Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης – Η δίγλωσσος, Ανάλεκτο 2021 – Του Σίμου Ανδρονίδη
Ηλίας Τσέχος
Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης – Η δίγλωσσος, Ανάλεκτο 2021
Του Σίμου Ανδρονίδη
-Διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού λόγου
«Ω Διονύσιε Ιερομόναχε, τα μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν» -(Διονύσιος Σολωμός, ‘Η Γυναίκα της Ζάκυθος’).
Κατ’ αρχάς, προτού ξεκινήσω την ανάλυση μου, θέλω να ευχαριστήσω εγκαρδίως τον αγαπητό μου φίλο, ποιητή Ηλία Τσέχο, για την ευγενική πρόσκληση που μου απηύθυνε, προκειμένου να συμμετάσχω στην υπέροχη εκδήλωση, 31/5/2022, στο Κτήμα Κυρ Γιάννη – Μπουτάρη, αφιερωμένη στην εν ευρεία εννοία Ποντιακή κουλτούρα.
Σε μία τέτοια ιδιαίτερη συγκυρία και με την πανδημική κρίση να έχει προηγηθεί, ανατρέποντας προγραμματισμούς, ανατρέποντας την οργάνωση τής καθημερινής ζωής, είναι σημαντικό να μπορούμε πάλι να αλληλεπιδρούμε ανταλλάσσοντας εμπειρίες, μνήμες και λέξεις. Δίχως απαραίτητα να θέτουμε ως διακύβευμα την ανασύσταση μίας εποχής, αλλά, το με ποιους όρους μπορούμε να μεταπλάσουμε το βίωμα σε δημιουργία.
Όταν έλαβα, «τιμής ένεκεν» τον πρώτο τόμο της ανθολογίας Ποντιακής ποίησης ‘‘H δίγλωσσος’’, αισθάνθηκα χαρούμενος, διότι, πρώτα απ’ όλα, θα ερχόμουν σε άμεση αναγνωστική επαφή με ένα ποιητικό ύφος το οποίο μου είναι οικείο, αναγνωρίσιμο εδώ και αρκετά χρόνια (η φιλία μου με τον Ηλία ήδη κλείνει μία οκταετία), ακόμη και αν αυτή η ανθολογία, ή αλλιώς η συλλογή, μπορεί να διέφερε αισθητά από τις προηγούμενες του Ηλία. Και όμως, κατ’ εμέ, εδώ βρίσκεται το θεωρητικό κλειδί προκειμένου να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε πληρέστερα και βαθύτερα, την ανθολογία Ποντιακής ποίησης. Υπό αυτό το πρίσμα, σπεύδω να σημειώσω πως δείγματα ενός ποιητικού λόγου γραμμένου στα Ποντιακά, ο Ηλίας μας έχει δώσει και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, και της προηγούμενης δεκαετίας.
Αυτή η θεωρητικού τύπου παρατήρηση αρκεί ώστε να εντάξουμε αυτά τα ποιήματα μέσα στο ευρύτερο ποιητικό περιβάλλον το οποίο έχει συγκροτήσει ο ποιητής, ή αλλιώς, διαφορετικά ειπωμένο, μέσα στην ποιητική γενεαλογία του, εντός της οποίας ιδιαίτερη θέση πλέον και με αυξανόμενη ένταση, καταλαμβάνει ο Πόντος και η ιστορική μνήμη που σχετίζεται με τον Πόντο ως ‘τόπο’ που ωθεί, τμηματικά ή εν συνόλω, στην ποιητική δημιουργία. ‘Η δίγλωσσος λοιπόν.’
