Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υποδέχθηκε το μεσημέρι, στο Μέγαρο Μαξίμου, την πρωθυπουργό της Εσθονίας, Κάγια Κάλας, η οποία πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στη χώρα μας.
Σε δηλώσεις τους μετά τη συνάντηση, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην κοινή στάση απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις και τα δραματικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή, την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοπροστασίας στους αμυνόμενους και την επιδίωξη της αποκατάστασης της ειρήνης όσο το δυνατόν συντομότερα, στην περιοχή. «Η θέση μας, συνεπώς, είναι κατηγορηματική: τα σύνορα δεν μπορούν να παραβιάζονται, η τρομοκρατική δράση δεν μπορεί να μένει χωρίς απάντηση, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις οι ίσες αποστάσεις ευνοούν αντικειμενικά την επιθετικότητα και τον αυταρχισμό, ενώ ο 21ος αιώνας δεν χωρά ούτε άλλες εστίες βίας, ούτε προσχήματα θρησκευτικών ή εθνοτικών διαφορών», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ανέφερε ταυτόχρονα σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Εσθονίας, ότι διαπιστώθηκε η σημαντική πρόοδος στις εμπορικές συναλλαγές και τις ψηφιακές τεχνολογίες και εξέφρασε την ελπίδα περαιτέρω συνεργασίας.
Ο πρωθυπουργός επεσήμανε ότι στη συνάντηση συζητήθηκαν και οι ευρύτερες περιφερειακές εξελίξεις «με βάση την προσήλωση και των δύο χωρών μας στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της Θάλασσας, στην απόρριψη κάθε μορφής αναθεωρητισμού». Γι αυτό και όπως είπε ξεχωριστή θέση στην ατζέντα των συνομιλιών είχαν «τόσο ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία όσο και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και φυσικά η διεθνής πληγή του Κυπριακού και της τουρκικής κατοχής».
Υπήρξε επίσης ανταλλαγή απόψεων «για τη συνεργασία της Ελλάδος και της Εσθονίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχετικά με το πρώτο, κοινή μας πεποίθηση είναι ότι, μετά και τις αποφάσεις της τελευταίας Συνόδου Κορυφής στο Βίλνιους, ακρογωνιαίος λίθος της συμμαχίας παραμένει η αλληλεγγύη αλλά και η συνέπεια όλων των κρατών-μελών στις ενιαίες αποφάσεις που πρέπει να μας δεσμεύουν όλους».
Τέλος τους δύο ηγέτες απασχόλησε το μεταναστευτικό που «έχει καταστεί κορυφαία ευρωπαϊκή προτεραιότητα», «ως μία κοινή πρόκληση αλλά και ως μία, δυστυχώς, ιδιαίτερη απειλή στη σκιά μάλιστα της νέας κρίσης στη Μέση Ανατολή».
Αναλυτικά, στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση του με την ομόλογό του της Εσθονίας, ο πρωθυπουργός δήλωσε:
«Αγαπητή Κάγια, σε υποδέχομαι σήμερα στην Αθήνα βέβαιος ότι η επίσκεψή σου σηματοδοτεί τις εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών μας. ‘Αλλωστε, ως ευρωπαίοι εταίροι και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ Ελλάδα και Εσθονία μοιραζόμαστε κοινές αρχές και αξίες και έχω εξαιρετικές αναμνήσεις από την τελευταία επίσκεψη την οποία έκανα στο Ταλίν και χαίρομαι που ανταποδίδεις τόσο γρήγορα αυτήν την επίσκεψη σήμερα εδώ, στην Αθήνα.
Είναι φυσικό, ως σύμμαχοι, να έχουμε κοινή στάση και απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις και στα δραματικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σύσσωμο τον πολιτισμένο κόσμο, οι κυβερνήσεις μας καταδικάζουν την αιματηρή τρομοκρατική επίθεση κατά του Ισραήλ και μαζί φυσικά τις φρικτές σκηνές που είδαμε, τις δολοφονίες, τις απαγωγές πολιτών.
Ταυτόχρονα, αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της αυτοπροστασίας στους αμυνόμενους, επιδιώκοντας ασφαλώς την αποκατάσταση της ειρήνης, όσο το δυνατόν συντομότερα.
