Πριν από λίγες ημέρες, η Τουρκική κυβέρνηση, μαζί με την μεταβατική κυβέρνηση της Λιβύης, προχώρησαν στην υπογραφή συμφωνίας σχετικά με την αξιοποίηση της Λιβυκής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), από Τουρκικές εταιρείες. Με απώτερο στόχο την πραγματοποίηση ερευνών για την εύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου.
Η συνομολόγηση[1] και η υπογραφή αυτής της συμφωνίας, προκάλεσε τις έντονες και εύλογες αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, κατά κύριο λόγο, ακριβώς διότι η συμφωνία αυτή παραβιάζει τις αρχές της πολυμερούς συνεργασίας (απαραίτητη όταν μιλάμε για την εμπλοκή πολλών παράκτιων χωρών στη διαδικασία οριστικής χάραξης θαλασσίων ζωνών), τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (η κίνηση αυτή μπορεί να ιδωθεί και ως απάντηση στη συμφωνία μερικής οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης που υπέγραψαν προ δύο ετών, η Ελλάδα με την Αίγυπτο), έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό το γεγονός πως στερεί από την Κρήτη την επήρεια (effect) που αυτή δικαιούται λόγω μεγέθους.
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε πως ισχύει στο ακέραιο, δίχως να χρειάζεται την οποιαδήποτε αλλαγή, η διαπίστωση του διεθνολόγου Αλέξη Ηρακλείδη, για το πρώτο Τουρκολιβυκό μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών που υπογράφηκε τον Νοέμβριο του 2019.
Γράφει λοιπόν ο Ηρακλείδης: «Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, ότι η τουρκική ενέργεια με την επιστολή (σ.σ: στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών) και το Μνημόνιο με τη Λιβύη συνιστά παρανομία κατά το διεθνές δίκαιο της θάλασσας αλλά και πράξη μη φιλική προς την Ελλάδα, τα νόμιμα δικαιώματα της οποίας στη θαλάσσια αυτή περιοχή αγνοούνται τελείως, ενώ είναι ο νόμιμος δικαιούχος, με βάση τις προβολές των ακτών των νήσων Ρόδου, Καρπάθου, Κάσου και βέβαια της Κρήτης, του τέταρτου μεγαλύτερου νησιού της Μεσογείου».[2]
Καθιστούμε αυτή την διαπίστωση ως βάση ανάλυσης, προκειμένου να μπορέσει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης να ξεδιαλύνει τον μίτο των συμφωνιών και των οριοθετήσεων, καθότι, τέτοια θέματα, είναι εν τοις πράγμασι σύνθετα.
Η Τουρκική κυβέρνηση, από την στιγμή όπου έγινε κατανοητό πως είναι δύσκολο, τουλάχιστον άμεσα, να πραγματοποιηθούν οι εκλογές, εργάσθηκε μεθοδικά και συστηματικά εντός Λιβύης, ενισχύοντας τις ήδη υπαρκτές πολιτικές της συμμαχίες και αποκτώντας και καινούργιες,[3] έθεσε εμπόδια στις προσπάθειες της ελληνικής διπλωματίας να αποκτήσει τα δικά της ερείσματα (οι προσπάθειες αυτές πύκνωσαν από το καλοκαίρι του 2021 και έπειτα), εντός της χώρας, κινήθηκε ευέλικτα αξιοποιώντας τις υπαρκτές διαφορές των δύο Λιβυκών πόλων εξουσίας (κυβέρνηση ‘Εθνικής Ενότητας’ και κοινοβούλιο της Ανατολικής Λιβύης), προσφέροντας, την κατάλληλη στιγμή, σειρά κινήτρων[4] στην Λιβυκή, μεταβατική κυβέρνηση, προκειμένου η τελευταία να δεχθεί να υπογράψει μία νέα συμφωνία εκμετάλλευσης των θαλασσίων ζωνών.
Και το βασικότερο κίνητρο, ή αλλιώς, δέλεαρ που της προσφέρθηκε, ήταν η εις βάρος της Ελλάδας επέκταση της προβολής των Λιβυκών ακτών, οι οποίες, δεν εφάπτονται απλά με τα δυνητικά όρια της Τουρκικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αλλά, πλέον, συν-αποτελούν (ή θέλουν να συν-αποτελέσουν) μαζί με αυτά τα δυνητικά όρια της Τουρκικής ΑΟΖ, έναν τύποις ενιαίο θαλάσσιο χώρο.
Καθίσταται φανερό από όλα εκθέσαμε παραπάνω, πως η Τουρκία και οι αρμόδιες Λιβυκές αρχές, δεν επέδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην ελληνική διπλωματική εκστρατεία ακύρωσης του μνημονίου οριοθέτησης (η υπογραφή της πρόσφατης συμφωνίας, αντανακλά και την αρνητική εξέλιξη των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας τους τελευταίους μήνες), έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε προ διετίας-τριετίας.
Πλέον, ζητούμενα, για την ελληνική πλευρά, είναι η εκκίνηση μίας συστηματικής διπλωματικής εκστρατείας πρωτίστως στο επίπεδο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, εκεί όπου η διεκδίκηση μίας θέση μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορεί να συνοδευθεί από την υπενθύμιση ενώπιον των υπολοίπων μελών, του παράνομου (αδικοπραξία) χαρακτήρα αυτής της συμφωνίας, η τεκμηριωμένη και ψύχραιμη ενημέρωση όλων των παράκτιων χωρών, μηδέ της Ιταλίας εξαιρουμένης,[5] και ακόμη, και της Μάλτας.
Και επίσης, η δίχως φόβο και κοινότοπες αναφορές, κάλεσμα στην Τουρκία για την μέσω διαπραγματεύσεων οριστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Ίσως όμως, αυτό που μπορεί να κάνει η ελληνική διπλωματία, ως προς την νέα Τουρκολιβυκή συμφωνία και την ακύρωση της, είναι το εξής: Ενδελεχής αξιολόγηση όλων των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών που συντελούνται στη Λιβύη, επαναχάραξη της στρατηγικής από το μηδέν (στην Ελλάδα έχει κοστίσει η διπλωματική της απουσία χρόνων από τη Λιβύη και αυτή η απουσία δεν καλύπτεται σε σύντομο χρονικό διάστημα), στρατηγικής εστιασμένης σε πρόσωπα που είναι αυτά που διαδραματίζουν τον πλέον σημαντικό ρόλο στη Λιβυκή πολιτική σκηνή, και, επιμονή στο στόχο της πραγματοποίησης των εκλογών.
Διότι, ίσως μόνο με μία εκλεγμένη κυβέρνηση[6] που θα είναι ‘προϊόν’ λαϊκής βούλησης και θα απολαμβάνει σημαντική νομιμοποίηση εντός και εκτός χώρας, μπορεί να συζητηθεί σοβαρά και με αρκετές πιθανότητες επιτυχίας, η ακύρωση της νέας Τουρκολιβυκής συμφωνίας, και ακόμη, για να πάμε πιο πίσω, του Τουρκολιβυκού μνημονίου οριοθέτησης.