Από τον τίτλο ακόμη της ανθολογίας, αποκαλύπτονται προθέσεις και στοχεύσεις, μέσω των οποίων ως πρωταρχικό διακύβευμα καθίσταται η γλωσσική μεταφορά του έμμετρου ποιητικού λόγου που εν προκειμένω είναι γραμμένος στην Ποντιακή γλώσσα, στην Νέα Ελληνική. Θα μου επιτρέψετε σε αυτό το σημείο μία θεωρητική αποσαφήνιση την οποία και θεωρώ χρήσιμη, διότι μπορεί να μας βοηθήσει στο να αποκτήσουμε μία πληρέστερη εικόνα αυτού του εν τοις πράγμασι σύνθετου εγχειρήματος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιλέγουμε στρατηγικά τον όρο ‘γλωσσική μεταφορά’ από την Ποντιακή στη Νέα Ελληνική, προκειμένου να δείξουμε πως η ‘δίγλωσσος’ απευθύνεται στρατηγικά στο, κατά την ανάλυση του Βασίλη Αργύρη, «υπαρκτό κοινό» (1), σε ένα κοινό δηλαδή Ποντίων, παλαιότερων και νεότερων γενεών, που ομιλεί με ευχέρεια την Ποντιακή (2) και επίσης, όταν μιλάμε για άτομα νεότερων ηλικιών και βιωμάτων, μπορεί, αν όχι να μιλά επαρκώς τη γλώσσα, τουλάχιστον να κατανοεί το περιεχόμενο της με επάρκεια.
Ο στόχος εδώ του Ηλία Τσέχου και των συντελεστών (θα ήταν παράλειψη έως σφάλμα το να μην τονισθεί η πολύτιμη θεωρητικά-γλωσσολογικά, συμβολή της Γιώτας Ιωακειμίδου και όλων όσοι συνέβαλαν στο να προσλάβει συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο, το εγχείρημα αυτό), είναι το να λάβει χώρα η διαδικασία της δια-γενεακής σκυταλοδρομίας, το να αναπαραχθεί δηλαδή και όχι να κατασκευασθεί εκ νέου, μέσω της γλώσσας και δη της ποιητικής γλώσσας, με την έμφαση να δίνεται και στο πρωτότυπο κείμενο ‘’ως έχει’’ η Ποντιακή μεταξύ των Ποντίων διαφορετικών ηλικιών και ιδίως των νεότερων, οι οποίοι αποκτούν έτσι τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή και να αλληλοεπιδράσουν γόνιμα, με την μητρική γλώσσα των προγόνων τους. Εξέλιξη η οποία αναδεικνύει με ευδιάκριτο τρόπο, το πώς η γλώσσα, η επένδυση στη γλώσσα και η χρήση της γλώσσας, διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο σε κοινότητες όπως η Ποντιακή, και για τον ταυτοτικό αυτο-προσδιορισμό και για την αναπαραγωγή της μνήμης, και για τη συγκρότηση της, εν ευρεία εννοία Ποντιακής κουλτούρας, και για την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των Ποντίων.
Όμως, θεωρώ πως θα περιορίζαμε αισθητά τον αντίκτυπο του έργου, εάν μέναμε μόνο σε αυτό το σημαντικό σημείο. Και αυτό γιατί, προκύπτει άλλο ένα ενδιαφέρον θεωρητικά σημείο.
Θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο ‘’μετάφραση’’ για να περιγράψουμε τα εργαλεία που μετέρχεται ο ενεργός δρων, δηλαδή ο ποιητής, για να καταστήσει ευρύτερα γνωστό σε ένα ευρύτερο και κατά βάση ελληνόφωνο γλωσσικό ακροατήριο, που δεν έχει τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στην Ποντιακή, τον θεματικό και σημασιολογικό πλούτο του Ποντιακού, ποιητικού λόγου. Και το ενδιαφέρον έγκειται πως δυνατότητα πρόσβασης, ήτοι εκ νέου προσέγγισης των ποιημάτων, μεταφερμένων και γραμμένων στη Νέα Ελληνική, διαθέτουν και οι Πόντιοι ως καθαυτό ελληνόφωνοι, σε ένα σημείο όπου τα όρια συγχέονται και ρευστοποιούνται όσο χρειάζεται, με αποτέλεσμα η ανθολογία να εκπέμπει οικειότητα και αμεσότητα.
