Στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ 100,3 και τον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα μίλησε το πρωί της Τετάρτης ο επικεφαλής του Ινστιτούτου “In Social” και υπεύθυνος για τη σύνταξη του οικονομικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Χριστοδουλάκης.
Σχολιάζοντας την κριτική, που δέχεται το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής για το φορολογικό του πρόγραμμα αλλά και το γεγονός ότι κάποιοι το συγκρίνουν με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Χριστοδουλάκης τόνισε: «Αυτή η κριτική είναι εξαιρετικά κακόβουλη, διότι η φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μονομερής και επιβαρυντική για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τελικά δεν υπηρέτησε καθόλου την ανάπτυξη. Εμείς έχουμε μια πολύ διαφορετική προσέγγιση. Κάθε κόμμα κάπου εστιάζει. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εστιάσει στην υπερφορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών και είδαμε τα αποτελέσματα. Η Νέα Δημοκρατία έχει εστιάσει τα τελευταία χρόνια στην υπερφορολόγηση των φτωχών νοικοκυριών, έτσι ώστε να απομυζήσει πόρους από εκεί μέσω του ΦΠΑ και να φτιάξει τα διάφορα εκλογικά επιδόματα τα οποία θέλει. Εμείς εστιάζουμε μόνο στα πολύ πλούσια στρώματα, έτσι ώστε να έχουμε μια ήπια φορολογική μεταβολή και να χρηματοδοτήσουμε μέσω αυτής κοινωνικές πολιτικές. Το πρόγραμμα μας το έχουμε θέσει στη δημοσιότητα, έτσι ώστε να μπορεί ο καθένας να το διαβάσει, να το εκτιμήσει, να το μετρήσει. Έτσι λοιπόν, δεν υπάρχουν ομοιότητες και συγκρίσεις. Είναι κακόβουλες αυτές οι συγκρίσεις και, φυσικά, κρύβουν – όπως θέλω εγώ να πιστεύω – έναν φόβο και μια αγωνία, διότι η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, είναι κενή περιεχομένου και κυρίως στερείται ευρείας κοινωνικής στόχευσης».
Στη συνέχεια, σημείωσε ότι η Νέα Δημοκρατία «διατήρησε τον ΦΠΑ στο 24% την ώρα που είχε ανέβει ο πληθωρισμός πάρα πολύ, με αποτέλεσμα μόνο το 2022 να εισπράξει παραπάνω 3 δισεκατομμύρια. Τα 3 επιπλέον δισεκατομμύρια τα πλήρωσαν κυρίως τα νοικοκυριά μέσω της κατανάλωσης».
Υπογράμμισε, δε, ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας «θα μπορούσε να τον ελαφρύνει, όπως είχε γίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τον αύξησε όμως γιατί πρώτα απ’ όλα αδιαφορούσε για τα νοικοκυριά και, δεύτερον, διευκόλυνε τον σχεδιασμό μιας δικής της επιδοματικής πολιτικής που είχε άμεση εκλογική στόχευση».
Αναφερόμενος στη φορολόγηση των μερισμάτων, ο Νίκος Χριστοδουλάκης ανάφερε: «Το επίπεδο του 5% είναι απελπιστικά χαμηλό και κρύβει μια στοχευμένη πολιτική υπέρ των επιχειρήσεων και των μερισματούχων – και μάλιστα των μεγάλων μερισματούχων – διότι η δική μας η πρόταση είναι να γίνει μια κλιμακωτή φορολόγηση σε επίπεδα τα οποία είναι εύλογα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Μην ξεχνάτε ότι τον Ιανουάριο – πριν από 5 μήνες δηλαδή – είχε έρθει ο ΟΟΣΑ και συνέστησε με αυστηρότητα στην ελληνική κυβέρνηση να αυξήσει τη φορολογία μερισμάτων έτσι ώστε να αυξηθούν τα έσοδα και να της μείνει δημοσιονομικός χώρος για να ελαφρύνει τη φορολογία της μεσαίας τάξης. Έχουμε το χαμηλότερο συντελεστή φορολογίας μερισμάτων μετά τη Βουλγαρία, τη Λετονία και την Εσθονία. Σε όλες τις άλλες χώρες είναι πάρα πολύ υψηλά».
Αντικρούοντας το επιχείρημα πως αν αυξηθεί ο συντελεστής φορολόγησης, θα μεταφέρουν οι εταιρείες τις έδρες τους, ο κ. Χριστοδουλάκης είπε: «Όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Η Ιρλανδία – την οποία τόσο πολύ λατρεύουν και αγαπούν οι νεοφιλελεύθεροι – ξέρετε τι συντελεστή φορολογίας μερισμάτων έχει; 51%. Γιατί το κάνει αυτό η Ιρλανδία; Έτσι ώστε να μην παίρνουν πολλά μερίσματα και να μένουν τα κέρδη μέσα στην επιχείρηση, να επενδύονται και να προάγουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη και την απασχόληση. Έτσι, το μέτρο αυτό το οποίο προτείνουμε, είναι όχι μόνο ένα πιο δίκαιο μέτρο – ήπιο είναι σχετικά, μη το κάνουμε μεγάλο θέμα, 200 εκατομμύρια εκτιμούμε ότι θα βγουν παραπάνω – αλλά συντελεί επίσης στη μεγαλύτερη συσσώρευση επενδύσεων από τις οποίες πάσχουμε τόσο πολύ, γιατί ρήμαξαν και αυτές την περίοδο των μνημονίων».
