“Παρά τις διακηρύξεις δεν υπάρχει ολοκληρωμένη στρατηγική στον Αγροτικό τομέα“
Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ξέρετε πολύ καλά ότι δεν παίρνω εύκολα το λόγο για να μιλήσω για θέματα που έχουν μιλήσει οι συνάδελφοί μου και ιδιαίτερα ο εισηγητής μας που είχε μια πολύ τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη άποψη για το νομοσχέδιο και την είπε με λεπτομέρειες, όπως και η κ. Λιακούλη και όσοι άλλοι θα ακολουθήσουν από δω και πέρα.
Παίρνω το λόγο γιατί έχω μια προσωπική ευαισθησία. Έτυχε να έχω ασχοληθεί επισταμένα ως Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης με το συγκεκριμένο Οργανισμό και θέλω να κάνω μερικές παρατηρήσεις.
Πρώτον, η ανάγκη δημιουργίας του Οργανισμού ήταν γνωστή από πολύ παλαιότερα. Υπήρχε στο Υπουργείο και στις Υπηρεσίες του μια πολυδιάσπαση, ένας κατακερματισμός, παράλληλες και μη τεμνόμενες πουθενά διαδικασίες. Η έρευνα ήταν για τους ερευνητές, η εκπαίδευση για τους εκπαιδευτές και η πιστοποίηση για τους ειδικούς που μπορούσαν να κρίνουν τα προϊόντα.
Η πολυδιάσπαση του προσωπικού ήταν απίστευτη. Θα πω ένα παράδειγμα. Υπήρχαν πάνω από δέκα εργαστήρια μυδοτροφίας που έκαναν έρευνα, τα οποία ήταν μονομελή: ήταν το γραφείο και ο ερευνητής. Και ο καθένας διεκδικούσε για τον εαυτό του ουσιαστικά την ερευνητική δουλειά. Σε ένα Υπουργείο που είχε ένα ενιαίο αντικείμενο και που θα μπορούσε η έρευνα αυτή να αποτελεί προϊόν μιας συλλογικής προσπάθειας.
Οι εκπαιδευτικές δομές ήταν τυπικές, σε τελείως αρχαϊκή μορφή. Καμία σχέση με την εξέλιξη της γνώσης. Η δε πιστοποίηση, υπόθεση των ειδικών. Οι ειδικοί έλεγαν, ας πούμε, με τις δικές τους διαδικασίες, χωρίς να προηγείται καμία οριζόντια σχέση, διάλογος ή οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι τη μεγάλη αδυναμία που είχε το θέμα των ελληνικών σπόρων, οι οποίοι ποτέ δεν έμπαιναν σε μια ουσιαστική λειτουργία και δεν υπήρχε καμία σύνδεση με τη μεταποίηση και τις εξαγωγές.
Θέλαμε λοιπόν να υπάρξει ένας οργανισμός, που να συνδέσει, την έρευνα, την εκπαίδευση και την πιστοποίηση. Η δημιουργία του Οργανισμού έγινε μετ’ εμποδίων. Πήγαμε στο Ισραήλ για να δούμε τις εμπειρίες αυτές. Πήγαμε στην Αμερικανική Σχολή στη Θεσσαλονίκη για να δούμε τον τρόπο καλλιέργειας και τις πρότυπες μορφές παραγωγής είτε κτηνοτροφικών προϊόντων είτε φυτικών προϊόντων. Πήγαμε σε διάφορες ημερίδες στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να δούμε πώς οργανώνονται οι ομάδες παραγωγών γύρω από αυτά.
Έτσι λοιπόν πήραμε μια απόφαση να δημιουργήσουμε τον ελληνικό γεωργικό οργανισμό ΔΗΜΗΤΡΑ ενώνοντας την έρευνα του ΕΘΙΑΓΕ, την επαγγελματική εκπαίδευση του ΟΓΕΕΚΑ, την πιστοποίηση του ΟΠΕΓΕΠ, και τη διάθεση και τον έλεγχο του γάλακτος και του κρέατος του ΕΛΟΓΑΚ.
Και τότε υπήρξαν μεγάλα εμπόδια. Έγινε μεγάλη συζήτηση και υπήρχαν και τότε αντιδράσεις σοβαρές. Γιατί πραγματικά κάθε τι που αλλάζει την κατάσταση στους δημόσιους υπαλλήλους, το αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με μια δικαιολογημένη –θα έλεγα- ευαισθησία, διότι έχουν συνηθίσει οι πολιτικοί να μην δίνουν ποτέ ολοκληρωμένες απόψεις για τα πράγματα που τους αφορούν.
