Κάθε «λάθος» ενός αστυνομικού, κάθε εξέγερση των προαστίων, έχει διαφορετικό χαρακτήρα, αυτό που πρέπει όμως να μας προβληματίσει είναι η επανάληψη των γεγονότων.
Aπό τότε που έγιναν οι ταραχές στα προάστια της Λυών, τη δεκαετία του 1980, έχουμε ζήσει δεκάδες εξεγέρσεις, άλλες τοπικές, άλλες μεγαλύτερες όπως το 2005, ορισμένες σε μεγάλες πόλεις, άλλες σε πιο μικρές. Κάθε φορά, ένας ή περισσότεροι νέοι σκοτώνονται ή τραυματίζονται από την αστυνομία και κάθε φορά οι νέοι επιτίθενται σε δημόσια κτίρια της περιοχής τους (δημαρχεία, σχολεία, κοινωνικά κέντρα). Κάθε φορά, οι λεηλασίες συνοδεύουν τη βία. Κάθε φορά, οι μεν καταδικάζουν την αστυνομική βία, τον ρατσισμό, τη φτώχεια και τα αστικά γκέτο ενώ οι δε καταδικάζουν τους μετανάστες.
Αυτό που επαναλαμβάνεται, επίσης, είναι η αδυναμία των πολιτικών: Η αποφασιστικότητα του Νικολά Σαρκοζί το 2005 δεν υπήρξε ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο αποτελεσματική από τη σημερινή διαλλακτικότητα του Εμανουέλ Μακρόν. Το μόνο καινούργιο στις τωρινές ταραχές είναι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων και το νεαρόν της ηλικίας των διαδηλωτών.
Οι νέοι υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στις λαϊκές συνοικίες, αλλά αυτό δεν είναι ακριβές. Σε πολλές συνοικίες έχουν ανακαινιστεί τα διαμερίσματα, έχουν ανοίξει σχολεία, έχουν πολλαπλασιαστεί οι λεωφορειακές γραμμές. Το επίπεδο διαβίωσης, γενικά, έχει βελτιωθεί. Όμως οι κοινωνικές και εθνοτικές διακρίσεις δεν έχουν μειωθεί: Οι κάτοικοι των «δύσκολων» συνοικιών είναι οι πιο φτωχοί. Και είναι όλοι μετανάστες ή παιδιά μεταναστών. Αυτά τα χαρακτηριστικά διατηρούνται σε βάθος χρόνου, καθώς όσοι «πετυχαίνουν» χάρις στη δουλειά τους ή τις σπουδές τους φεύγουν από τις συνοικίες και αντικαθίστανται από ακόμη πιο φτωχές οικογένειες.
Δεν είναι ωραίο να μιλάμε για γκέτο, αλλά για γκετοποίηση πρόκειται. Οι φτωχοί και οι μετανάστες αναγκάζονται να ζουν μαζί και, λίγο λίγο, δημιουργούνται γκέτο στο εσωτερικό των συνοικιών. Τα αγόρια, που τα πηγαίνουν χειρότερα στο σχολείο από τα κορίτσια, καταλαμβάνουν τον δρόμο. Τα σχολεία αντιμετωπίζονται ως ξένο σώμα. Παρά την προσπάθεια των κοινωνικών υπηρεσιών, οι κάτοικοι θεωρούν ότι βρίσκονται στο περιθώριο λόγω της προέλευσής τους, της κουλτούρας τους, της θρησκείας τους και της διεύθυνσής τους. Η συνοικία τους, ταυτοχρόνως, τους αποκλείει και τους προστατεύει.
Είναι οι διακρίσεις μεγαλύτερες σήμερα από χθες; Δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε. Σίγουρα οι διακρίσεις ήταν μεγαλύτερες στις παραγκουπόλεις της Ναντέρ το 1960 σε σχέση με σήμερα, όμως σήμερα οι διακρίσεις είναι αφόρητες γιατί έχει ενισχυθεί η απαίτηση της ισότητας, γιατί θέλουμε να έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Από αυτήν την άποψη, οι νέοι των συνοικιών δεν είναι διαφορετικοί από τις γυναίκες και τις σεξουαλικές μειονότητες: Όλοι θέλουν να εκπληρωθούν οι δημοκρατικές υποσχέσεις που τους έχουν δοθεί.
Με εξαίρεση την εξέγερση της Λυόν, καμία άλλη εξέγερση δεν είχε πολιτικά αποτελέσματα. Είναι λες και οι συνοικίες βρίσκονται σε ένα πολιτικό κενό, λες και η οργή δεν οδηγεί σε καμία πολιτική διαδικασία, λες και οι εκλεγμένοι αρκούνται μόνο να σχολιάζουν τα γεγονότα. Κι όμως, στις δημοκρατίες τα κοινωνικά κινήματα και τα πολιτικά κόμματα έχουν έναν ουσιαστικό ρόλο: Να μετατρέπουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις σε οργανωμένες πράξεις, σε διεκδικήσεις, σε πρόγραμμα. Στην αρχή της χρονιάς, για παράδειγμα, τα συνδικάτα προσέδωσαν μία κοινωνική μορφή στην άρνηση της μεταρρύθμισης των συντάξεων. Χωρίς αυτά, δεν θα υπήρχαν παρά βία και σιωπή.
Οι εξεγέρσεις των προαστίων αποτελούν ένα κοινωνικό πρόβλημα, δεν οδηγούν, όμως, κάπου. Είναι λογικό, λοιπόν, να επαναλαμβάνονται. Το ίδιο έγινε με τα «κίτρινα γιλέκα». Οι κομμουνιστικές πόλεις των μεταπολεμικών χρόνων, αντιθέτως, μπορεί να μην ήταν πλούσιες, όμως είχαν κόμματα, συνδικάτα και κινήματα λαϊκής εκπαίδευσης. Ζούσαν μέσα στην κοινωνία. Σήμερα, οι νέοι των προαστίων νιώθουν ότι δεν τους ακούει κανείς. Και αυτή η αίσθηση είναι τόσο βίαιη, που οδηγεί τους νέους να καταστρέφουν οτιδήποτε τους συνδέει με την κοινωνία. Έχουμε περάσει από μία κοινωνία όπου τα άτομα ορίζονταν από την εργασία τους σε μία κοινωνία όπου ορίζονται από το επίπεδο του αποκλεισμού τους.
(*) O Φρανσουά Ντιμπέ είναι Γάλλος κοινωνιολόγος
Πηγή: συνέντευξη στη Monde / ΑΠΕ-ΜΠΕ