Όσον αφορά τη φορολογική πρόταση του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής για τις γονικές παροχές, επισήμανε ότι «αυτή η φορολογία είναι μια δικαιότερη ρύθμιση διότι βελτιώνει κάπως την αίσθηση ισότητας που πρέπει να επικρατήσει σε μια κοινωνία. Είναι αδιανόητο περιουσίες 4,8 εκατομμυρίων ευρώ να κληρονομούνται χωρίς να καταβάλλεται ούτε ένα ευρώ φόρος». Εξήγησε δε ότι «οι 800.000 πολλαπλασιάζονται επί έξι, διότι είναι οι δύο γονείς που μπορούν να κάνουν μεταβίβαση, είναι οι δύο παππούδες που μπορούν επίσης να κάνουν μεταβίβαση αλλά και οι άλλοι δύο παππούδες που μπορούν να κάνουν μεταβίβαση. Άρα, έξι άτομα μπορούν να μεταβιβάσουν σε έναν τυχερό βλαστό μιας υπερπλούσιας οικογένειας 4,8 εκατομμύρια. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι η μεγάλη ανισότητα πλούτου, η οποία είναι από τις δυσμενέστερες και τις πιο δυσβάσταχτες που υπάρχουν σε μια κοινωνία, αναπαράγεται και μεταβιβάζεται στην επόμενη γενιά ‘’αφορολόγητη’’».
«Αναφορικά με τα υπερκέρδη αυτό το οποίο λέμε, δεν είναι η φορολογία γενικά μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι η έκτακτη φορολογία των ουρανοκατέβατων κερδών τα οποία έκαναν οι ενεργειακές επιχειρήσεις λόγω της κρίσης και την οποία υποσχέθηκε ότι θα κάνει και η κυβέρνηση και μάλιστα με φορολογικό συντελεστή 90%. Όμως απ’ ό,τι έμαθα και διαβάζω, ξέχασε να συμπληρώσει το έγγραφο αυτό ο απελθών υπουργός Ενέργειας, με αποτέλεσμα αυτό το μέτρο να είναι στον αέρα. Είναι ένα μέτρο το οποίο θα έφερνε έσοδα. Δεν θα έφερνε τρομερά έσοδα, αλλά εν πάσει περιπτώσει θα ήταν μια κίνηση μεγαλύτερης δικαιοσύνης και εξισορρόπησης μπροστά στη μεγάλη επιβάρυνση, την οποία δέχονται τα νοικοκυριά», σημείωσε.
«Μου κάνει τρομερή εντύπωση ότι ενώ η Νέα Δημοκρατία, είναι σε τόσο δύσκολη θέση να εξηγήσει τη δική της οικονομική πολιτική και τη δική της φορολογική πολιτική, αρπάχτηκε από ένα σαρδάμ για να κάνει ολόκληρο θέμα. Ολόκληρη μυθολογία έστησε μέσα σε μια ημέρα – για τα δήθεν σχέδια φορολογικής επιδρομής από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ» τόνισε ο Νίκος Χριστοδουλάκης.
Τέλος, ο κ. Χριστοδουλάκης έκρουσε κώδωνα κινδύνου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Για τα επόμενα χρόνια μας προειδοποιούν και η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και άλλοι οργανισμοί ότι θα έχουμε χαμηλότερη ανάπτυξη απ’ ό,τι νομίζουμε, ενδεχομένως κάτω από 2% για αρκετά χρόνια. Δεύτερον, θα υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί που θα εμποδίζουν την άκριτη επέκταση των δαπανών του προϋπολογισμού. Και, τρίτον, η καλή μας κυβέρνηση δέχτηκε – δεν ξέρω πώς το έκανε – να παράγει πολύ ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θέλουν φυσικά μια σφιχτή πολιτική. Υπό την επίδραση και των τριών αυτών παραγόντων, κατά πάσα πιθανότητα η γαλαντόμα πολιτική που άσκησε με τα επιδόματα τους τελευταίους μήνες και τα τελευταία τρία χρόνια, δεν θα συνεχιστεί με συνέπεια οι ανισότητες να μην αμβλύνονται ούτε μόνιμα αλλά ούτε και ευκαιριακά, όπως πρόχειρα έκανε μέχρι τώρα. Χρειάζονται λοιπόν μονιμότερες δράσεις».