Έγινε λοιπόν αυτή η συνένωση, με πλήρη διάταξη, προσωπικό και διευθύνσεις, και άρχισε να λειτουργεί. Θέλω εδώ –το νιώθω ηθική μου υποχρέωση- να μνημονεύσω τον άνθρωπο που ανέλαβε να φτιάξει τον Οργανισμό τότε. Ήταν ο Καθηγητής Βασίλης Γκίκας, ο οποίος δυστυχώς χάθηκε πολύ νέος, ένας εξαιρετικός επιστήμονας, που ήταν και ο πρώτος Πρόεδρος του Οργανισμού.
Άρχισε λοιπόν να λειτουργεί ο Οργανισμός, γιατί τότε μπορούσε με μια κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης να αλλάξει, να συνενωθούν οργανισμοί. Ήταν η εποχή της Κυβέρνησης Παπαδήμου.
Και στο τέλος της θητείας της Κυβέρνησης καταφέραμε να φτιάξουμε ένα νόμο τον οποίο καταθέσαμε στη Βουλή. Στην κυβέρνηση συμμετείχε και η Νέα Δημοκρατία. Υπήρχε στο εσωτερικό της κυβέρνησης μια αντιπαράθεση, δεν ήθελε η Νέα Δημοκρατία, επειδή ήταν το τέλος της θητείας της κυβέρνησης, να το ψηφίσει. Ήθελε πιθανά να το ψηφίσει μόνη της μετά, στις επόμενες εκλογές. Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Το αποσύραμε γιατί δεν μπορούσε η κυβέρνηση να περάσει έναν νόμο εναντίον της Νέας Δημοκρατίας. Δεν γινόταν αυτό. Αυτό για την ιστορία.
Πρέπει να πω ότι πέρασαν έντεκα ολόκληρα χρόνια. Πάλι στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης. Πέρασαν δύο περίοδοι Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Και θέλω εδώ να αναφέρω αυτό που έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να το λέω στην Αίθουσα αυτή, αυτό το δυστύχημα της ασυνέχειας του κράτους. Την αδυναμία οποιασδήποτε κυβέρνησης έρχεται, να παραλάβει μια οποιαδήποτε πρόταση, από οποιοδήποτε κόμμα -πολλές φορές και του ίδιου κόμματος- και να μπορεί να την εφαρμόσει. Ή να δει τις ατέλειές της και να την αλλάξει. Αν η πρόταση αυτή είχε προτεραιότητα να συμβεί, έπρεπε να γίνει. Δεν γινόταν ποτέ. Και μετά μιλάμε πώς εκτροχιάζονται τα τρένα. Γιατί δεν ξεκινάμε ποτέ από εκεί που το αφήσαμε για να πάμε ένα βήμα πιο πέρα. Αυτή, λοιπόν, η ασυνέχεια του κράτους δεν είναι τυχαία. Γιατί συνδυάζεται με την έλλειψη πολιτικής βούλησης από τις κυβερνήσεις.
Πέρασαν έκτοτε τρεις κυβερνήσεις. Πέρασαν έντεκα χρόνια. Παρακολούθησα τον διάλογο που έγινε αυτόν τον καιρό. Σαν να άκουγα τις ίδιες συζητήσεις, τα ίδια θέματα, τις ίδιες διεκδικήσεις -δίκαιες και άδικες- με την ίδια φρασεολογία. Και ερωτώ: Μια μεταρρυθμιστική δύναμη, όποια και να είναι αυτή, όπως κι αν λέγεται, ό,τι κι αν πιστεύει για τον εαυτό της, θα μπορούσε ποτέ να συζητήσει με τον εαυτό της και να αποφασίσει ότι πρέπει να αλλάξει μια τακτική και να μπορεί να προχωρήσει η συνέχεια του κράτους, η ανάγκη των μεταρρυθμίσεων και όλα αυτά; Εμφανιζόμαστε μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια που έγιναν επαναστάσεις και στον αγροτικό χώρο να συζητάμε τα ίδια πράγματα, με την ίδια χαμηλή -αν θέλετε- απόδοση, με τον ίδιο ελλιπή διάλογο, με την ίδια ελλιπή διαβούλευση.
