Ήταν μετά την Μικρασιατική καταστροφή, όταν μια ομάδα δεκαπέντε οικογενειών από τα Σούρμενα του Πόντου εγκαταστάθηκε στα Σούρμενα της Αττικής, όπου άρχισε να ξαναφτιάχνει τη ζωή της.
Η διευρυμένη οικογένεια άρχισε να συγκατοικεί είτε σε διαφορετικούς ορόφους στο ίδιο κτίσμα, είτε σε γειτονικά κτίσματα, γεγονός που βοήθησε να διατηρηθεί η συνοχή της ομάδας. Ανάμεσά στα μέλη της οικογένειας, η παρουσία της γιαγιάς διαδραμάτιζε, από γενιά σε γενιά, σημαντικό ρόλο.
«Το σπίτι της γιαγιάς και ιδιαίτερα ο χώρος της κουζίνας συνδέεται με τον ρόλο της παρασκευής του φαγητού. Είναι αρκετά συνηθισμένο να μαγειρεύει η γιαγιά για τα παιδιά και τα εγγόνια της διαφορετικό φαγητό από το δικό της. Η παρουσία αυτή της γιαγιάς στο τραπέζι και η διαφορετικότητα του φαγητού της δίνει την αφορμή να εξιστορήσει ιστορίες που συνδέονται με τον τόπο καταγωγής και τα οικογενειακά της βιώματα.
Κατά συνέπεια, οι διαφορές στην ποιότητα του φαγητού είναι δείκτης κατάταξης και ιεράρχησης των συμβάντων και των προσώπων», τόνισε η Κυριακή Χρυσού – Καρατζά, κύρια ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας στην Ακαδημία Αθηνών, παρουσιάζοντας ερευνητικά στοιχεία για τις διατροφικές συνήθειες και την εθνοτοπική ταυτότητα των Ποντίων στα Σούρμενα, στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τη Μικρασιατική Καταστροφή, με θέμα «Η επόμενη μέρα από την Καταστροφή».
Σύμφωνα με την κ. Χρυσού – Καρατζά, η παρουσία της γιαγιάς αποτελεί πηγή έκφρασης και διαμόρφωσης της οικογενειακής μνήμης και ιστορίας και -μέσω αυτής και του φαγητού που ετοιμάζει και προσφέρει- «η ανάμνηση των τροφών εγγράφεται στις ενσωματωμένες μνήμες και αναπαράγεται στο χρόνο». Άλλωστε, όπως εκτίμησε, «ο πολιτισμός και η ιστορία μαγειρεύονται και προετοιμάζονται με τρόπους ανάλογους με ένα σωστό γεύμα».
Μουσική, γλώσσα, φαγητό, γλέντι και χοροί
Ένα βήμα παραπέρα, η ποντιακή ταυτότητα, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, στηριζόμενη σε ισχυρές εθνολογικές καταβολές ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται η μουσική παράδοση, η γλώσσα, το φαγητό, το ποντιακό γλέντι και οι ποντιακοί χοροί. Σε αυτό το πνεύμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Κυριακάτικα τραπέζια ή τα τραπέζια στις μεγάλες γιορτές όπου μαζεύεται όλη η οικογένεια. «Η επιβίωση των ορίων της συγκεκριμένης ομάδας γίνεται εφικτή μέσω της αποτίμησης καθημερινών πρακτικών με έντονο συμβολικό χαρακτήρα όπως η καθημερινή μαγειρική και ιδιαίτερα η τελετουργική μαγειρική που συνδέεται με εορτασμούς και παραδόσεις. Με άλλα λόγια, οι κοινότητες της διασποράς συχνά διατηρούν την αίσθηση της ταυτότητας και της ιστορίας μέσω της κατανάλωσης τροφής» σχολίασε χαρακτηριστικά.
Μπορς, ντολμάδες, πίτες και πιροσκί
Για τις γυναίκες τρίτης και τέταρτης γενιάς διευκρίνισε ότι «μαγειρεύουν μόνες τους και συνηθίζουν φαγητά που η προετοιμασία τους είναι γρήγορη και εύκολη. Κατά συνέπεια δεν φτιάχνουν φαγητά του τόπου τους και μόνο αν η γιαγιά ή η θεία μαγειρέψει μπορς, ντολμάδες, πίτες και πιροσκί, τότε θα φάνε όλοι».
«Η τροφή, το φαγητό και εν γένει η διατροφή ως συλλογικές και συμβολικές πρακτικές γίνονται σημαντικές δίοδοι έκφρασης, διαχείρισης και μεταβίβασης της εθνοτικής και εθνοτοπικής ταυτότητας, που ενδυναμώνουν την οικογένεια και συγκροτούν την κοινότητα» είπε και πρόσθεσε ότι οι Πόντιοι πρόσφυγες στα Σούρμενα της Αττικής, μέσα από τη μνήμη της «εκεί» καθημερινότητας τους, κατασκεύασαν την «εδώ» πραγματικότητά τους.
Ειδικά, μέσω των φαγητών που φτιάχνουν σε καθημερινή βάση και σε τελετουργίες του θρησκευτικού εορτολογίου, οι διατροφικές συνήθειες αποτέλεσαν και αποτελούν το όχημα αναπαραγωγής της ποντιακής ή ευρύτερα της προσφυγικής, όπως και κάθε άλλης ταυτότητας ως αυθόρμητη, ενστικτώδης πρακτική αλλά και ως ενσυνείδητη στρατηγική μέσα από πλαίσια, κοινωνικά και συμβολικά.
ΑΠΕ-ΜΠΕ