Πρόκειται για γεγονότα που όχι μόνο υπονομεύουν μια δίκαιη λύση στην ταραγμένη αυτή περιοχή, παραβιάζοντας την κυριαρχία ενός ανεξάρτητου κράτους, αλλά δυστυχώς -και το γνωρίζουμε καλά αυτό εμείς στη δική μας γειτονιά- πυροδοτούν την ένταση σε ένα ευρύ τόξο του παγκόσμιου χάρτη. Με πολλές και παράλληλες συνέπειες, από τη διατάραξη της διεθνούς ασφάλειας και της οικονομίας μέχρι, δυστυχώς, την αναζωπύρωση του μεταναστευτικού.
Η θέση μας, συνεπώς, είναι κατηγορηματική: τα σύνορα δεν μπορούν να παραβιάζονται, η τρομοκρατική δράση δεν μπορεί να μένει χωρίς απάντηση, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις οι ίσες αποστάσεις ευνοούν αντικειμενικά την επιθετικότητα και τον αυταρχισμό, ενώ ο 21ος αιώνας δεν χωρά ούτε άλλες εστίες βίας, ούτε προσχήματα θρησκευτικών ή εθνοτικών διαφορών.
Σε ό,τι αφορά τώρα τις διμερείς μας σχέσεις, είχαμε την χαρά να διαπιστώσουμε ακόμα μια φορά τη σημαντική πρόοδο που έχουμε πετύχει στις εμπορικές συναλλαγές, οι οποίες έχουν ακόμα τη δυνατότητα να βελτιωθούν, αλλά και στις ψηφιακές τεχνολογίες. Είναι ένας κρίσιμος μοχλός ανάπτυξης αλλά και κοινωνικής απόδοσης σε όλους τους τομείς, από τις δημόσιες υπηρεσίες και τη λειτουργία του κράτους μέχρι τη σύγχρονη εκπαίδευση, την υγεία, τον πολιτισμό.
Η Εσθονία ήταν πρωτοπόρος στα ζητήματα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και πρέπει να σου πω, αγαπητή Kaja, ότι όταν και εμείς σχεδιάσαμε τη δική μας ψηφιακή επανάσταση, η οποία έχει ήδη αποδώσει σημαντικούς καρπούς, χρησιμοποιήσαμε την Εσθονία ως χώρα – μοντέλο.
Και είμαι βέβαιος ότι θα μας δοθεί η δυνατότητα να συνεργαστούμε ακόμα περισσότερο για να αντιμετωπίσουμε νέες προκλήσεις, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ανάγκη ενός ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου που θα διέπει την δράση των εταιρειών που κινούνται σε αυτόν τον χώρο.
Βέβαια με την Kaja συζητήσαμε και τις ευρύτερες περιφερειακές εξελίξεις, με βάση την προσήλωση και των δύο χωρών μας στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της Θάλασσας, στην απόρριψη κάθε μορφής αναθεωρητισμού. Γι’ αυτό και θέση στην ατζέντα μας είχαν τόσο ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία όσο και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και φυσικά η διεθνής πληγή του Κυπριακού και της τουρκικής κατοχής.
Όσον αφορά τώρα στη ρωσική εισβολή, Αθήνα και Ταλίν, Ταλίν και Αθήνα μένουμε σταθερά δίπλα στην αμυνόμενη Ουκρανία, στο πλαίσιο της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στην κοινή δήλωση που συνυπογράψαμε όταν μας επισκέφθηκε εδώ, στην Αθήνα, στα τέλη Αυγούστου ο Πρόεδρος Zelenskyy.
Από την πλευρά μου τόνισα, εκτός από τη συνεχιζόμενη υποστήριξη την οποία παρέχουμε στην Ουκρανία, και τον σημαντικό ρόλο ελληνικών λιμανιών, της Αλεξανδρούπολης και της Θεσσαλονίκης, ως εναλλακτικών διαδρομών για τη μεταφορά αγαθών από και προς την Ουκρανία.
Ενημέρωσα, βέβαια, και την Εσθονή ομόλογό μου για τις εξελίξεις στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε συνέχεια της συνάντησης που είχα με τον Πρόεδρο Erdoğan, για τον πολιτικό διάλογο, για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, για τη θετική ατζέντα στην οποία προσβλέπω. Αλλά και για την ευθύνη την οποία έχει η Τουρκία, η οποία τυπικά, ως υποψήφια χώρα προς ένταξη στην Ευρώπη, δεσμεύεται από τις αρχές της καλής γειτονίας.