Έρχομαι τώρα να πω μια κουβέντα για τον νόμο, ότι έχει δίκιο ο εισηγητής μας. Είναι ένα ευχολόγιο. Δεν έχει ένα πλαίσιο εφαρμογής. Έχει περιγραφή των αρμοδιοτήτων, αλλά είναι, κύριε Υπουργέ, ένας νόμος όπως τον διάβασα, που προϋποθέτει πάλι, για άλλη μια φορά, πλήθος κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων προκειμένου να γίνει πράξη. Και ξέρω πολύ καλά πότε μια κυβέρνηση δεν μπορεί εύκολα να φτιάξει απλά μια κοινή υπουργική απόφαση, πολύ πιο αργά ένα προεδρικό διάταγμα. Ακόμα πιο αργά να αλλάξει έναν οργανισμό. Δεν υπάρχουν ποτέ στους νόμους μας εφαρμοστικά σχέδια των μεταρρυθμίσεων και αυτό αποτελεί μεγάλη ένδεια για το ελληνικό Κοινοβούλιο. Μπορεί να είναι αγνή η πρόθεση, να θέλετε πραγματικά να φτιάξετε έναν οργανισμό που να λειτουργεί σύγχρονα. Η μέθοδος που ακολουθείτε είναι λάθος.
Πριν τελειώσω, θέλω να πω το εξής. Τι δείχνει αυτή η πρόταση; Ότι παρά τις φραστικές διακηρύξεις δεν υπάρχει ολοκληρωμένη στρατηγική στον αγροτικό τομέα. Πώς συνδέονται οι στόχοι του ΕΛΓΟ με τον σύγχρονο αγροδιατροφικό τομέα; Πώς συνδέονται οι ελληνικοί σπόροι με την περαιτέρω έρευνα; Πώς συνδέεται ο υγιής ανταγωνισμός με τα προϊόντα ολικής ποιότητας; Πώς συνδέεται με τις περιφερειακές δομές; Τι έγιναν οι περιφερειακές συμπράξεις που νομοθετήσαμε; Τι έγιναν οι περιφερειακές στρατηγικές; Τι έγινε η συμβολαιακή γεωργία και σε τι κλίμακα υπάρχει σήμερα στην αγροτική μας πολιτική; Τι έγινε η σύνδεση με το μητρώο εμπόρων που δεν λειτούργησε ποτέ και που θα ήταν ακριβώς αυτό που θα εμπόδιζε τους μεσάζοντες να κλέβουν τον ιδρώτα του παραγωγού; Τι έγινε με την πολιτική των εξαγωγών;
Και κυρίως, πώς ενώνονται οι παραγωγοί με τη μεταποίηση για να πάμε σε προϊόντα ολικής ποιότητας, που θα ήταν μια ατμομηχανή για την ανάπτυξη της χώρας; Που θα έδινε και στον τουρισμό ποιότητα και στη βάση της κοινωνίας μας και της οικονομίας μας αναπτυξιακούς ρυθμούς που θα την καθιστούσαν ανθεκτική και θα έδιναν τη δυνατότητα να υπάρχει προστιθέμενη αξία στην ελληνική παραγωγή και τη δυνατότητα να αποκτήσουν ένα τέτοιο όνομα τα προϊόντα μας στο εξωτερικό που να μπορούν να γίνουν συνώνυμο της τουριστικής -αν θέλετε- ανάπτυξης, όχι μονάχα ως δωμάτια και ξενοδοχεία που τα αγοράζουν οι ξένοι, αλλά ως ένα πρότυπο αγροδιατροφικό, το οποίο ο ξένος θα το καταλάβει και θα το συνδέσει με την ιστορία, τον πολιτισμό και το περιβάλλον της χώρας.
Αυτός ο βιώσιμος ανθεκτικός αγροτικός τομέας, μια ατμομηχανή της νέας ανάπτυξης δυστυχώς δεν είναι στη λογική της Κυβέρνησης. Είναι πολύ ελκυστική η αυτοαναγόρευση κομμάτων ή πολιτικών ως μεταρρυθμιστικών, ως μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών. Βάζουμε τίτλους στα νομοσχέδια μας. Και δεν μιλάω γι’ αυτό το συγκεκριμένο. Βάζουμε τίτλους οι οποίοι πολλές φορές είναι κενοί περιεχομένου, διότι από κάτω το νομοσχέδιο κάθε άλλο παρά μεταρρύθμιση αποτελεί.
Μια πραγματική μεταρρυθμιστική δύναμη στη χώρα σήμερα έπρεπε να κάνει τεράστια βήματα και άλματα μπροστά και όχι να διαχειρίζεται την υπόθεση της οικονομίας, της ανάπτυξης και της προοπτικής της χώρας με μόνο προεκλογικά κριτήρια και προεκλογικούς σκοπούς.