Η Λήμνος με τους πανάρχαιους μύθους και θρύλους, την πλούσια μνημειακή κληρονομιά και το ιδιαίτερο γεωφυσικό περιβάλλον μαγεύει από την πρώτη στιγμή.
Αυτή τη «μαγεία» μεταφέρει «Το Χρονικό της Λήμνου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καπόν, ένα βιβλίο για την ιστορία –και όχι μόνον– του νησιού που έγραψε ο Δημήτρης Πλάντζος, καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος κατάγεται από το νησί.
Όπως λέει ο ίδιος, η ιδέα της συγγραφής του ξεκίνησε ένα απομεσήμερο του Αυγούστου πριν μερικά χρόνια. «Ένας σύλλογος επιστημόνων στο νησί με προσκάλεσε να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση για τον Ωρίωνα, τον λημνιακό τρύγο και το λημνιακό κρασί. Την επαύριον της εκδήλωσης, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία, σκεφτόμουν ότι τελικά θα άξιζε τον κόπο να παραβώ μια αρχή που είχα μέχρι τότε –να μην ασχολούμαι επαγγελματικά με τον τόπο καταγωγής και διακοπών μου– και να γράψω μια ευσύνοπτη, ακαδημαϊκά έγκυρη, αλλά προσιτή στο ευρύ κοινό, ιστορία του νησιού, όπως θα την διηγιόμουν σε έναν φίλο μου που θα με ρωτούσε γι’ αυτό», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δ. Πλάντζος.
Έτσι το βιβλίο, που κυκλοφορεί στα ελληνικά και στα αγγλικά, δεν έγινε ποτέ ένα πόνημα για λίγους. Γεννήθηκε ως ένα απολαυστικό –και επιστημονικά έγκυρο– αφήγημα για όλους, που μπορεί να «συνοδεύσει» μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, έναν ταξιδιώτη, αλλά και τον ειδικό που θέλει να μάθει για το νησί και την ιστορία του. «Απευθύνεται σε όλους. Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε πολύ μοναχικά, στη διάρκεια της καραντίνας, της πρώτης και της δεύτερης, αλλά είναι κι ένα βιβλίο που θα ήθελα να το δω στις παραλίες του νησιού, γιατί είναι φτιαγμένο με τρόπο που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί.
Απευθύνεται και σε όσους ξέρουν κάποια πράγματα για τη Λήμνο και θέλουν να τα βάλουν σε μια τάξη, να θυμηθούν με τρόπο έγκυρο και επιστημονικά ορθό πληροφορίες, διηγήσεις που έχουν ακούσει από εδώ και από εκεί. Απευθύνεται και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν τίποτα για τη Λήμνο, αλλά σκοπεύουν να την επισκεφτούν και τους ενδιαφέρει να βρουν, με τρόπο απλό και προσιτό, τα βασικά πράγματα που πρέπει να ξέρει κανείς διαχρονικά για το νησί –είτε μιλάμε για τους μύθους και τους θρύλους είτε για την αρχαιολογία, τα βυζαντινά και τα οθωμανικά μνημεία είτε για το φυσικό τοπίο, τη διατροφή, τις παραλίες… Έχω προσπαθήσει και νομίζω έχω καταφέρει να βάλω σε αυτό το βιβλίο ό,τι χρειάζεται να ξέρει κανείς, τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο», εξηγεί ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το βιβλίο «περιδιαβαίνει» το νησί διαχρονικά. Από τις πρώτες νομαδικές εγκαταστάσεις που, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, χρονολογούνται την ύστερη Παλαιολιθική περίοδο (περίπου 10500 πΧ) –πολύ πρωιμότερα από ό,τι μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ως οι παλαιότερες ανθρώπινες παρουσίες στον χώρο του Αιγαίου (πχ Γιούρα και Μαγουλάς Κύθνου)– έως τις ανασκαφές που ήδη από τον περασμένο αιώνα αποκάλυψαν τη σημασία της Λήμνου στην ιστορία της πρώιμης αστικοποίησης του ανθρώπινου πολιτισμού στο Αιγαίο και στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (4η χιλιετία πΧ), αλλά και στα εμπορικά δίκτυα της Εποχής του Χαλκού (3η και 2η χιλιετία πΧ).
