρκωτικό!
Μαζί! Αν με τον Παναθηναϊκό πήγα ένα σωρό ταξίδια στο εξωτερικό, με τον Εθνικό γνώρισα την Ελλάδα. Στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα. Στην Κατερίνη, στην Έδεσσα, στην Κοζάνη, στο Ηράκλειο, στη Ρόδο. Παντού.
Κυριακή απόγευμα. Το Καραϊσκάκη. Το ραδιοφωνάκι. Κι η υπαρξιακή ερώτηση: Ρε μαλάκες «Φως» να διαβάζουμε ή «Ηχώ»; Σιγά μη διαβάζουμε το ευαγγέλιο των άλλων.
Κι ο Ρομπέρτο Καλκατέρα. Ο καλύτερος ξένος σέντερ φορ (επιτρέψτε μου να βάλω μαζί του λόγω κυρίως της πολύχρονης προσφοράς του και των στατιστικών του, τον φίλο μου Κριστόφ Βαζέχα).
Ο Τόμας Ρόρμπαρχ. Ο Νίκος Γιούτσος, έστω και στα ποδοσφαιρικά του γεράματα.
Ο Τότης Φυλακούρης. Ο Γιώργος Καραΐσκος. Ο Κυριάκος Κουρέας.
Και τα άλλα παιδιά.
Ο Χρήστος Αρβανίτης. Ο μεγάλος «τσαφ», ο Τάκης Χατζηιωάννογλου. Ο Άγγελος Κρεμμύδας. Οι αδελφοί Σταματάκη. Ο Χρήστος κι ο Δημήτρης. Ο «καπάτσος», ο Ελευθεριάδης. Ο Βαμβακούσης. Ο Λαμπρινός. Ο Αποστολίδης, ακόμη κι η μεταγραφάρα ο Φουλατσικλής, που τον πήρε ο Καρέλλας επειδή είχε βάλει δυο γκολ στους γαύρους.
Κι ο μεγάλος Άγγλος ευγενής στην καθοδήγηση: Ο Βικ Μπάκιγχαμ!
Κι ύστερα κι ύστερα…. Το τρεχαντήρι, ο Ιλούγκα. Ο Κοτίδης. Ο Αρμόδωρος, ο Τάσος Μητρόπουλος που λέγανε ότι ήταν ΑΕΚ αλλά έγινε πιο γαύρος κι απ’ τον
«παραλία».
Ο Θανάσης Ιντζόγλου. Ο Κοβάσεβιτς που τον φωνάζαμε «17άρη», επειδή είχε κοστίσει 17 εκατομμύρια δραχμές και παρ’ ότι ακραίος επιθετικός…. δεν έμπαινε ποτέ στην αντίπαλη περιοχή.
Ο Πίττας. Ο Μουτάφης. Ο Μπατσινίλας. Ο Τσούκτσος. Ο Φώτης ο Παπαδόπουλος. Ο Γεωργάρας. Ο Ντανιέλ Μπατίστα. Ο Αντωνόπουλος. Ο Καμπόλης. Οι Κατσικογιάννηδες. Ο Παναγιώτης κι ο Γιάννης. Ο Δοξάκης. Ο μακαρίτης ο Τσιμάγκα. Κι αργότερα ο Πάντοβιτς. Ο Νινιάδης. Ο Ξάνθης. Ο Καμίτσης. Ο Καψής. Ο Αναστασίου. Ο Επαλέ. Ο Στρακόσια.
Ο Μπερνς. Ο Πάκερτ. Ο Κένταλ. Ο μεγάλος Γκόρσκι. Ο Αντώνης Γεωργιάδης.
Ο αγαπημένος μου φίλος, ο αείμνηστος Γιάννης Κυράστας. Θυμάμαι που όταν ήταν πια μεγάλος και τρανός προπονητής κι είχε πάει στον Παναθηναϊκό, κάθε φορά που συναντιόμαστε, ρωτούσε να μάθει για την Εθνικάρα!
Κι όλοι στο Φάληρο.
