«Σήμερα ο προσκυνητής της Μονής αισθάνεται, μέσα στο εντυπωσιακό καθολικό, όπου δεσπόζει στο παλαιότατο τέμπλο η επιβλητική μορφή της Παναγίας, τις προσευχές και τα δάκρυα των μοναχών και προσκυνητών που για τόσους αιώνες, με ευλάβεια προστρέχουν στο Μοναστήρι Της».
Είναι τα λόγια του αρχιμανδρίτη, πρωτοσυγκέλου της Μητρόπολης Ιωαννίνων π. Θωμά Ανδρέου, για την Ιερά Μονή Περιβλέπτου Παντάνασσας, κατά την διαδρομή που έκανε το ΑΠΕ-ΜΠΕ προς το Μοναστήρι που «ξαναγεννήθηκε».
Ο δρόμος φιδίσιος, ανηφορικός, με εξαιρετική θέα στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων.
Η Μονή είναι ριζωμένη πάνω σε βράχο στις πλαγιές του βουνού Μιτσικέλι, σε υψόμετρο 1000 μέτρων.
Έχει τουλάχιστον 300 χρόνια ιστορίας, όπως μαρτυρά επιγραφή πάνω σε λιθάρι στο καθολικό της. Η «ζωή» της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις τοπικές παραδόσεις και την ιστορία. Στο πέρασμα του χρόνου, το Μοναστήρι γνώρισε μέρες ακμής, καταστράφηκε, λεηλατήθηκε, βεβηλώθηκε και σήμερα μετά από δεκαετίες ,η φλόγα από τα κεράκια των πιστών τρεμοπαίζει μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Η Μητρόπολη Ιωαννίνων, συμπαραστάθηκε στην θέληση του Πρωτοσύγκελου και μια ομάδας εθελοντών, για την ανακαίνιση της Μόνης.
Πέρασαν 72 χρόνια από τότε, που ιταλικά κατοχικά στρατεύματα διέπραξαν το μεγάλο έγκλημα στο Μοναστήρι .
Με συγκίνηση ο π. Θωμάς Ανδρέου, εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τα τραγικά γεγονότα του 1941. «Ήταν Απρίλιος, όταν Ιταλοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Μοναστήρι της Παναγίας της Περιβλέπτου… Αφού το κατέστρεψαν, δολοφόνησαν τους πατέρες της Μονής καθώς και κάποιους λαϊκούς, μεταξύ των οποίων 3 παιδιά».
Στον πρόναο, ο προσκυνητής, βλέπει ακόμη χαραγμένα πάνω στις αγιογραφίες- τοιχογραφίες, ημερομηνίες και ονόματα ιταλών στρατιωτών, «ως υπογραφή», του μαρτυρίου. Στο παρεκκλήσιο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου της Μονής, φυλάσσονται τα λείψανα των μοναχών. Συγκλονίζει η εικόνα των κρανίων τους, που φέρουν έντονο το σημάδι της χαριστικής βολής.
Η Ιερά Μονή Περιβλέπτου Παντάνασσας είναι γνωστή στην περιοχή, ως Μονή Στούπαινας, καθώς σύμφωνα με την παράδοση μία γυναίκα, με επίθετο Στούπη, την υποστήριξε σημαντικά με μεγάλες δωρεές.
Οι σωζόμενες επιγραφές, δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία του Μοναστηριού.
Επιγραφή σε λίθο, στη νότια πλευρά του καθολικού, αναφέρει πως χτίστηκε «εκ βαράθρων» το 1724, με δαπάνη του ιερομονάχου Γρηγορίου, ο οποίος είχε διατελέσει ήδη, ηγούμενος σε κάποια Μονή, αφού αναφέρεται ως «προηγούμενος».
Ο Αρχιμανδρίτης, αναφέρεται σε ιστορική έρευνα του ιερέα που είναι και αρχαιολόγος π. Γρηγόριου Μανόπουλου. Όπως λέει, πιθανόν μετά την ανέγερση του Ναού, φιλοτεχνήθηκε το τέμπλο, καθώς ο τρόπος κατασκευής του, παραπέμπει στις αρχές του 18ου αιώνα.
Το 1730, ξεκίνησε η αγιογράφηση του καθολικού από το νάρθηκα, όπου με έξοδα του ίδιου του ζωγράφου Νικολάου, φιλοτεχνήθηκε η παράσταση της Θεοτόκου, σε κόγχη επάνω από τη θύρα του κυρίως ναού.
Η τοιχογραφίες του καθολικού ολοκληρώθηκαν το 1734 και η σχετική επιγραφή επάνω από τη θύρα στο εσωτερικό του κυρίως ναού, μας πληροφορεί ότι τελικά τα έξοδα της ανέγερσης καταβλήθηκαν όχι μόνο από τον ιερομόναχο Γρηγόριο, αλλά και από τους μοναχούς και αδελφούς της Μονής Δανιήλ και Διονύσιο.
Επίσης, η επιγραφή μάς πληροφορεί ότι το 1734, ο Διονύσιος ήταν πλέον ηγούμενος και ότι πάλι μαζί με τους ίδιους αδελφούς Δανιήλ και Γρηγόριο, κατέβαλαν τα έξοδα για την τοιχογράφηση. Άλλοι γνωστοί αδελφοί της μονής υπήρξαν, ο ηγούμενος Αρσένιος, που φρόντισε για την ανέγερση του περιβόλου της μονής το 1780.
Ηγούμενος με το επώνυμο Ζάγκος, από το Μακρίνο Ζαγορίου, παρέλαβε μεγάλο χρηματικό ποσό για φύλαξη από συνεργάτη του Αλή Πασά το 1820, το οποίο όμως βρέθηκε ελαττωμένο, με αποτέλεσμα να εκδιωχτεί.
Ο ηγούμενος Στέφανος, το 1866 κατέγραψε τα κτήματα της Μονής που έφταναν τότε περίπου 907 στρέμματα, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν και κάποιες άλλες, μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Ο τελευταίος ηγούμενος της Μονής ήταν ο Παΐσιος, μετά τον θάνατο του το 1922 η μονή περιέπεσε σε παρακμή και λεηλασίες, με αποκορύφωμα την καταστροφή της τον Απρίλιο του 1941, από τις κατοχικές δυνάμεις.
Ολοκληρώνοντας την φιλοξενία στην Μονή ο π. Θωμάς Ανδρέου συμπληρώνει:
«Σήμερα, 300 χρόνια μετά την ανέγερση του, συνεχίζει να αποτελεί έναν πνευματικό φάρο για τις ψυχές των ανθρώπων που το επισκέπτονται. Εδώ θα συναντήσουν και την μοναχή Μαριάμ.
Η Ιερά Μονή είναι καθημερινά ανοικτή για τους προσκυνητές και τελείται Θεία λειτουργία, κάθε Τετάρτη απόγευμα ώρα 6 με 8 και κάθε Σάββατο πρωί, ώρα 8 με 10. Μέχρι και την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης του Καθολικού, οι ακολουθίες τελούνται στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου που βρίσκεται εντός της Μονής».
ΑΠΕ-ΜΠΕ