Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο πραγματοποιείται σε μια χρονική συγκυρία στην οποία οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους εδώ και πολλά χρόνια. Η Αλεξανδρούπολη κι η Σούδα εξασφαλίζουν το διαρκές ενδιαφέρον των ΗΠΑ και μάλιστα σε μια εποχή που η προσοχή τους στρέφεται όλο και περισσότερο προς την Ασία. Κι αποκλείουν κακές σκέψεις όπου δει.
Η Ελλάδα μέσα στην θλιβερή συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία είναι τυχερή, αφού άλλαξαν τα γεωπολιτικά δεδομένα. Η Αθήνα είναι στρατηγικά αναβαθμισμένη και για τον επιπλέον λόγο ότι διαθέτει μια κυβέρνηση που εκπέμπει αξιοπιστία και σοβαρότητα. Αυτή η αναβάθμιση καθιστά τη χώρα μας σημαντικό παράγοντα στα ζητήματα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. ΜΟΝΟ η Ελλάδα είναι η δημοκρατική χώρα που μπορεί να έχει ρόλο πρωταγωνιστή. Η δε σύμπλευση με τις ΗΠΑ είναι στρατηγική επιλογή εδώ και δεκαετίες. Ακόμη κι όταν η Αριστερά βιαίως επιχείρησε να εντάξει τη χώρα στους δήθεν σοσιαλιστικούς παραδείσους που τελικά κατέρρευσαν.
Θυμηθείτε: Η Ελλάδα ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας στους δυο παγκοσμίους πολέμους, στην Κορέα, στον πόλεμο του Κόλπου, στο Κόσσοβο, στο Αφγανιστάν, σήμερα στην Ουκρανία. Κι αυτό οι ΗΠΑ το αναγνωρίζουν.
Στο σημείο αυτό θα πει κάποιος: Πώς το αναγνωρίζουν όταν, επί παραδείγματι, στο κυπριακό δεν έχουν βρεθεί λύσεις εδώ και δεκαετίες κι ενίοτε λαμβάνονται κι αποφάσεις που δεν πολυαρέσουν στους Έλληνες;
Η αλήθεια είναι ότι η διπλωματία αποτελεί αέναο εκκρεμές. Αλλά δεν καθορίζεται από το αν ο συνομιλητής –στην προκειμένη περίπτωση ο Μπάιντεν- είναι φιλέλληνας ή φιλότουρκος. Ούτε μπορεί ν’ ασκείται με όρους εσωτερικής πολιτικής. Η διπλωματία έχει στιγμές που μιλά κάποιος, μα και στιγμές μεγάλων σιωπών. Οι ισορροπίες είναι εκείνες που την καθορίζουν κι όχι τι μας αρέσει ν’ ακούμε ή μας συμφέρει. Ειδικά όταν ασκείται με μεγάλες δυνάμεις που έχουν ανοικτά εκατομμύρια διπλωματικά μέτωπα.
Πρέπει να πούμε κι αυτό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δυο εθνάρχες του 20ου αιώνα, Βενιζέλος και Καραμανλής άσκησαν διπλωματία που κατέστησε την Ελλάδα μεγαλύτερη κι από ψωροκώσταινα ισότιμη συνομιλητή της Δύσης.
Σήμερα λοιπόν, η διπλωματία δεν μπορεί να ασκείται με κραυγές στα διεθνή φόρα ή με στιγμές ματαιοδοξίας του τύπου «του τα είπε επιτέλους κατάμουτρα», αλλά αποτελεί άσκηση μετριοπάθειας, σωφροσύνης, πειθούς για τα δικαιώματά σου προκειμένου να τα ενισχύσεις και εξυπηρετήσεις τη δική σου στρατηγική.
Η Ελλάδα κι ο Μητσοτάκης δεν συναντώνται ως φτωχοί συγγενείς με την ηγεσία των ΗΠΑ, περιμένοντας από τον Μπάιντεν να κάνει τον επιδιαιτητή στα προβλήματα με την Τουρκία και την επιθετική/ αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας. Ο Μητσοτάκης κατάφερε σε τρία μόλις χρόνια και μέσα σε ιδιαιτέρως αντίξοες συνθήκες, να καταστήσει την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο στην περιοχή, να την ενισχύσει στρατιωτικά και να ισχυροποιήσει τα ερείσματά της στο Κογκρέσο.
Όχι άσχημα, έτσι;