Ο Ηλίας Τσέχος ως ο ενεργός δρων, δεν δημιουργεί εδώ ο ίδιος, πρωτογενώς, ποιητικό λόγο, δεν δημιουργεί δηλαδή ποίηση, αλλά, περισσότερο λειτουργεί ως ο απαραίτητος ενδιάμεσος (3) που καλείται εκ των συνθηκών, να μετα-γράψει, να μετα-φράσει, να απο-δώσει τον Ποντιακό ποιητικό λόγο, με τρόπο όμως ώστε αυτός και να μην απωλέσει τα νοήματα του και να μην αποκοπεί από τα ιστορικά και κοινωνιο-γλωσσολογικά του συμφραζόμενα.
Και στηριζόμενος στην ποιητική του ιδιότητα και κατάρτιση (4), πετυχαίνει να φέρει εις πέρας την μεταφραστική του εργασία, μετερχόμενος μεταφραστικών εργαλείων, όπως είναι η «αναπαραγωγή της εκάστοτε εικόνας του πρωτογενούς κειμένου στο δευτερογενές κείμενο», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Newmark, κάτι που πράττει με υψηλό βαθμό «πιστότητας» (το ποίημα ‘Τη Χάραινα Αντάμωσα’ το οποίο φέρει συνδηλώσεις δημοτικού τραγουδιού, είναι χαρακτηριστικό αυτής της λειτουργίας της μεταφοράς της εικόνας, του περιβάλλοντος του ποιητικού κειμένου). Όπως είναι η χρήση του μεταφραστικού εργαλείου της ‘substitutio,’ εκεί όπου η «μετάφραση έχει το ίδιο νόημα αλλά διαφορετική δομή» (5), σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Χατζηθεοδώρου, κάτι που σημαίνει πως όπου απαιτείται, προς διευκόλυνση και της μεταφραστικής εργασίας και του ακροατηρίου, επιλέγονται όροι που διαφέρουν αλλά δεν χάνουν στην ποιητικότητα και στο νόημα.
Για παράδειγμα, το ‘Την Χάραιναν επέντεσα ’ (6) αποδίδεται ως ‘Την Χάραινα αντάμωσα,’ με την γλωσσική αντικατάσταση να μην λειτουργεί καταχρηστικά εις βάρους του πρωτότυπου, αλλά να αρκεί για να βοηθήσει να γίνει αντιληπτή η «εκφραστική δύναμη» (Χατζηθεοδώρου), του ‘επέντεσα.’
Επίσης, αξιοποιεί το γεγονός πως είναι φυσικός ομιλητής της Ποντιακής (ο ποιητής έχει επίγνωση της συνθετότητας του εγχειρήματος) κάτι που του επιτρέπει να μεταβαίνει με άνεση και με αυτοπεποίθηση από το ένα γλωσσικό περιβάλλον στο άλλο, εναλλάσσοντας την προφορικότητα, εκεί όπου τα διάφορα Ποντιακά δίστιχα μπορούν να χρησιμοποιούνται στο σπίτι, με την μουσικότητα, που μπορεί να τονισθεί δίχως τη χρήση μουσικού εργαλείου. Η ‘δίγλωσσος’ (7) προέρχεται από δίγλωσσο. Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω λειτουργιών το κρατάμε στα χέρια μας. Και είναι μία ποιητική ανθολογία ποικίλου θεματικού εύρους που εισάγει τον αναγνώστη σε στιγμές της καθημερινής ζωής των Ποντίων, σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα όπως είναι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου η πίκρα για τον αρνητικό αντίκτυπο του συμβάντος συνυπάρχει με την προσδοκία του ‘Η Ρωμανία αν χάθηκε, ανθεί και φέρει κι άλλα,’ στίχος που νοηματικά συγκλίνει με το ‘‘Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα είναι.’’
Επίσης, δεν λείπουν ποιήματα (8 ) που αναφέρονται στην ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων, στην επίδραση του φαινομένου της μετανάστευσης στην εξέλιξη της Ποντιακής κοινότητας, στο πως προσλαμβάνεται ιστορικά η εικόνα του Τούρκου, ανάλογα με τις συνθήκες.
