Η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα, πρέπει κάποια στιγμή να αντιστοιχηθεί και με μια ισότιμα κατανεμημένη ποιότητα ζωής των Ελλήνων.
Η ακρίβεια κυρίως στα τρόφιμα και οι επικείμενες ενεργειακές ανάγκες των νοικοκυριών με αυξημένο κόστος για όλους, έρχεται να υπενθυμίσει για άλλη μια φορά, ότι ναι, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της χώρας είναι πολύ σημαντική, αλλά αποτελεί σχεδόν άδειο πουκάμισο, αν αυτό δεν αποτυπώνεται στην ποιότητα ζωής όλων ή όσο το δυνατόν περισσότερων πολιτών.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, είναι δίχως αμφιβολία μια σημαντικότατη και θετικότατη εξέλιξη για πολλούς λόγους που δεν αφορούν αυτή τη στιγμή την παρούσα στήλη. Έρχονται όμως τα ευρήματα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής και μας προσγειώνουν.
Η χώρα μας, μία από τις πλέον πλούσιες του κόσμου, είναι τρίτη στους 27 της ΕΕ με κριτήριο το ποσοστό πληθυσμού που διατρέχει άμεσο κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (26,3%), κάτω από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Το 14% των Ελλήνων (τρίτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 27) δηλώνουν ότι ζουν σε συνθήκες ακραίας στέρησης. Αυτό το ποσοστό είναι μεγαλύτερο στα παιδιά, έχουμε το υψηλότερο ποσοστό παιδιών που ζουν σε συνθήκες στέρησης με γονείς δευτεροβάθμιας (46,3%) ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (16,1%).
Όσον αφορά την ποιότητα ζωής στη χώρα μας, ένας στους επτά Έλληνες έχουν κακή ποιότητα ζωής, το 18,7% αδυνατούν να θερμάνουν επαρκώς την κατοικία τους (ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου), το 48,8% αδυνατεί να πάει μια εβδομάδα διακοπές και το 29,5% να συμμετέχει τακτικά σε κάποια ψυχαγωγική δραστηριότητα -και στα δύο ερχόμαστε αμέσως μετά τη Ρουμανία.