Ο Μέγας Αλέξανδρος , μετά από 2300 χρόνια …επέστρεψε στην Ινδία.
Όχι ως στρατηλάτης και κατακτητής αλλά ως γεφυροποιός του αρχαίου ελληνικού κόσμου και του βυζαντινού πνεύματος με τον Ινδικό πολιτισμό, ως ένας δεινός Έλληνας… διπλωμάτης που βγήκε από την Ιστορία για να δείξει τα κοινά και να ενισχύσει τις ελληνοϊνδικές σχέσεις. .
Η ψηφιακή έκθεση των θαυμάσιων μικρογραφιών του σπάνιου βυζαντινού χειρογράφου που φέρει τον τίτλο «Το Μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» στο πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru, ήταν αυτή που εντυπωσίασε την εβδομάδα που πέρασε, τους συμμετέχοντες -ειδικούς και μή- στο μεγάλο συνέδριο «The Greek World and India: History, Culture and Trade from the Hellenistic Period to Modern Times» που πραγματοποιήθηκε με την συμμετοχή 40 και πλέον μελετητών και από τις δύο χώρες στο Νέο Δελχί.
Το βυζαντινό χειρόγραφο του 14ου αιώνα, (φυλάσσεται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας) διηγείται και απεικονίζει με μοναδικό τρόπο την ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την διαδρομή του στην Ασία και το ταξίδι του στην Ινδία, πρόσωπα και λαούς που συναντά στο διάβα του. Στην ψηφιακή έκθεση στο Νέο Δελχί, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ινδία, σκηνές των μικρογραφιών του Μυθιστορήματος, με σημαίες παρόμοιες με το ινδικό τρίχρωμο και εικόνες του Μακεδόνα βασιλιά να διασχίζει τον Ινδό ποταμό.
Όπως επισήμανε μιλώντας σε ινδικά μέσα ενημέρωσης, η α΄ σύμβουλος στην πρεσβεία της Ελλάδας Ισμήνη Παναγοπούλου, «το χειρόγραφο δείχνει την εποχή που ο Μέγας Αλέξανδρος ενθάρρυνε την αλληλεπίδραση μεταξύ Ελλήνων και Ινδών με τη μορφή του γάμου των στρατιωτών του με Ινδές. Παρουσιάζει επίσης τον Αλέξανδρο από μια προοπτική μεγαλείου και εξωτισμού που είναι διαφορετική από την απεικόνισή του σε ινδικά κείμενα».
Στο πενθήμερο συνέδριο(12-16/12) παρουσιάστηκε πλήθος εργασιών και ευρήματα κοινής ιστορίας , πολιτισμού και λογοτεχνίας που συμπεριελάμβαναν εκτενείς αναφορές στους τομείς των τεχνών και των επιστημών, της αρχαιολογίας,του εμπορίου και της οικονομίας.
Παρ όλο που είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι επαφές μεταξύ του ελληνικού κόσμου και της Ινδίας αφορούν κυρίως την αρχαιότητα ξεκινώντας από τον Μέγα Αλέξανδρο ,οι εργασίες του συνεδρίου εστίασαν και σε άλλες περιόδους αλληλεπίδρασης- την βυζαντινή περίοδο ή τους πρώιμους σύγχρονους χρόνους- που αποδεικνύουν ότι η Ινδία παρέμεινε στον ορίζοντα των Ελλήνων ως πολιτιστικός και οικονομικός φάρος. Η έρευνα για αυτές τις επαφές βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες και στις δύο χώρες και για πρώτη φορά οι ακαδημαϊκοί συγκεντρώθηκαν σ έναν χώρο ,σε μια προσπάθεια να διευρυνθούν οι τομείς των σημερινών και μελλοντικών συνεργασιών.
Η μακρά ιστορία των επαφών που συνδέει τις δύο χώρες και χρονολογείται από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η ψηφιακή έκθεση του μοναδικού βυζαντινού χειρογράφου, οι εμπορικοί δεσμοί που αναπτύχθηκαν μέσω των θαλασσίων οδών και οδήγησαν στην δημιουργία ελληνικών κοινοτήτων στην Καλκούτα και στην Βεγγάλη, το έργο του μεγάλου Έλληνα ινδολόγου Δημήτρη Γαλανού, ο σπουδαίος Ινδός ποιητής Tagore, η ενίσχυση της έδρας ελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο JNU επισημάνθηκαν ιδιαίτερα στο βιντεοσκοπημένο μήνυμα του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, ο οποίος απευθυνόμενους στους συνέδρους υπογράμμισε:
«Η διερεύνηση (από τους επιστήμονες) αυτών των πτυχών της ιστορίας μας, από την ελληνιστική περίοδο έως την σύγχρονη εποχή , έχει στόχο την οικοδόμηση μιας σχέσης που φιλοδοξεί να γίνει στο μέλλον στρατηγική καθώς Ελλάδα και Ινδία έχουν κοινή θεώρηση των πραγμάτων».
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που έγιναν στο Νέο Δελχί, το πανεπιστήμιο Jharkhand Rai, Ranchi αναγόρευσε σε επίτιμο διδάκτορα του τον γγ Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας Γιάννη Χρυσουλάκη, σε αναγνώριση της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής του πορείας και της ενασχόλησης του με την εκπαίδευση, την έρευνα και την επιστήμη καθώς και για την προσφορά του στον πολιτισμό και την ενδυνάμωση των ελληνοϊνδικών σχέσεων.
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ελληνικής πρεσβείας στην Ινδία, σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας και το ΑΠΘ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