Στα έλη από τη λίμνη των Γιαννιτσών έφτασαν το 1924, με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, οι πρόσφυγες από τα Φάρασα της Καππαδοκίας, καταβεβλημένοι από το ταξίδι και τον ξεριζωμό.
Άνθρωποι από τα χωριά του Βαρασού, το Αφσάρι, την Κίσκα, το Σατί, το Τσουχούρι, το Καρσαντί, και το Φκώσι πήγαν με καράβι στον Πειραιά ή στο Καραμπουρνάκι, στη Θεσσαλονίκη και από εκεί διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη της χώρας, όπως η Κέρκυρα, αλλά κυρίως στη Μακεδονία. Όσοι βρέθηκαν στα έλη, δεινοπάθησαν καθώς η ελονοσία μάστιζε την εποχή εκείνη. Κάποιοι από αυτούς έφυγαν στη Δράμα και κάποιοι άλλοι εγκαταστάθηκαν υποχρεωτικά στις ξύλινες καλύβες που δημιουργήθηκαν τότε από το κράτος. Εκεί έμεναν δύο οικογένειες σε κάθε καλύβα, για δύο χρόνια περίπου, οπότε και φτιάχτηκαν σπίτια για να στεγάσουν τη νέα τους ζωή στο νέο χωριό που δημιούργησαν, το Πλατύ Ημαθίας.
Τώρα που τα χρόνια έχουν περάσει και έχει χαθεί η γενιά των πρώτων προσφύγων από τα Φάρασα που πήραν το όνομά τους από τον Βαρασό, οι μαρτυρίες όσων περιέγραψαν τα γεγονότα της προσφυγιάς βγαίνουν στο φως, αφού τότε οι ίδιοι δεν ήθελαν να συζητούν πολύ όσα άφησαν πληγές στην ψυχή τους. Στις αναφορές και τις περιγραφές τους είναι έντονο το θρησκευτικό στοιχείο καθώς, όπως λένε τα παιδιά και τα εγγόνια τους, ήταν πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι και αυτό ήταν που τους κράτησε, μαζί με τη γλώσσα τους, την αρχαϊζουσα ελληνική καππαδοκική διάλεκτο των Φαράσων, που διατήρησαν παρά τις πιέσεις που δέχτηκαν. Παρηγοριά και ψυχολογικό τους στήριγμα ήταν, άλλωστε, η χάρη των Αγίων Αρσενίου και Παϊσίου, οι οποίοι, όπως λένε οι νέες γενιές, «δεν είναι τυχαίο ότι βγήκαν από τα Φάρασα».
«Πριν από το Σεφερμπερλίκ, οι Τούρκοι ήταν καλοί μαζί μας…»
Τη μαρτυρία του παππού της Ευθύμιου Κιρτικίδη, όπως την κατέγραψε η Αγλαϊα Λουκοπούλου, μεταφέρει στο ΑΠΕ–ΜΠΕ η Μιράντα Μουρβετίδου, ταμίας του Συλλόγου Καππαδοκών Πλατέος, που επιβεβαιώνει ότι οι περισσότεροι τότε απέφευγαν να μιλήσουν για όσα προκαλούσαν πόνο στην ψυχή τους. «Πριν από το Σεφερμπερλίκ (σ.σ. που σημαίνει στρατιωτική κινητοποίηση), οι Τούρκοι ήταν καλοί μαζί μας. Ύστερα χάλασε η κατάσταση. Οι Τούρκοι αγρίεψαν και μας κυνηγούσαν. Και κορίτσια ζητούσαν και γυναίκες κυνηγούσαν και ερχόταν Τσέτες στο χωριό. Και ο κόσμος έφευγε στα βουνά. Πολύ υποφέραμε.