Ανταλλάξαμε, τέλος, απόψεις για τη συνεργασία της Ελλάδος και της Εσθονίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχετικά με το πρώτο, κοινή μας πεποίθηση είναι ότι, μετά και τις αποφάσεις της τελευταίας Συνόδου Κορυφής στο Βίλνιους, ακρογωνιαίος λίθος της συμμαχίας παραμένει η αλληλεγγύη αλλά και η συνέπεια όλων των κρατών-μελών στις ενιαίες αποφάσεις που πρέπει να μας δεσμεύουν όλους. Ενώ, σε ό,τι αφορά την επικείμενη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, συζητήσαμε και θα συζητήσουμε και πιο αναλυτικά στη συνέχεια το υπό διαμόρφωση Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027, το οποίο πρέπει να αναθεωρηθεί, ιδανικά ως το τέλος του χρόνου.
Θέμα για το οποίο συμμεριζόμαστε τη θέση ότι η Ευρώπη πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στη δημοσιονομική ευθύνη αλλά και στην ανάγκη για εθνική ευελιξία, ώστε οι χώρες να συγκλίνουν, διατηρώντας όμως και τη συνοχή των κοινωνιών τους. Εξάλλου, η Ελλάδα έχει κάνει πια πολύ σημαντικά βήματα προόδου. Έχει αφήσει πίσω της τις δύσκολες εποχές της κρίσης. Δεν είμαστε πια χώρα πρόβλημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και μπορούμε να αντιμετωπίζουμε αυτή τη συζήτηση με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από ό,τι στο παρελθόν.
Τέλος, μας απασχόλησε και το μεταναστευτικό, ως μία κοινή πρόκληση αλλά και ως μία, δυστυχώς, ιδιαίτερη απειλή στη σκιά μάλιστα της νέας κρίσης στη Μέση Ανατολή, στην οποία αναφέρθηκα και στην αρχή. Έχω πολλές φορές την ευκαιρία να ενημερώσω τους ομολόγους μου για τον ρόλο της Ελλάδος ως μίας χώρας πρώτης γραμμής, η οποία φιλοξενεί μετανάστες, από εμπόλεμες περιοχές, και μία χώρα που δεν αποκλείεται να κληθεί να δεχθεί νέες πιέσεις στα σύνορά της.
Το μεταναστευτικό έχει καταστεί κορυφαία ευρωπαϊκή προτεραιότητα. Ναι, γίνονται σημαντικά βήματα, η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Αλλά θέλω να αποδώσω ξεχωριστή σημασία στη στήριξη την οποία παρείχε και η Εσθονία στην πάγια ελληνική θέση ότι το ευρωπαϊκό μεταναστευτικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί εάν δεν αντιμετωπίσουμε πρώτα και πάνω από όλα την εξωτερική του διάσταση, αν δεν φυλάμε αποτελεσματικά τα σύνορά μας. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε στους διακινητές να καθορίζουν ποιοι μπαίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό πρέπει να αποτελεί αρμοδιότητα της Ευρώπης και των κρατών-μελών.
Αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να ισορροπούμε μεταξύ μιας αυστηρής αλλά δίκαιης πολιτικής φύλαξης των συνόρων και της ανάγκης να δίνουμε νόμιμους διαύλους οργανωμένης μετανάστευσης σε αυτούς που μπορούν και πρέπει να έρθουν στην Ευρώπη, αλλά με τους δικούς μας όρους, όχι με τους όρους των διακινητών.
Οπότε κλείνω ευχαριστώντας την Κάγια για την επίσκεψή της. Νομίζω ότι σήμερα επιβεβαιώσαμε εμφατικά ότι τα 101 χρόνια που κλείνουν από την έναρξη των διπλωματικών μας σχέσεων, ένα πράγμα δηλώνουν μόνο: ότι οι άριστες σχέσεις των χωρών μας δεν έρχονται μόνο από μακριά αλλά πηγαίνουν ακόμα πιο μακριά.
Κάγια, και πάλι, καλωσήρθες στην Αθήνα».
ΑΠΕ-ΜΠΕ