Το έργο (9) καθίσταται έργο συμβολή στην περαιτέρω μελέτη και έρευνα επί του Ποντιακού ελληνισμού και της ταυτότητας του, εν συνόλω μάλιστα.
Θερμά συγχαρητήρια για την πραγμάτωση μίας επίπονης εργασίας. Για τον χρόνο που αφιέρωσε ο ποιητής, ώστε να φέρει στο προσκήνιο τον ζωντανό και ομιλούμενο Ποντιακό λόγο. Για το ότι δεν δίστασε να εκτεθεί στην πολυσημία του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Βλέπε σχετικά, Αργύρης, Βασίλης., ‘‘Το γλωσσικό παιχνίδι ως ψηφιακή διεπίδραση: ελληνόφωνα και αγγλόφωνα παιχνίδια στο Διαδίκτυο,’’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2018, Διαθέσιμη στο: www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/43549
(2) Εδώ αναφερόμαστε και σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που μπορούν να χρησιμοποιούν την Ποντιακή, στην προφορική της μορφή, ακόμη και καθημερινά. Μπορούμε να εισαγάγουμε και μία τρίτη κατηγορία Ποντίων, οι οποίοι δεν έχουν γνώση της Ποντιακής (αν και το μόνο το άκουσμα της μπορεί να παραγάγει συναισθήματα). Για αυτή την κατηγορία την οποία δεν θα σπεύσουμε εκ των προτέρων να περιορίσουμε ηλικιακά, η ποιητική ανθολογία μπορεί να αποτελέσει το διαβατήριο εισόδου σε έναν γλωσσικό κόσμο οικείο (χρήση της Ποντιακής ως γλώσσας επικοινωνίας εντός της οικογένειας, μεταξύ μελών παλαιότερων γενεών), αλλά εν πολλοίς άγνωστο.
(3) Το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο Ηλίας Τσέχος φέρει σε επαφή δύο γλωσσικά περιβάλλοντα που δεν αποκλίνουν με στεγανά μεταξύ τους, παρέχοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα της της παράλληλης ανάγνωσης και όχι της σύγκρισης, ακριβώς διότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί στόχο του ποιητή-μεταφραστή. Μία τέτοια σύγκριση μάλιστα, θα ήταν άγονη και αντιπαραγωγική. Αποφεύγοντας αυτή την παγίδα, ο ποιητής-μεταφραστής εφαρμόζει μία γλωσσική ή ορθότερα, γλωσσολογική στρατηγική ανάδειξης της γραπτής μορφής της Ποντιακής (μορφής που υστερεί έναντι της προφορικής), ανεξαρτήτως ακροατηρίου, θέτοντας στο επίκεντρο το εξής ερώτημα: Το πώς δηλαδή μπορούν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς την πίεση που υφίστανται γλώσσες ή διάλεκτοι από την επίδραση της κοινής νεοελληνικής, η οποία διαθέτει το πλεονέκτημα της χρηστικότητας της, εν αντιθέσει με γλώσσες ή διαλέκτους όπως η Ποντιακή ή και η Κρητική, τις οποίες και θα αποκαλέσουμε ως ‘‘γλωσσικά συστήματα μνήμης.’’ Προφανώς και το ζήτημα εδώ δεν είναι η αντικατάσταση της της νέας ελληνικής γλώσσας. Κάτι τέτοιο εκτός από ανέφικτο, θα ήταν και εξόχως λανθασμένο. Αλλά, το πώς μπορούν να συνυπάρξουν αυτές οι γλώσσες (αφήνουμε στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη το εάν θα επιλέξει τον όρο ‘γλώσσα’ ή ‘διάλεκτος’), ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, με την κυρίαρχη νέα ελληνική η οποία εδώ και πολλά χρόνια είναι κυριολεκτικά μητρική γλώσσα όλων, Ποντίων και μη. Η ‘‘Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης. Η δίγλωσσός,’ είναι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
