Οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 και ταυτόχρονα καρδιαγγειακή νόσο ή εγκεφαλικό έχουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, όπως δείχνει μία νέα σουηδική επιστημονική μελέτη. Συνεπώς, σύμφωνα με τους επιστήμονες, η πρόληψη του διαβήτη και της καρδιαγγειακής νόσου συνιστά μία στρατηγική και για τη μείωση του κινδύνου άνοιας.
Οι ερευνητές του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα Αλτσχάιμερ και άνοιας «Alzheimer’s & Dementia», ανέλυσαν στοιχεία για 2.500 υγιείς ανθρώπους, χωρίς άνοια, άνω των 60 ετών, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν σε βάθος 12 ετών μέσω ιατρικών εξετάσεων και γνωστικών τεστ.
Διαπιστώθηκε ότι η παρουσία πάνω από μίας καρδιομεταβολικής νόσου επιταχύνει τη γνωστική εξασθένηση και διπλασιάζει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, με τη διάγνωση της τελευταίας να γίνεται περίπου δύο χρόνια νωρίτερα. Όσο περισσότερες καρδιομεταβολικές παθήσεις (ισχαιμική νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή αρρυθμία, εγκεφαλικό, διαβήτη κ.ά.) έχει ένας άνθρωπος τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για άνοια.
Η μελέτη έδειξε ότι δύο συνδυασμοί (διαβήτης/καρδιακή νόσος και ακόμη περισσότερο διαβήτης/καρδιακή νόσος/εγκεφαλικό) είναι οι πιο επιβλαβείς για τη γνωστική λειτουργία. Από την άλλη πλευρά, όσοι άνθρωποι είχαν μόνο μία καρδιομεταβολική νόσο, δεν εμφάνιζαν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο άνοιας.
«Αυτό είναι καλό», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Αμπιγκέιλ Ντόουβ. «Η μελέτη δείχνει ότι ο κίνδυνος αυξάνει μόνο όταν κάποιος έχει τουλάχιστον δύο τέτοιες νόσους, συνεπώς είναι πιθανό ότι η άνοια θα μπορούσε να προληφθεί εάν αποτραπεί η ανάπτυξη μίας δεύτερης διαταραχής».
Η σχέση καρδιομεταβολικών νόσων και κινδύνου άνοιας είναι πιο έντονη στους ανθρώπους κάτω των 78 ετών. Συνεπώς, κατά τη Ντόουβ, «θα πρέπει να εστιάσουμε την πρόληψη των καρδιομεταβολικών νόσων στη μέση ηλικία, εφόσον ο κίνδυνος γνωστικής εξασθένησης και άνοιας φαίνεται υψηλότερος μεταξύ όσων αναπτύσσουν μία καρδιομεταβολική νόσο νωρίτερα στη ζωή τους».
Η άνοια αναπτύσσεται αργά στη διάρκεια δεκαετιών. Αρχικά εκδηλώνεται ως σταδιακή έκπτωση (εξασθένηση) των γνωστικών λειτουργιών, που γίνεται ορατή μόνο στα σχετικά τεστ. Στη συνέχεια, η γνωστική εξασθένηση γίνεται πιο αισθητή και έχει επίπτωση στη μνήμη και τελικά μπορεί -αλλά όχι πάντα- να εξελιχθεί σε κανονική άνοια, με συνηθέστερη μορφή της τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://alz-journals.onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1002/alz.12708
ΑΠΕ-ΜΠΕ