Εκτενείς, λοιπόν, είναι οι αναφορές στις προϊστορικές πόλεις της Πολιόχνης και της Μύρινας, αλλά και στο σημαντικό Κουκονήσι, την Ηφαιστία και το Καβείριο κατά την Αρχαϊκή και την Κλασική περίοδο (7ος-4ος αι. πΧ), στη Λήμνο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, της Βυζαντινής, Βενετικής και Οθωμανικής κτήσης, αλλά και στις περιπέτειες του νησιού και των κατοίκων του από την απελευθέρωση του 1912-13 και μετά. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύονται τόποι ιστορικής σημασίας, αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία, αλλά και τοποθεσίες φυσικού κάλλους, γεωλογικά μνημεία, θέσεις οικολογικού ενδιαφέροντος, παραλίες και παραδοσιακοί οικισμοί –ακόμα και αναφορές στην άυλη και τη γαστρονομική κληρονομιά του νησιού, τη μουσική και χορευτική παράδοση που αναβιώνει έως τις μέρες μας.
Ξεχωριστή ενότητα στο βιβλίο, με την οποία και ξεκινά, αποτελεί το πλούσιο μυθολογικό παρελθόν της Λήμνου, το οποίο προσδίδει μια ιδιαίτερη, συχνά «σκοτεινή», εικόνα του νησιού. Ρωτήσαμε ποιος από τους πολλούς μύθους, κάποιοι από τους οποίους έχουν διαρκέσει ως τις μέρες μας (όπως ο λαβύρινθος της Λήμνου), είναι ο αγαπημένος του συγγραφέα. «Είναι ο μύθος των “λημνίων κακών”, της περιβόητης ιστορίας με την Υψιπύλη και τις υπόλοιπες γυναίκες του νησιού που σφαγίασαν τους άνδρες τους. Είναι ένα μύθος που χάνεται στα βάθη της λημνιακής προϊστορίας και αναδεικνύει το νησί ως έναν τόπο απόκοσμο, κάπως σκοτεινό, στις παρυφές του ελληνικού κόσμου, αλλά σίγουρα έναν τόπο πολύ ενδιαφέροντα.
Είναι ο μύθος που συνδέει τη Λήμνο με τις βλέψεις των Αχαιών κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, συνδέει το νησί με τους Αργοναύτες και την Αργοναυτική εκστρατεία, με τα δίκτυα εμπορικών ανταλλαγών της εποχής και με το ενδιαφέρον του ελληνικού αρχαίου κόσμου προς το κάπως σκοτεινό και ομιχλώδες νησί του ΒΑ Αιγαίου. Ουσιαστικά μέσα από αυτόν τον μύθο εκφράζεται η πρόσδεση της Λήμνου στο άρμα του ελληνικού κόσμου, με το σμίξιμο δηλαδή του Ιάσονα ως εκπροσώπου των Αχαιών με τη βασίλισσα της Λήμνου, την Υψιπύλη», απαντά.
Όσο για το τι θα ήθελε να πει σε κάποιον που δεν έχει επισκεφτεί ποτέ το νησί του Ηφαίστου, σημειώνει: «Θα του έλεγα ότι επειδή η Λήμνος έχει αγνοηθεί για πολλές δεκαετίες, ακόμα και από το επίσημο κράτος, έχει γλυτώσει τη βίαιη τουριστικοποίηση που έχουν υποστεί άλλες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως άλλα νησιά του Αιγαίου. Στη Λήμνο βλέπει κανείς απολιθωμένα στοιχεία του απώτατου παρελθόντος, κυρίως στο φυσικό, αλλά και στο δομημένο τοπίο. Υπάρχουν στα χωριά ακόμα κτίσματα που μπορεί να αναγάγει κανείς στον 17ο αιώνα και παλιότερα.
Και φυσικά είναι το τοπίο, το οποίο σε πάρα πολλά σημεία, σε υψώματα, αλλά και σε κάμπους και παραλίες, παραμένει αλώβητο και παρθένο, έχοντας γλυτώσει την αλόγιστη ανάπτυξη και αλλοτρίωση. Αυτό είναι κάτι που κανείς μπορεί να συναντήσει στο νησί, όπως επίσης και τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας και κτηνοτροφίας. Μην ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα, το 2021, οι Μάντρες της Λήμνου εντάχθηκαν στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας, όχι μόνο ως κτίσματα αλλά και ως τρόπος παραγωγής τροφίμων υψηλής ποιότητας και με σεβασμό προς το περιβάλλον», καταλήγει ο Δ. Πλάντζος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Ελένη Μάρκου