Παν. Δουδωνής: «Η άμυνα της Δημοκρατίας μας»
Η χώρα μας, μέχρι και την προηγούμενη βουλευτική περίοδο, γνώρισε μια θλιβερή εξαίρεση από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα: την ύπαρξη ενός κοινοβουλευτικού κόμματος με ανοιχτά νεοναζιστικές απόψεις που προέβαινε σε εγκληματικές ενέργειες, ακόμα και σε ανθρωποκτονίες. Αυτό που μπορούμε να πούμε μετά από μια επταετή (2012-2019) πικρή εμπειρία καθώς και μια πρωτόδικη καταδίκη, είναι ότι το νομικό και πολιτικό μας οπλοστάσιο στάθηκε αμήχανα απέναντι σε μια εγκληματική οργάνωση που κρυβόταν κάτω από τον μανδύα ενός πολιτικού κόμματος.
Το δυσάρεστο της υπόθεσης είναι ότι η χώρα άργησε ακόμα και να διδαχθεί από την αρχική ολιγωρία του νομικού της συστήματος. Η κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας παρακολουθούσε επί μια τριετία τις πολιτικές μεταμορφώσεις ενός εγκληματικού μορφώματος χωρίς να παρεμβαίνει ουσιαστικά, νομοθετικά. Έτσι, λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές, μια νέα επικίνδυνη «υποπαραλλαγή» του φονικού ιού της ίδιας εγκληματικής δράσης έχει αφεθεί να οπλίζεται οργανωτικά, απειλώντας την ίδια τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Too little too late λοιπόν; Για το καλό της χώρας ελπίζουμε πως όχι. Μπορεί να είναι εξαιρετικά αργά, με ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά έχουμε την ευκαιρία η παρέμβαση να μην είναι ελλιπής. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Πρώτα-πρώτα αν αποφύγουμε να εντάξουμε το ζήτημα στον κομματικό ανταγωνισμό, ο οποίος έχει περάσει από την τοξικότητα στο επόμενο στάδιο, της αφιονισμένης πολιτικής σύγκρουσης. Στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής δεν υπήρξαμε εξάλλου ποτέ θιασώτες αυτής της λογικής. Επιλέξαμε έναν άλλο, θεσμικό δρόμο. Όπως και να έχει για τους υπολοίπους δύο εκ των τριών μεγάλων, απευθύνουμε μια αυστηρή προειδοποίηση: μην εντάσσετε ένα τέτοιο θέμα στις μικροκομματικές σας λογικές. Ο στόχος μας είναι κοινός και συνίσταται στην άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στην οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα που υποδύεται την πολιτική πράξη.
Τι πρέπει να έχει μια διάταξη που κατατείνει σε έναν τέτοιο στόχο; Πρέπει να είναι συνταγματικά και νομοτεχνικά άρτια, εντός των περιορισμών που μας θέτουν δύο διατάξεις του Συντάγματος (29 Παρ.1 και 51 παρ. 3). Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να ζητηθεί και η γνώμη της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Ειδικότερα, πρέπει να αντιμετωπίζει το ζήτημα της πραγματικής ηγεσίας, το ενδεχόμενο δηλαδή ένα πολιτικό κόμμα που υποκρύπτει εγκληματική οργάνωση να δομείται με τον ίδιο τρόπο με εκείνη, με άλλους να είναι αχυράνθρωποι και άλλους οι πραγματικοί διευθύνοντες. Επιπλέον, πρέπει να προβλέπει τις απαραίτητες δικονομικές εγγυήσεις, με κορυφαία την expressis verbis διασφάλιση του δικαιώματος της ακρόασης.
Τέλος, πρέπει να αποφεύγει γενικολογίες και αοριστίες που θα επέτρεπαν παρερμηνείες μιας τέτοιας διάταξης ή υπερβολικά πολλές αξιολογικές κρίσεις από το αρμόδιο δικαστήριο (Άρειος Πάγος). Γιατί η άμυνα της δημοκρατίας μας πρέπει να λαμβάνει χώρα όχι γενικώς και διακηρυκτικώς αλλά συγκεκριμένα έναντι του φαινομένου εγκληματική οργάνωση να έχει ενδυθεί τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και υπό τον μανδύα αυτό να επιχειρεί να συμμετάσχει στις εκλογές.