(4) Ας μην υποτιμούμε αυτή την παράμετρο, ακριβώς λόγω του ότι ο ποιητής μεταχειρίζεται κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά την έννοια της μεταφοράς στην οποία και έχει ασκηθεί για χρόνια, δημιουργώντας ποίηση κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
(5) Βλέπε σχετικά, Χατζηθεοδώρου, Κωνσταντίνος., ‘’Αυτόματη μετάφραση μεταφορών και ιδιωματισμών από τα ιταλικά στα ελληνικά,’’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Διαθέσιμη στο: www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/47250
(6) Ο ποιητής-μεταφραστής (ο ποιητής-μεταφραστής μπορεί και ακούει τις γλωσσικές μεταφορές) ο οποίος εκτίθεται στην ανοιχτότητα και στους ‘‘κυματισμούς’’ της γλώσσας, παίζει και δεν εμπαίζει, με τους φυσικούς ήχους της Ποντιακής και της Ελληνικής, ακούγοντας κάθε φορά (η λειτουργία του ποιητικού λόγου αρθρώνεται σε τρία επίπεδα: Στο ακουστικό, στο οπτικό και στο νοητικό) και αναγνωρίζοντας αυτό που επισημαίνει ο Στέφανος Ροζάνης, για τη ‘‘Γυναίκα της Ζάκυθος’’ , του κόντε Διονύσιου Σολωμού: «Οι ήχοι είναι του ποιήματος το σώμα». Μέσω της γλώσσας και των γλωσσικών μετατοπίσεων, διαπραγματεύεται τη δική του ταυτότητα. Αναφέρεται στο: Βούλγαρης, Κώστας., ‘‘Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης,’’ Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2022, σελ. 17.
(7) Το μεταφραστικό εγχείρημα του Ηλία Τσέχου διέπεται από μία ιδιαίτερη «μεταφραστική διαφάνεια», για να δανεισθούμε μία έκφραση του Jean Rene Ladmiral. Δηλαδή, είναι διαρκώς προσβάσιμο στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη (ο μεταφραστής δεν αποκρύπτει τίποτε, κάνοντας γνωστούς από την εισαγωγή ακόμη, τους στόχους της μεταφραστικής του προσπάθειας) στον οποίο εναπόκειται η ερμηνεία των ποιημάτων, μεταφρασμένων και μη. Ίσως ο στόχος του Ηλία Τσέχου να μην έγκειται στο να οδηγήσει τον αναγνώστη «με σεμνή μεγαλοπρέπεια στην πολυτέλεια του λυκόφωτος», όπως έγραφε ο John Keats, όσο να τον βοηθήσει να αντιληφθεί πληρέστερα τις συγγένειες του Ποντιακού με τον έμμετρο νεοελληνικό ποιητικό λόγο, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, την ταυτοτική συγγένεια της Νέας Ελληνικής με την Ποντιακή. Βλέπε σχετικά, Keats, John., ‘Letters of John Keats,’ Oxford of University Press, 1970. Δείγμα μίας ποιητικής μετάφρασης που δεν έχει σκοπό να δυσκολέψει τον αναγνώστη, όσο να του προσφέρει την υπόγεια χαρά και ικανοποίηση να επιχειρήσει να ‘‘δαμάσει’’ ο ίδιος το ποιητικό υλικό, είναι αυτή του συγγραφέα και ποιητή Χάρη Βλαβιανού, ο οποίος μεταφράζει την ποιητική συλλογή ‘’Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο,’’ του σημαντικού Αμερικανού ποιητή John Ashbery. Βλέπε σχετικά, Ashbery, John., ‘’Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο,’’ Μετάφραση: Βλαβιανός Χάρης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1999.
(8 ) Κάποια από τα ποιήματα της ανθολογίας, διαπερνώνται από ένα ‘‘κύμα’’ νοσταλγίας για την πατρογονική γη. Την απολεσθείσα πατρική γη.
(9) Τα Ποντιακά δίστιχα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής ανάλυσης, και ως προς την
μορφή και ως προς το θεματικό τους περιεχόμενο.