Έλλειμμα ενημέρωσης για την αξία της βιταμίνης D στη συνολική υγεία, αλλά και για τις πηγές πρόσληψής της και τους τρόπους διάγνωσης και θεραπείας, επισημαίνει η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών (Ε.Ε.Μ.Μ.Ο.), τονίζοντας ότι υψηλό ποσοστό υγιών ατόμων -αστικός και αγροτικός πληθυσμός- παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.
«Πολλές φορές και οι γιατροί δεν είναι γνώστες του προβλήματος της ανεπάρκειας της βιταμίνη D» τονίζει ο πρόεδρος της Ε.Ε.Μ.Μ.Ο, ορθοπεδικός Χρήστος Κοσμίδης, προσθέτοντας ότι και ο ΕΟΠΥΥ έως σήμερα δεν αποζημιώνει τη σχετική διαγνωστική εξέταση, δυσχεραίνοντας έτσι τον εντοπισμό του προβλήματος, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε ελάττωση του κινδύνου καταγμάτων κατά 10% εφόσον υπήρχε ισορροπία στην πρόσληψη βιταμίνης D, αφού τα χαμηλά επίπεδά της αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση – οστεομαλάκυνση και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων» σημειώνει ο ενδοκρινολόγος Γεώργιος Τροβάς, επιστημονικός συνεργάτης του Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων «Θ. Γαροφαλίδης», του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η Βιταμίνη D ένα από τα «κλειδιά» για την καλή λειτουργία του οργανισμού μας
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η αξία της βιταμίνης D έχει πλήρως τεκμηριωθεί αναφορικά με την επίδρασή της στα οστά. Επιπλέον, συνεχώς νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική υγεία, καθώς βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D, έχει σχετιστεί με πολλές καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το έμφραγμα και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο κ. Κοσμίδης τονίζει ότι «τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε συνδυασμό με τη χαμηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών, δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα οστεοπενίας – οστεοπόρωσης στον πληθυσμό. Γι αυτό είναι απαραίτητη η ημερήσια δόση βιταμίνης D τουλάχιστον 700 μονάδων (IU) για την επίτευξη και διατήρηση μιας συνολικά καλής υγείας».
«Η βιταμίνη D βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου και αναστέλλει μηχανισμούς που οδηγούν σε οστική απώλεια και συνεπώς οστεοπόρωση και κατάγματα» αναφέρει η ρευματολόγος Ευαγγελία Κασκάνη, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος της Ε.Ε.Μ.Μ.Ο.
Αναφερόμενος στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης στην Ελλάδα, όπως αυτές έχουν οριστεί από το Ελληνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης το 2013, ο κ. Κοσμίδης σημειώνει ότι «η ημερήσια χορήγηση ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D (800 μονάδων) σε ηλικιωμένους ασθενείς, επιφέρει μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων και των πτώσεων, ενώ σε γυναίκες και άνδρες άνω των 50 ετών συνιστάται συνδυασμός ημερήσιας πρόσληψης ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D 800 μονάδων (Βαθμός Α)».
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που παράγεται ύστερα από έκθεση στον ήλιο (υπεριώδη ακτινοβολία B) και πολύ λιγότερο από απορρόφηση από το πεπτικό. Ωστόσο, όπως αναφέρει η κ. Κασκάνη, «λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής η διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων πολλές φορές απαιτεί τη λήψη διαιτητικών συμπληρωμάτων. Ειδικά σε ασθενείς που θεραπεύονται για οστεοπόρωση με διάφορα σκευάσματα, η συγχορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D, είναι απαραίτητη για την επιτυχία της αγωγής. Δυστυχώς, όμως, μεγάλο ποσοστό των ασθενών (σχεδόν 50%), υποεκτιμούν τη σημασία της συγχορήγησης και παραμελούν την παράλληλη λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D».
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών αναλαμβάνει πρωτοβουλία ενημέρωσης του πληθυσμού, προτρέποντάς τον να υποβληθεί σε εξέταση για τυχόν ανεπάρκεια βιταμίνης D, να δυναμώσει τον οργανισμό του με την ενδεδειγμένη πρόσληψη κατόπιν ιατρικής συμβουλής, διατηρώντας έτσι συνολική καλή υγεία του οργανισμού και βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Έφη Φουσέκη