Την ισχυρή πεποίθηση ότι «έχουν λόγο και τρόπο να κάνουν πράγματα για να αλλάξουν το μέλλον» και να διαμορφώσουν τις συνθήκες στις οποίες θα ζούμε το 2040, εκφράζει πάνω από το 50% των Ελλήνων και Ελληνίδων, που συμμετείχαν στην πανευρωπαϊκή έρευνα #OurFutures, με χρηματοδότηση από το Joint Research Center (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι έφηβοι 12-17 ετών συγκέντρωσαν το υψηλότερο σχετικό ποσοστό, ακολουθούμενοι κατά πόδας από τους νέους και νέες 18-25 χρόνων και τους ανθρώπους της ηλικιακής κατηγορίας 41-65.
Η έρευνα για την Ελλάδα, την οποία υπογράφουν ο επικεφαλής της έδρας UNESCO για τα Μέλλοντα, δρ Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος και εκ μέρους του JRC οι Έρικα Μπολ (Erica Boll) και Λορέν Μποντού (Laurent Bontoux), πραγματοποιήθηκε στο διάστημα μεταξύ Απριλίου 2021 («πιάνοντας» και μέρος της περιόδου της δεύτερης καραντίνας) και Δεκεμβρίου 2022. Η Ελλάδα ήταν μάλιστα η πρώτη χώρα της ΕΕ, στην οποία υπερκαλύφθηκε -κατά σημαντικό ποσοστό- η απαίτηση για το ελάχιστο δείγμα συμμετεχόντων, που είχε θέσει το JRC (τουλάχιστον 200 άτομα).
Η έρευνα επιφύλαξε κάποια ευρήματα με αυξημένο ενδιαφέρον: για παράδειγμα, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Χριστοφιλόπουλος, παρά το γεγονός ότι διάφορες έρευνες καταγράφουν δυσπιστία για τους πολιτικούς στην Ελλάδα, η συγκεκριμένη (στην οποία το δείγμα αποτελείται σε ποσοστό 48% από εφήβους 12-17 ετών, 30% από άτομα ηλικίας 41-65, 17% από ανθρώπους της ηλικιακής κατηγορίας 26-40, 8% του γκρουπ 18-25 και λιγότερο από 1% άνω των 65), τους δείχνει αντίθετα εμπιστοσύνη.
«Στο ερώτημα ποιοι μπορεί να είναι οι “game changers” (αυτοί που θα αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού) για το μέλλον, η εμπιστοσύνη των ερωτηθέντων για τις αναμενόμενες αλλαγές είναι σχεδόν ίσα μοιρασμένη μεταξύ των πολιτικών και Κοινωνίας των Πολιτών, καθώς και των επιχειρήσεων/επιστημόνων, με ελαφρά τάση υπέρ της δεύτερης» εξηγεί και εκτιμά ότι αυτό είναι ένα ισχυρό μήνυμα προς τους πολιτικούς στη χώρα, αλλά και προς τις ενώσεις πολιτών, τις επιχειρήσεις και την επιστημονική κοινότητα, αφού οι άνθρωποι θεωρούν πως είναι σε μεγάλο βαθμό δική τους ευθύνη να επιφέρουν θετικές αλλαγές με αντίκτυπο στο μέλλον.
Δεν εστιάζουν στην οικονομική ευημερία αλλά στο συλλογικό όφελος
Όταν δε, ερωτώνται τι είναι σημαντικό για το μέλλον του 2040, οι συμμετέχοντες δεν εστιάζουν στην οικονομική ευημερία, αλλά στο συλλογικό όφελος και ιδίως στη φροντίδα του ενός για τον άλλον και στο περιβάλλον. Ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας είναι ακόμα το πώς διαμορφώνουμε την εικόνα μας για τα πράγματα και το μέλλον. «Η διαμόρφωση της εικόνας αυτής δεν περιλαμβάνει ουσιαστική διάδραση με τους άλλους, όπως θα συνέβαινε παλιά σε ένα καφενείο, όπου οι ιδέες εκτίθενταν και αναπτυσσόταν διάλογος γύρω από αυτές. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν πλέον τον ρόλο του χώρου δημόσιας έκθεσης ιδεών, αλλά χωρίς βαθιά και ουσιαστική διάδραση και διάλογο. Επίσης, ιδίως οι νέοι ηλικίας 18-25 ετών θεωρούν σε αυξημένο ποσοστό ότι την εικόνα του μέλλοντος τη διαμορφώνουν οι προσωπικές τους εμπειρίες» παρατηρεί ο δρ Χριστοφιλόπουλος.
