Ήταν άνοιξη του 2004.
Η Ελλάδα ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τους Ολυμπιακούς αγώνες κι η εθνική ποδοσφαίρου για ένα ταξίδι αναψυχής στην Πορτογαλία όπου θα διεξαγόταν το Euro.
Καλοί οι Ολυμπιακοί, καλό και το Euro αλλά το πάθος ήταν το μπασκετάκι.
Θυμάμαι σαν τώρα μια κουβέντα που είχαμε κάνει εκείνη την περίοδο με τον Θανάση Γιαννακόπουλο, στους διαδρόμους των αποδυτηρίων.
- Τι γίνεται του χρόνου πρόεδρε;
Χειμαρρώδης, όπως πάντα, ο Θανασάρας μου απάντησε με το πιο φυσιολογικό ύφος του κόσμου:
- Τι θα κάνουμε; Θα τα πάρουμε όλα!
Και συμπλήρωσε:
- Θα πάρουμε κι αυτόν τον παίκτη του Ηρακλή, πώς το λένε μωρέ; Τον Διαμαντάκο!
Έβαλα το μυαλό να πάρει στροφές και να θυμηθεί ποιος είναι ο … Διαμαντάκος.
Τζίφος!
Κάποια στιγμή, ήρθε η θεία φώτιση.
- Τον Διαμαντίδη, εννοείς…
- Ναι μωρέ, όλο τον μπερδεύω…. Τον θέλει πολύ ο Ομπράντοβιτς…
Κι αφού τον ήθελε ο Ομπράντοβιτς, η επιθυμία του ήταν νόμος για τα «πράσινα» αφεντικά.
Με συνοπτικές διαδικασίες και την παράκαμψη του εμποδίου που λεγόταν Ολυμπιακός και ήθελε κι εκείνος τον παίκτη, ο Δημήτρης Διαμαντίδης φόρεσε τη φανέλα με το τριφύλλι.
Θυμάμαι κάτι ακόμη.
Στην αρχή εκείνης της περιόδου, ρώτησα τον ο Ομπράντοβιτς:
- Τώρα που έφυγε ο Μποντιρόγκα, ποιος θα είναι ο ηγέτης σου;
Με κοίταξε διαοεραστικά.
- Αυτός που φοράει το 13….
Οι φίλοι του Παναθηναϊκού δεν πέταξαν τη σκούφια τους τότε.
Άλλωστε ο Διαμαντίδης δεν ήταν ούτε κάποιος σταρ, ούτε καν είχε συμμετοχές στις μικρές εθνικές ομάδες.
Ένας ταπεινός ρολίστας του Ηρακλή ήταν.
Κι έγινε αυτό που όλοι πια γνωρίζουμε.
Με τη συμβολή του Ομπράντοβιτς και του Ιτούδη, αλλά πρωτίστως με το δικό του μυαλό, με τη δική του σκληρή δουλειά, με το απαράμιλλο ήθος του, με τον μέγιστο αθλητικό αλτρουισμό του.
Ο παίκτης που κάθε χρόνο γινόταν καλύτερος και συνάμα έκανε καλύτερους και τους συμπαίκτες του.
Ο παίκτης υπόδειγμα.
Που δούλευε ακόμη και στις καλοκαιρινές του διακοπές!
Ο παίκτης που δεν δείλιασε ποτά στο τελευταίο σουτ.
Που κάθε τρόπαιο που κατακτούσε του δημιουργούσε δίψα για το επόμενο.
Ο παίκτης που δεν έβαλε ποτέ τον εαυτό του επάνω από την ομάδα και τους συμπαίκτες του.
Τα θυμάμαι όλα αυτά με αφορμή την χθεσινή τελευταία παράσταση του Δημήτρη Διαμαντίδη μπροστά στο κοινό που τον λάτρεψε ως θρησκεία, ως Θεό!
Και δεν μπορώ να φανταστώ τον Παναθηναϊκό την επόμενη περίοδο χωρίς τον φυσικό ηγέτη του.
Χωρίς τον αρχηγό.
Ομολογώ ότι από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο που ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τα γήπεδα, δεν υπήρξε παιγνίδι του Παναθηναϊκού που να μη με πιάνει αυτός ο κόμπος της μελαγχολίας.
Δεν υπήρξε παιγνίδι που να ξεκολλήσουν τα μάτια μου από επάνω του.
Δεν υπήρξε παιγνίδι που να μη μονολόγησα ότι «δεν είναι δυνατόν να σταματήσει αυτός ο παίκτης».
Όμως, ο Δημήτρης ήθελε να φύγει με το κεφάλι ψηλά.
Πλήρης δυνάμεων σ’ ένα ταλαιπωρημένο κορμί.
Να μη προκαλέσει ποτέ τον οίκτο με πιθανή αγωνιστική παρακμή.
Ήθελε να φύγει περήφανος, με το κεφάλι ψηλά.
Και τη πλήρωμα του χρόνου έφτασε.
Απόψε.
Ο επίλογος μιας ζηλευτής καριέρας.
Ο Παναθηναϊκός είχε την ευτυχία να έχει διαχρονικά τεράστιους παίκτες.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Τον Φαίδωνα Ματθαίου;
Τον Γιώργο Κολοκυθά;
Τον Τάκη Κορωναίο;
Τον Απόστολο Κόντο;
Τον Νίκο Γκάλη;
Τον Παναγιώτη Γιαννάκη;
Τον Φάνη Χριστοδούλου;
Τον Φραγκίσκο Αλβέρτη;
Τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα;
Τον Ντομινίκ Ουίλκινς;
Τον Στόγιαν Βράνκοβιτς;
Όμως ποιος από όλους αυτούς μπορεί να ξεπεράσει στη μνήμη των οπαδών ή μη του Παναθηναϊκού, τον Μήτσο;
Μη ψάχνετε.
Κανένας!
Κι όχι μόνο σε διάρκεια.
Είμαι σίγουρος ότι όσοι θα βρίσκονταν χθες στο ΟΑΚΑ θα είχαν μαζί τους μαντήλια.
Πολλά μαντήλια.
Τα δάκρυα του αποχαιρετισμού ήταν ολόκληροι καταρράκτες.
Ο Μήτσος της καρδιάς μας στην τελευταία του παράσταση στο γήπεδο που δοξάστηκε.
Ο Μήτσος που δεν θα μας λείψει απλώς.
Ήδη λείπει!