Για ένα δύσκολο φθινόπωρο προετοιμάζονται τα ελληνικά νοικοκυριά. Οι καταναλωτές υπό τον φόβο της επιδείνωσης της ενεργειακής κρίσης αλλά και ενός νέου κύματος ανατιμήσεων σε είδη ευρείας κατανάλωσης, αναζητούν τρόπους για να περιορίσουν, στο μέτρο του εφικτού, τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και της ακρίβειας στην καθημερινότητα τους.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής του Τμήματος Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών, «οι μεγάλες ανατιμήσεις στα περισσότερα αγαθά και οι αδιανόητες τιμές της ενέργειας χαμηλώνουν το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών».
Οι προσεχείς χειμερινοί μήνες, σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, θα είναι ακόμα πιο δύσκολοι καθώς ο οικογενειακός προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί από την αναμενόμενη επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης και τον επίμονο πληθωρισμό στα είδη ευρείας κατανάλωσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι καταναλωτές αναζητούν τρόπους για να περιορίσουν, στο μέτρο του εφικτού, τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και των ανατιμήσεων στην καθημερινότητα τους.
«Είναι ευνόητο ότι δεν υπάρχει κάποιος μαγικός τρόπος για να εξουδετερώσουμε τις συνέπειες του πληθωρισμού. Μπορούμε όμως με αλλαγές στην αγοραστική συμπεριφορά μας να μετριάσουμε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και να συγκρατήσουμε κατά το δυνατόν την μείωση του βιοτικού επιπέδου, η οποία είναι αναπόφευκτη όταν αυξάνονται οι τιμές και δεν αναπροσαρμόζεται το εισόδημα» τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο κ. Μπάλτας.
Πως μπορούν όμως οι καταναλωτές να μετριάσουν την επίπτωση των πληθωριστικών πιέσεων και της ακρίβειας στη ζωή τους; Ο καθηγητής Γεώργιος Μπάλτας παραθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ έναν οδηγό με μερικούς πρακτικούς και αποτελεσματικούς τρόπους:
- Συγκρίνουμε τις τιμές των εναλλακτικών επιλογών που υπάρχουν στην ίδια κατηγορία προϊόντων. Επισημαίνεται ότι οι τιμές ανταγωνιστικών προϊόντων που ανήκουν στην ίδια ακριβώς κατηγορία μπορεί να διαφέρουν περισσότερο από το ύψος του ετήσιου πληθωρισμού. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παρατηρούμε ότι οι τιμές ανταγωνιστικών μαρκών του ίδιου αγαθού να διαφέρουν 10-20% ή ακόμα περισσότερο. Επιπλέον, οι προμηθευτές των τυποποιημένων καταναλωτικών προϊόντων δεν έχουν προβεί σε ίσες ανατιμήσεις και ορισμένοι έχουν προσπαθήσει πολύ περισσότερο να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων τους.
- Συγκρίνουμε τις τιμές διαφορετικών καταστημάτων. Συχνά βλέπουμε αισθητά διαφορετικές τιμές για το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο προϊόν σε διαφορετικά σημεία πώλησης. Οι διαφορές στις τιμές φτάνουν διψήφια ποσοστά ακόμα και μεταξύ σημείων λιανικής πώλησης που βρίσκονται στην ίδια περιοχή και είναι εξίσου προσπελάσιμα από την τοπική πελατεία. Επιπρόσθετα, οι λιανέμποροι δεν έχουν μετακυλήσει τις ανατιμήσεις των προμηθευτών στις λιανικές τιμές με τον ίδιο τρόπο και ορισμένοι έχουν απορροφήσει μέρος των αυξήσεων στις τιμές χονδρικής.
- Αναζητούμε χαμηλότερες τιμές στο διαδίκτυο, όπου ορισμένα αγαθά πωλούνται αρκετά φθηνότερα και κυρίως η σύγκριση των τιμών γίνεται πιο εύκολα, πιο γρήγορα και πιο οργανωμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, η αναζήτηση καλύτερης τιμής μέσω διαδικτύου οδηγεί σε διψήφιο ποσοστό εξοικονόμησης για τον καταναλωτή.