Συμπληρώνει ότι η πολιτική χρειάζεται να διαμορφώνει περισσότερες στρατηγικές και πολιτικές σε σχέση με το μέλλον και όχι μόνο με το παρόν. Είναι όμως εφικτό κάτι τέτοιο, όταν οι ανάγκες του παρόντος είναι τόσο πιεστικές; «Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη να εστιάζουμε κατά προτεραιότητα στο παρόν, στις αυξήσεις των συντάξεων ή τις μειώσεις του ΦΠΑ. Ωστόσο, όταν αλλάζει η πολιτική έχοντας στον ορίζοντά της και το μακροπρόθεσμο μέλλον, βλέπουμε θετικές αλλαγές και στην καθημερινότητά στο παρόν. Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί υποχρεωτικά οικονομικούς πόρους, αλλά μια σειρά επιλογών πολιτικής» σημειώνει.
Στο πλαίσιο της έρευνας, στην οποία χρησιμοποιήθηκε το εργαλείο «SenseMaker», ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να γράψουν -ανώνυμα- και κάποια σενάρια για το πώς φαντάζονται το μέλλον το 2040. Και σε αυτή την περίπτωση, τα ευρήματα είχαν -σύμφωνα με τον δρα Χριστοφιλόπουλο- ενδιαφέρον: πρώτον, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι το ανατολικό σύνορο της Ευρώπης και έχει βιώσει την είσοδο χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, τα σενάρια που έγραψαν οι συμμετέχοντες περιλάμβαναν σε ελάχιστο ποσοστό (γύρω στο 2%) ιστορίες σχετικές με τη μετανάστευση ή τα προσφυγικά ρεύματα. Οι περισσότεροι γράφουν για τη φύση και το κλίμα, ακολουθούν η κοινωνική δικαιοσύνη και η ευζωία και στη συνέχεια ισοψηφούν σχεδόν η συνοχή της κοινότητας και η εκπαίδευση.
Η πλειονότητα των σεναρίων για το μέλλον, σχεδόν οκτώ στα δέκα, συνδέεται με παγκόσμια ζητήματα, το 8% με εθνικά, ίσο ποσοστό με ευρωπαϊκά και ένα 6% με τοπικά. Στα σενάρια για το μέλλον κυριαρχούν τα θετικά συναισθήματα: 42% των συμμετεχόντων «βλέπει» μια ελπιδοφόρα προοπτική για το 2040, το 22% προσεγγίζει το μέλλον με έμπνευση και το 14% με χαρά. Πάντως, δύο στους δέκα αισθάνονται ανησυχία (15%), απογοήτευση (3%) ή θλίψη (2%), όταν σκέφτονται το μέλλον.
Πώς φαντάζονται οι Έλληνες το 2040 στα σενάρια που έγραψαν
*«Με μικρότερες κυβερνήσεις, που θα βρίσκονται στην πλήρη υπηρεσία των ανθρώπων αντί να τους ελέγχουν, με αυξημένη συμμετοχή των πολιτών. Εκπαίδευση πλήρως προσωποποιημένη και βασισμένη στις δεξιότητες του ατόμου: ο μόνος τρόπος για να έχουμε εκπαίδευση αποδοτική που δίνει χαρά και επιτρέπει στα παιδιά να συνειδητποιήσουν το πραγματικό δυναμικό τους. Τεχνητή νοημοσύνη παντού, αλλά στην υπηρεσία των ανθρώπων (αντί να καταγράφει και να διαμορφώνει τη συμπεριφορά μας). Επιδίωξη της ελευθερίας παντού, αντί για συμμόρφωση και υπακοή».
*«Η εμπειρία μου από την πανδημία και τα μέτρα περιορισμού(…), με έκανε να μάθω περισσότερα για τη γειτονιά μου (…) Έτσι, ξυπνώντας το 2040, βρίσκομαι σε μια πόλη του μέλλοντος, όπου οι γειτονιές είναι μικρά, κοινωνικά, έξυπνα και πράσινα hubs που διασυνδέονται μεταξύ τους (…), όπου οι άνθρωποι μιλούν, παίρνουν πρωτοβουλίες, μοιράζονται. Πράσινες οροφές και κήποι, ηλιακοί τοίχοι και παράθυρα ως πάνελ στις επιφάνειες των κτηρίων που αιχμαλωτίζουν τον ήλιο (…), εύκολη πρόσβαση σε μέσα μεταφοράς και υπηρεσίες, ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση. Γενικά, μια πόλη του μέλλοντος για όλους (άτομα με ειδικές ανάγκες, κοινωνικές μειονότητες, διαφορετικές γενιές)».
*«Ένα ιδανικό σενάριο θα ήταν στα επόμενα 20 χρόνια το απόλυτο καύσιμο που θα χρησιμοποιείται να είναι το νερό ή τουλάχιστον ένα καύσιμο που στην πλειονότητά του θα είναι νερό»
*«Οι πλαστικές συσκευασίες θα έχουν μειωθεί κατά 80%. Οι πολίτες θα μπορούν να τρέφονται από κήπους στα κέντρα των πόλεων, όπου οπωρώνες θα παράγουν φρούτα για όλους τους πολίτες».
*Τη φωτογραφία και τα γραφήματα παραχώρησε ο δρ Χριστοφιλόπουλος
ΑΠΕ - ΜΠΕ / Αλεξάνδρα Γούτα