Το έχουμε πει πολλές φορές: Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα δεν βγαίνει. Δεν φτάνουν τα λεφτά, απλά. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες από τις ελληνικές κυβερνήσεις ώστε να αλλάξει αυτό, αλλά, και πάλι, το κατά πόσο το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι βιώσιμο εξαρτάται κυρίως από την πορεία της οικονομίας μας, αλλά και τη δημογραφική μας εικόνα στο μέλλον.
Στο μεταξύ, «βιώσιμο» δεν σημαίνει απλώς χαμηλότερες συντάξεις, σημαίνει και αυτονομία των ασφαλιστικών ταμείων. Για αυτό το λόγο άλλωστε καταργήθηκε επί μνημονίων και το ΕΚΑΣ… Για να μην επιβαρύνονται τα ασφαλιστικά ταμεία με δαπάνες που δεν συνδέονται με εισφορές και όχι γιατί κάποιοι στην Ευρώπη θέλουν να βασανίζουν χαμηλοσυνταξιούχους. Η εν λόγω αυτονομία, ωστόσο, απέχει πολύ από το να επιτευχθεί και, εδώ που τα λέμε, αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί όταν το κράτος είναι ο μόνος λόγος που το ασφαλιστικό μένει όρθιο. Σκεφτείτε ότι περίπου 15 δισ. ευρώ από τα ταμεία του πηγαίνουν σε συντάξεις!
Αν συνυπολογίσουμε σε όλα τα παραπάνω και τις απρόσμενες κοινωνικές δαπάνες των τελευταίων ετών (φυσικές καταστροφές και υψηλός πληθωρισμός πανευρωπαϊκά), γίνεται εύκολα κατανοητό πως μία νέα επιβάρυνση στο ασφαλιστικό σύστημα δεν εκτροχιάζει απλά τα δημοσιονομικά της χώρας, αλλά, σε ένα ηθικό επίπεδο, υποτιμά μία ολόκληρη δεκαετία σκληρών θυσιών από τον ελληνικό λαό και ειδικά από τους συνταξιούχους. Όπου «νέα επιβάρυνση», αναφερόμαστε βέβαια στη συζήτηση που γίνεται σχετικά με την επιστροφή των συντάξεων των δικαστικών στα προ κρίσης επίπεδα, στην οποία συζήτηση περιλαμβάνεται μάλιστα και επιστροφή αναδρομικών.
Το επιχείρημα για όλη αυτή την κουβέντα βασίζεται στο ότι προσφάτως το Ελεγκτικό Συνέδριο, ένα από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας που έχει αρμοδιότητα για συνταξιοδοτικά θέματα, έκρινε τις μειώσεις των συντάξεων των δικαστικών αντισυνταγματικές. Και εδώ τίθεται ένα ζήτημα, το οποίο πολύ σωστά έθεσε και ο υπουργός Εργασίας κ. Άδωνις Γεωργιάδης: Μπορούν τα δικαστήρια να επηρεάζουν τόσο πολύ τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους; Δεδομένης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ενδεχομένως και να μπορούν. Αυτή η ανεξαρτησία όμως μπορεί να λειτουργήσει, μόνο στο μέτρο που μπορεί να λειτουργήσει και το ίδιο το κράτος, αλλιώς δεν έχει και πολύ νόημα.
Για να γίνουμε σαφέστεροι, ας δούμε τα πράγματα λίγο πιο γενικά. Από την πρώτη στιγμή που η χώρα μπήκε στην περιπέτεια των μνημονίων, ενισχύθηκε η άποψη που λέει πως ο (εγχώριος) θεσμικός παράγοντας πρέπει να υπερισχύει του (διεθνούς) οικονομικού. Σε ένα βαθμό αυτή η άποψη πιθανόν να έχει δίκαιο, αλλά μόνο τυπικά. Επί της ουσίας, στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις που υπερβαίνουν τους τύπους, όπως, για παράδειγμα, ολόκληρη οικονομική κρίση που ήρθε και χρεοκόπησε τη χώρα.
Πιο συγκεκριμένα, είναι γεγονός ότι το μνημόνιο ταρακούνησε και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να ταρακουνά τους επίσημους θεσμούς μας – από το ασφαλιστικό μέχρι το δικαστικό μας σύστημα – αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό συνέβη γιατί οι θεσμοί μας για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την οικονομική μας καταβαράθρωση. Το να επανέλθουμε σε μία βιώσιμη κατάσταση οικονομικά δεν συνιστά επικυριαρχία της οικονομίας επί των θεσμών ή, αντίστοιχα, των ξένων επί των Ελλήνων, αλλά συνέχιση της ικανότητας του κράτους να υπάρχει ώστε να υπάρχουν και οι θεσμοί.
Το πώς ακριβώς θα επανέλθουμε, βέβαια, το τι μίγμα πολιτικής θα ακολουθήσουμε δηλαδή, μπορεί να είναι αντικείμενο συζήτησης, αλλά ειδικά για το ασφαλιστικό μας σύστημα η συζήτηση είναι μάλλον περιττή. Τα πράγματα είναι απλά: Οι συντάξεις πρέπει να δίνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Αν οπωσδήποτε χρειάζεται να συνεισφέρει το κράτος, σίγουρα πρέπει να συνεισφέρει στο μέτρο που μπορεί. Αν δεν συμβεί αυτό και πρόκειται να ζητήσει, πάλι, δάνεια που υπερβαίνουν τις δυνατότητές του, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά: Με τον ίδιο τρόπο που χαντάκωσαν πριν την κρίση οι παλιότερες γενιές των Ελλήνων τις νεότερες, χαντακώνουν τώρα και οι δικαστικοί λειτουργοί όλους τους υπόλοιπους Έλληνες.