- Προγραμματίζουμε τις αγορές μας. Όταν οι καταναλωτές συντάσσουν μία λίστα των προϊόντων που χρειάζονται αποφεύγουν τις παρορμητικές, μη προγραμματισμένες αγορές επιτυγχάνοντας σημαντική εξοικονόμηση χρήματος. Όμως δεν αρκεί να θυμόμαστε τι θέλουμε να προμηθευτούμε. Αυτό που μετράει είναι η σύνταξη και ύπαρξη της λίστας που οριοθετεί τις επικείμενες αγορές και προγραμματίζει τη δαπάνη. Η λίστα αγορών μπορεί να είναι γραπτή ή ψηφιακή. Η εξοικονόμηση που επιτυγχάνει η συστηματική χρήση λίστας αγορών μπορεί να ανέλθει σε 25%-30% της μηνιαίας οικογενειακής δαπάνης σε κλάδους όπως τα τρόφιμα και τα είδη σούπερ μάρκετ.
- Αλλάζουμε συνήθειες και δοκιμάζουμε νέες μάρκες ή παραλλαγές του προϊόντος που μάς ενδιαφέρει, εφόσον προσφέρονται σε ανταγωνιστικότερες τιμές και ικανοποιούν τις απαιτήσεις μας. Η εμμονή σε παλαιότερες επιλογές μπορεί να στερεί τη δυνατότητα μείωσης της δαπάνης σε μία σειρά κατηγοριών προϊόντων που έχουν ανατιμηθεί αισθητά. Το ίδιο μπορεί να γίνει αναζητώντας νέες και περισσότερο συμφέρουσες επιλογές σε υπηρεσίες.
- Ελέγχουμε το τελικό κόστος ανά μονάδα βάρους, όγκου ή τεμάχιο του προϊόντος. Αυτή η πληροφορία αναγράφεται στην πινακίδα τιμής κάθε προϊόντος και είναι σημαντικό κριτήριο για προϊόντα που αγοράζουμε για να καλύψουμε σταθερές και διαρκείς καταναλωτικές ανάγκες, όπως πχ τα απορρυπαντικά. Το κριτήριο αυτό έχει προφανώς μικρότερη σημασία για προϊόντα που ικανοποιούν μία στιγμιαία επιθυμία ή περιστασιακή ανάγκη, όπως ένα παγωτό, υπό την έννοια ότι δεν αγοράζουμε μία μεγαλύτερη ποσότητα για σταδιακή χρήση.
- Εξετάζουμε τις επαναλαμβανόμενες χρεώσεις που δημιουργούν συνδρομητικές υπηρεσίες κάθε μορφής. Συχνά αυτές οι χρεώσεις γίνονται αυτόματα κάθε μήνα και ενδεχομένως δεν συγκεντρώνουν την προσοχή μας. Ακύρωση συνδρομών που δεν χρειαζόμαστε ή δεν μπορούμε πλέον να πληρώνουμε μπορεί να δώσει μία αξιόλογη μείωση των μηνιαίων εξόδων.
- Αναβάλλουμε μη αναγκαίες αγορές ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που συνεπάγονται μεγάλη δαπάνη που επιβαρύνει πολύ τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η αναβολή ενός μεγάλου, μη αναγκαίου εξόδου μπορεί να σώσει πολλά χρήματα εξασφαλίζοντας την κάλυψη περισσότερο επιτακτικών αναγκών και αποφεύγοντας τη συσσώρευσης νέου χρέους. Αυτό αφορά κυρίως διαρκή αγαθά υψηλού κόστους, όπως για παράδειγμα συσκευές, οχήματα, έπιπλα, κτλ.
- Εκμεταλλευόμαστε σωστά τις προσφορές και τις εκπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε μία συμφέρουσα προσφορά ή έκπτωση για ένα προϊόν ή υπηρεσία που θέλαμε να αγοράσουμε. Όμως δεν είναι καλή ιδέα να αγοράσουμε ένα προϊόν ή μία υπηρεσία που δεν χρειαζόμαστε, απλώς επειδή παρουσιάζεται σαν ευκαιρία. Εδώ χρειάζεται προσοχή με δεδομένη την έμφυτη τάση των ανθρώπων να προσελκύονται από ανάλογα ερεθίσματα και να δρουν παρορμητικά εξαιτίας τους.
- Για τα προϊόντα που καταναλώνουμε συστηματικά αξίζει να περιμένουμε την επόμενη φορά που θα τα βρούμε σε προώθηση. Τα περισσότερα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ πραγματοποιούν επαναλαμβανόμενες προωθητικές ενέργειες και όταν τα αγοράζουμε συστηματικά στη χαμηλότερη προωθούμενη τιμή μειώνουμε αρκετά το μακροχρόνιο κόστος κατανάλωσης τους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Μαρία Τσιβγέλη