Όταν βγήκε έπειτα η ανταλλαγή, οι Τούρκοι αγρίεψαν πιο πολύ. Και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε καθόλου. Άμα μιλούσαμε, τρώγαμε ξύλο. Οι ίδιοι οι Τούρκοι μας φανέρωσαν την ανταλλαγή. Αυτό έγινε το 1923, τον μήνα Μάιο, στις 10. Μας είπαν: θα έρθει επιτροπή και θα φύγετε. Μας βλαστημούσαν, μας έλεγαν ότι θα φύγουμε. Σε έναν μήνα, πάνω στον θέρο, ήρθαν και σφράγισαν τα ζωντανά. Έπειτα μας έβγαλαν και εμάς από τα σπίτια μας και τα κλείδωσαν. Οι Τούρκοι πήραν τα σπίτια μας. Τα πράγματά μας τα έβγαλαν στον δρόμο. Όσοι από εμάς είχαν χρήματα, νοίκιαζαν κάρα και φεύγανε για το Βερέκι, ένα χωριό ελληνικό πιο πάνω από το Τσουχούρι. Και άλλοι πάλι στο Βερέκι πήγαν, αλλά αυτοί δεν νοίκιασαν κάρα, πήγαν πεζή», είναι τα λόγια του κ. Κιρτικίδη.
Πώς άδειασε το χωριό – Το ταξίδι με το καράβι και ο προορισμός
Για το πώς άδειασε το χωριό, αναφέρει ότι αυτό έγινε μέσα σε τέσσερις με πέντε μέρες και προσθέτει:«Έφυγαν και οι παπάδες μας. Από την εκκλησία μας τίποτα δεν πήραμε, όλα τα αφήσαμε όπως ήταν. Κρύψαμε μόνο στο υπόγειο της εκκλησίας μερικές μεγάλες εικόνες και χαρτιά. Η οικογένειά μου ήταν από τις τελευταίες που έφυγε. Με κάρο φύγαμε. Στο Βερέκι μείναμε στον Άη Κωνσταντίνο. Παραδίπλα ήταν μια κωμόπολη. Μόνο τα στρώματά μας και λίγα μικροπράγματα πήραμε μαζί μας. Είχαμε και κάμποσα χρήματα. Στο Βερέκι μείναμε δύο μήνες. Και τρώγαμε τα έτοιμα.
Λίγοι δούλευαν κιόλας, αλλά πού να βρει όλος ο κόσμος δουλειά… Έπειτα σηκωθήκαμε από το Βερέκι και με κάρα πήγαμε στο Ουλούκισλα, την άλλη μέρα με το τρένο πήγαμε στο Γένιτσε και από εκεί στη Μερσίνα στο λιμάνι. Στην αρχή μείναμε στου Χαλίλ Εφέντη το χάνι. Πληρώναμε μια παγκανότα (σ.σ. τρπεζογραμμάτιο) ο ένας για κάθε μέρα. Δουλεύαμε. Οι γυναίκες καθάριζαν βαμβάκι, οι άνδρες έκαναν άλλες δουλειές. Μείναμε όμως πολύ καιρό και δεν μπορούσαμε να πληρώνουμε στο χάνι. Γι αυτό πήγαμε στου Αβραάμ Εφέντη το μαγαζί. Εκεί δεν πληρώναμε. Η Μερσίνα ήταν γεμάτη πρόσφυγες. Το χωριό μας ήταν όλο μαζί. Πέρασαν 9 μήνες».
Περιγράφοντας το ταξίδι της προσφυγιάς με το καράβι, αναφέρει ότι ταξίδεψαν όλοι με το πλοίο «Αλεξάνδρεια», που χώρεσε πάνω κάτω 3000 ανθρώπους από το Τσουχούρι, το Αφσάρι, την Κουρούτζα, την περιοχή του Ακ Νταγ Μαντέν της επαρχίας Γιορκάτ και από άλλα μέρη. Μετά από τέσσερις μέρες, το πλοίο έφτασε στο Καραμπουρνάκι και μετά από 15 μέρες, οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στο Χαρμάνκιοϊ, συνοικισμό της Θεσσαλονίκης. Από εκεί, ο εποικισμός έστειλε τους μισούς στη Δράμα και τους μισούς στα Γρεβενά. Ο ίδιος ο Ευθύμιος Κιρτικίδης πήγε στα Γρεβενά, μετά στον Βαθύλακκο της Κοζάνης και το 1934 έφτασε στο Πλατύ.
«Ήταν πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι, αυτό ήταν που τους κράτησε»
Η κ. Μουρβετίδου αναφέρεται επίσης στο στοιχείο της πίστης, λέγοντας ότι οι πρόσφυγες από τα Φάρασα ήταν πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι και αυτό ήταν που τους κράτησε. «Είχαν και τη γλώσσα, βέβαια, που ευτυχώς σε εκείνη την περιοχή κρατήθηκε και δεν δέχτηκαν την πίεση να την αφήσουν», λέει και δεν παραλείπει να τονίσει πως «δεν είναι τυχαίο ότι από τον Βαρασό βγήκαν οι τελευταίοι Άγιοι, ο Άγιος Παΐσιος και ο Άγιος Αρσένιος».
Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά πως «αυτοί οι Άγιοι ήταν η παρηγοριά τους, το ψυχολογικό τους στήριγμα» και σημειώνει: «ο Άγιος Αρσένιος ήταν παπακαλόγερος στο Βαρασό. Έκανε θαύματα εν ζωή και όχι μόνο στους Χριστιανούς. Τούρκοι έρχονταν και ζητούσαν τη βοήθειά του και σε όλους άπλωνε το χέρι και τη βοήθεια του Θεού. Τον είχανε όχι μόνο δάσκαλο και ιερέα στις εκκλησίες, γιατί είχε πάρα πολλές εκκλησίες και ξωκλήσια ο Βαρασός. Τον είχανε και σαν γιατρό. Πήγαιναν σε εκείνον για να τους διαβάσει την ευχή για τη λεχώνα, τον άρρωστο, τον τυφλό.
Για οποιαδήποτε περίπτωση θα διάβαζε ευχή. Ο Άγιος Αρσένιος βάφτισε και τον Παΐσιο, που ήταν τότε μωράκι. Είπε τότε ότι ο ίδιος δεν έχει παιδιά, αλλά θα αφήσει τον Παΐσιο στο πόδι του και τού έδωσε το όνομα Αρσένιος. Ο Παΐσιος πήρε αυτή την ευχή και ήταν πράγματι η χάρη του Θεού που πήγε σε αυτό το παιδί και έγινε Άγιος. Μετά, η προσφορά του ήταν μεγάλη στο Άγιον Όρος. Πολλοί τον επισκέπτονταν -και μορφωμένοι και αμόρφωτοι- και οι πάντες βοηθήθηκαν, αρκεί που πίστεψαν».
Μνημείο Απόδοσης Τιμής και Μνήμης στους ιδρυτές του Πλατέος
Πριν λίγες μέρες έγιναν, άλλωστε, στο Πλατύ Ημαθίας, τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου Απόδοσης Τιμής και Μνήμης, στους ιδρυτές του χωριού, που έφτασαν εκεί ως ανταλλάξιμοι πρόσφυγες από την περιοχή των Φαράσων της Αγιοτίκου Καππαδοκίας. Την τελετή διοργάνωσε ο Σύλλογος Καππαδοκών Πλατέος μετά από μια προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από 4 – 5 χρόνια, σταμάτησε κατά την περίοδο της πανδημίας και πλέον ολοκληρώθηκε.
«Αυτό το μνημείο το αποφασίσαμε γιατί θεωρήσαμε ότι ήταν χρέος μας. Οι άνθρωποι, οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας, ήρθαν εδώ γυμνοί, έχοντας σχεδόν τίποτα, μόνο τα απολύτως αναγκαία. Τώρα μας αξίωσε ο Θεός και το τελειώσαμε. Αυτό που αισθανόμαστε είναι συγκίνηση», λέει η κ. Μουρβετίδου. Μέσα από αυτό, όπως σημειώνει, οι άνθρωποι της δεύτερης και της τρίτης γενιάς προσπαθούν να ταξιδέψουν με το μυαλό τους για λίγο στα Φάρασα για να μπορέσουν να φτιάξουν μια εικόνα στο μυαλό τους, με στοιχεία από φωτογραφίες, από μαρτυρίες και από όσα έχουν διαβάσει.
«Κακά τα ψέματα, άμα δεν το ζήσεις κάτι δεν μπορείς να το καταλάβεις σε όλη του την έκταση. Όμως αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει αυτό, τι σημαίνει για τον ελληνισμό στη Μικρά Ασία, έναν ελληνισμό 33 αιώνων, να δέχεται το 1924 το τελειωτικό χτύπημα με την ανταλλαγή. Ήταν πια ξεριζωμός», σημειώνει και με τα λόγια αυτά κλείνει την περιγραφή της.
*Επισυνάπτονται φωτογραφίες από τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου, τις οποίες παραχώρησε ο Σύλλογος Καππαδοκών Πλατέος στο ΑΠΕ–ΜΠΕ
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Π. Γιούλτση