Στην Ολομέλεια της Βουλής τοποθετήθηκε η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας.
Η κα. Γιαννακοπούλου δεν παρέλειψε δε, να αναφερθεί και στη μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, για την προσπάθεια υποκλοπής των προσωπικών του δεδομένων και συνομιλιών. Συγκεκριμένα η κα. Γιαννακοπούλου ανέφερε:
« H μηνυτήρια αναφορά του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής για την απόπειρα παρακολούθησης του κινητού του έφερε στην επιφάνεια ένα μείζον θέμα διαφάνειας και δημοκρατίας. Είναι αδιανόητο να συζητάμε ενδεχόμενο παρακολούθησης του τηλεφώνου οποιουδήποτε πολίτη, πολύ περισσότερο του Προέδρου του τρίτου κόμματος της χώρας.
Το θέμα πρέπει να το διερευνήσει σε βάθος η Ελληνική Δικαιοσύνη και τις αρμόδιες αρχές. Να δοθούν πλήρεις και πειστικές εξηγήσεις. Πρέπει να ελεγχθεί ποιος προσπάθησε να εγκαταστήσει το παράνομο λογισμικό στον κινητό τηλέφωνο του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Εμείς ζητάμε από τη Δικαιοσύνη και την Κυβέρνηση την προστασία των Ελλήνων πολιτών από τέτοιες μεθόδους. Εδώ τίθεται θέμα Δημοκρατίας που μας αφορά όλους. Αφορά τον απλό πολίτη, την ανεξαρτησία του πολιτικού συστήματος. Οι πολίτες πρέπει να είναι σίγουροι ότι η Ελληνική κυβέρνηση διασφαλίζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων τους.»
Στην συνέχεια η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής και υπεύθυνη του ΚΤΕ Δικαιοσύνης του κόμματος, επικεντρώθηκε στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο, επισημαίνοντας ότι η ίδρυση της Δικαστικής Αστυνομίας αποτελεί ένα πάγιο αίτημα των Νομικών και των Δικαστικών της χώρας.
«Είναι σημαντικό να τονίσουμε, ότι η συγκρότηση σώματος Δικαστικής Αστυνομίας, αποτελεί ένα διαχρονικό αίτημα σύσσωμου του νομικού κόσμου (δικηγόρους-Δικαστές-Εισαγγελείς), και υποστηρίχθηκε από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις όλα τα προηγούμενα χρόνια, τις περιόδους εκείνες που επιχειρήθηκε η υλοποίησή της.
Αναφέρομαι στο άρθρο 36 του ν. 2145/1993 που είχε προβλέψει, κατόπιν έκδοσης προεδρικού διατάγματος, την ίδρυση υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας στις εισαγγελίες πρωτοδικών της χώρας. Αλλά και την περίοδο 2010-2011, κατά την οποία δεν επετράπη να συνεχίσει το εγχείρημα αυτό, καθώς το έλλειμμα είχε εκτοξευτεί, στο τέλος της περιόδου 2004-2009, στα 36 δισεκατομμύρια ευρώ και είχαν επιβληθεί τα μέτρα για τη μείωση των δαπανών.
Επομένως, καθώς ο σκοπός του νομοσχεδίου φαίνεται να εξυπηρετεί τη καλύτερη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, η πρωτοβουλία αυτή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και μας βρίσκει επί της αρχής σύμφωνους.»
Η κα. Γιαννακοπούλου, κλείνοντας την ομιλία της, επισήμανε τις αδυναμίες που παρουσιάζει το σχέδιο νόμου, σχετικά με την στελέχωση της υπό ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας, τα θέματα αρμοδιοτήτων και την επιλογή του επικεφαλής της. Χαρακτηριστικά είπε:
«Παρόλα αυτά, έχετε την ευκαιρία, να τροποποιήσετε την μέχρι τώρα τακτική σας και να λάβετε υπόψιν σας, τα όσα ακούστηκαν κατά τις συνεδριάσεις της αρμόδιας Επιτροπής και προτάθηκαν από τους φορείς. Μόνο προς όφελος του παρόντος νομοθετήματος θα είναι και εχέγγυο της επιτυχούς εφαρμογής του.
Αφορά ειδικότερα ζητήματα, ουσιαστικής και νομοτεχνικής φύσεως τα οποία χρήζουν προσοχής και ενδεχόμενης τροποποίησης, καθώς οι προτεινόμενες σχετικές ρυθμίσεις δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, σημεία τα οποία τόνισε διεξοδικά ο Ειδικός Αγορητής μας.
Πιο συγκεκριμένα:
– Δημιουργείται μια ασάφεια σχετικά με την αρμοδιότητα στην οποία θα υπάγεται η συγκεκριμένη υπηρεσία, καθώς από τον συνδυασμό των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 3 δεν διασαφηνίζεται, αν η εν λόγω υπηρεσία θα υπάγεται στην αρμοδιότητα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή στην αρμοδιότητα της εισαγγελίας εφετών
– Επιπλέον, η αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, να επιλέξει κατά τη διακριτική του ευχέρεια τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης της Δικαστικής Αστυνομίας, ο οποίος μάλιστα θα πρέπει να είναι συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, μας δημιουργεί έντονο προβληματισμό.»