Ο Ζουμπουλίδης, ο Παυλάκης, ο Καπράνος, ο Μίμης ο Κωνσταντινίδης, ο Βασίλης Χριστοδούλου, ο Πουλακίδας, ο Δούρος, ο Μπάμπης ο Φαρμάκης, ο Τσαβλίρης, ο Μέξης, ο Ιωαννίδης, ο Στελάκης ο Παπαδογεωργάκης, ο Τσούρτης, ο Πατλάκας, ο Μάκρας, ο Βελιώτης, ο Στεφανάκης, ο Παπαηλιάδης, ο Αρακελιάν, ο Νίκος Μουρκάκος, ο Ανδρέας Αντωνάτος που κάποτε ήταν μεγάλη παικτούρα, ο Απέργης, ο Παπαντωνίου, ο Μοσχολιός, ο Θανάσης Τσούβαλης, ο Σπύρος ο Κωτσόπουλος, τόσοι και τόσοι….
Κι ο Γιάνναρος! Ο Μαντζουράνης!
Α ρε Εθνικάααααααααααααααααααααααααααααραααααααααααααααααααα!
Εθνικάρα παντού.
Πρώτος των πρώτων στο πόλο.
Γαρύφαλλοι. Πατήρ και υιός.
Σιταρένιος. Κουγιεβετόπουλος. Κώνστας. Ιωσηφίδης. Κεχαγιάς. Αρώνης. Σταθάκης. Καρολόγοι. Θωμάς και Γιάννης. Αρμενάκης. Κοντός.
Κι ο μεγάλος Νώντας Σαμαρτζίδης. Ο Άγιος, πια, Νώντας!
Κι ο Πάτρας. Ο Μουστακαρίας. Ο Φώντας ο Μαρκόπουλος.
Α ρε Εθνικάααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααρα!
Κι ύστερα η οδύσσεια.
Μα η ιστορία δεν πεθαίνει, ούτε μπαίνει σε χρονοντούλαπα όπως έλεγε η δημαγωγία. Η ιστορία γράφεται για να διδάσκεται. Κι αυτή γράφει ότι ο Εθνικός ήταν και είναι η ευπρέπεια του Πειραιά. Ήταν και είναι η ελίτ του Πειραιά. Ήταν και είναι η πρώτη ομάδα της πόλης. Ήταν, είναι η ομάδα που δεν έγινε «όχημα» για τις προσωπικές επιδιώξεις κανενός. Κι ας κυνηγήθηκε από τους επιβήτορες των «οχημάτων». Με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την έξωσή από το σπίτι του, το Καραϊσκάκη. Με την ανοχή, αν όχι σύμπλευση, της Πολιτείας. Κι ας κουνάνε αδιάφορα το κεφάλι εκείνοι που στέλνουν τον Εθνικό να παίζει στον… Ασπρόπυργο ή στο Κερατσίνι, ή εδώ κι εκεί…
Ο Εθνικός δεν έκλεισε δρόμους, ούτε το λιμάνι. Πάλευε και παλεύει όπως κάνουν οι αληθινοί Πειραιώτες. Οι αληθινοί μάγκες! Δεν απείλησε κυβερνήσεις, βουλευτές, δημάρχους. Οι περισσότεροι ενέπαιξαν τους Εθνικούς και τον Εθνικό.
Ο Εθνικός είναι ο Γαλάτης του Πειραιά. Κι οι Εθνικοί είναι περήφανοι και ανυπόταχτοι απέναντι στον κόκκινο δυνάστη τους.
Εκατό χρόνια ιστορία. Εκατό χρόνια ρίγος! Εκατό χρόνια ένα λατομείο αξιών και αρχών. Ναι, εκατό χρόνια Εθνικάρα! Φως που ανάβει στα μάτια των φίλων του, νεύμα μυστικό στο αίμα και στην καρδιά!
Κι εύχομαι να μην αργήσει η ημέρα που πάλι με χρόνια με καιρούς θάναι εκεί που του πρέπει…
Ως τότε; Περηφάνια και δύναμη! Στις χαρές και στις λύπες μαζί!
Εθνικός δεν γεννιέσαι, γίνεσαι.
Εδώ και εκατό χρόνια!