Τις αλλαγές στη δημοσιονομική εικόνα της χώρας μας, οι οποίες προκαλούνται κυρίως από τις τελευταίες εξελίξεις, αναλύει στο σημερινό του δελτίο το K Report. Οπως αναφέρει υπάρχουν δύο ταυτόχρονα λόγοι για τους οποίους η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας θα αργήσει…
Η συγκράτηση της οικονομικής μεγέθυνσης και η επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών εξαιτίας του πολέμου (και της «οριζόντιας χαλαρότητας» που προηγήθηκε…) απομακρύνουν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας: Αντί για τα τέλη 2022 ή αρχές 2023, τώρα προβλέπεται ότι θα γίνει προς τα τέλη του 2023. Οι εξελίξεις ανησυχούν την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς η καθυστέρηση στην αναβάθμιση των ομολόγων μας έχει κόστος αφενός, αφετέρου κρύβει παγίδες σε ένα ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον με ισχυρή τάση ανόδου των επιτοκίων.
Την ίδια ώρα τεπιτόκιο στο 10ετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου έχει αυξηθεί στο 2,79% από 0,58% στις αρχές του περασμένου Αυγούστου ενώ αυξάνεται και το σπρεντ με το 10ετές γερμανικό ομόλογο στις 2,275 μονάδες από 1,034 τον Αύγουστο. Αυτά επηρεάζουν αρνητικά το κόστος δανεισμού μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων.
Η νέα πρόβλεψη του οίκου αξιολόγησης Moody’s ότι το έλλειμμα φέτος θα ανέλθει στο 5,2% του ΑΕΠ από 1,2% που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Το υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ήδη αναθεωρήσει τον στόχο στο 1,8%.
Η θετική απόφαση της ΕΚΤ να επεκτείνει έως το 2024 τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνει τις εκτιμήσεις της ότι ο δρόμος θα είναι μακρύς για την επενδυτική βαθμίδα. Και δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Γερμανία και Ολλανδία εξέφρασαν ανησυχίες για τις συνεχείς εξαιρέσεις που ζητά η Ελλάδα.
Το έλλειμμα: Ο διπλασιασμός στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τον Ιανουάριο. Οι ενισχύσεις της πανδημίας ναρκοθέτησαν τους δημοσιονομικούς στόχους και αύξησαν την κατανάλωση και τις εισαγωγές προϊόντων (κατά 58%). Ουσιαστικά, τα 43,3 δισ. ευρώ των κρατικών μέτρων στήριξης πυροδότησαν αύξηση κατά 36 δισ. των καταθέσεων…