Ποιος μπορεί να διανοηθεί τον 21ο αιώνα ότι ένας έφηβος θα μπορούσε να εκτελεστεί επειδή έβαλε φωτιά σε έναν αχυρώνα που δεν κατοικείται; Και παρότι αυτουργός βοήθησε στην έγκαιρη κατάσβεση της για να μην προκληθούν ζημιές.
Η εκτέλεση συνέβη πριν από ογδόντα χρόνια στη ναζιστική Γερμανία, όπως αποκαλύπτει το πολυμεταφρασμένο, συγκλονιστικό βιβλίο «Η νοσταλγία του Βαλέριαν Βρούμπελ. Ένα παιδί στο ναζιστικό δικαστήριο 1941-42».
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ισνάφι, του Γιαννιώτη εκδότη Πάνου Βαδαλούκα, σε μετάφραση Βαγγέλη Ζήκου.
Ανάγνωσμα συναρπαστικό κι άλλο τόσο σκληρό, βγαλμένο από «σκισμένες» σελίδες της γερμανικής ιστορίας που έφερε στο φως πριν χρόνια, την δεκαετία του 1980 ο καθηγητής της Ιστορίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης Κριστόφ Σμινκ Γκουστάβους, γνώριμος φίλος της Ελλάδας από την τριλογία του «Μνήμες Κατοχής» για τη ναζιστική κατοχή στην Ήπειρο.
Παρουσιάζει την ιστορία του Πολωνού Βαλέριαν Βρούμπελ, ενός πάμφτωχου αγροτόπαιδου, άνεργου και με το πατρικό του σπίτι βομβαρδισμένο. Το παιδί, μόλις 16 χρόνων, εκτοπίστηκε το 1941 από την Πολωνία, ανάμεσα σε περισσότερους από 2 εκατομμύρια συμπατριώτες του και συνολικά 7 εκατομμύρια ανθρώπους από την κατεχόμενη Ευρώπη, οι οποίοι μεταφέρθηκαν ως εργατικό δυναμικό στο Ράιχ κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για τον εμπρησμό στον γερμανικό αχυρώνα ο Βαλέριαν Βρούμπελ καταδικάστηκε σε θάνατο από το ναζιστικό ποινικό δικαστήριο με το χιτλερικό διάταγμα «κατά των βλαβερών παρασίτων του γερμανικού λαού», ως «δολιοφθορέας» που «βλάπτει το αντιστασιακό φρόνημα των Γερμανών». Εκτελέστηκε στις 25 Αυγούστου 1942 με λαιμητόμο, στο κέντρο κράτησης του Αμβούργου.
«Από νοσταλγία» για την οικογένεια του και την πατρίδα του, ο πιτσιρικάς είχε την τραγική ιδέα να ανάψει φωτιά στον αχυρώνα του αγροκτήματος όπου δούλευε, έξω από την Βρέμη, επειδή με αφέλεια είχε σκεφτεί ότι «για τιμωρία» θα τον ξανάστελαν σπίτι στην Πολωνία «ως ανίκανο για εργασία».
Ο τίτλος του βιβλίου χρησιμοποιεί τη «νοσταλγία» από την οποία έπασχε, εκτίμηση που αναφέρεται στον ποινικό φάκελο του Βαλέριαν Βρούμπελ. Τον φάκελο εντόπισε ο Κριστόφ Σμινκ Γκουστάβους στο αρχείο του Ειδικού Δικαστηρίου της Βρέμης, όπου εκδικάστηκε η υπόθεση και δεν είχε καταστραφεί. Η πρόσβαση στο αρχείο έγινε δυνατή μετά από σαράντα και πλέον χρόνια. Ακολούθησε η πρώτη έκδοση του βιβλίου στα γερμανικά (1986).
«Πολλά πρακτικά καταστράφηκαν κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών της Βρέμης» εξηγεί ο συγγραφέας στο βιβλίο. «Επίσης, στο χάος των τελευταίων ημερών του πολέμου οι ναζιστικές αρχές έκαψαν πολλά ντοκουμέντα με σαφή πρόθεση να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους. Το ότι διασώθηκε ο φάκελος του Βαλέριαν μοιάζει λοιπόν εντελώς τυχαίο. Όπως και ότι ακολουθήθηκε η δικαστική οδός. Γιατί λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της δίκης του Βαλέριαν καταργήθηκε το “κανονικό” σύστημα ποινικής δικαιοδοσίας για Πολωνούς, Ρώσους, Εβραίους και τσιγγάνους και η ποινική δίωξη ανατέθηκε στον ανώτατο διοικητή των Ες Ες Χίμλερ».
Ο φάκελος Βρούμπελ που παραθέτει βρίθει λεπτομερειών για τη συγκεκριμένη ποινική διαδικασία. Από τις πρώτες εκθέσεις της αστυνομίας, την φυλετική πραγματογνωμοσύνη του αστυνομικού γιατρού – αποφασιστική για την εξέλιξη της δίκης καθώς ο ανήλικος Βαλέριαν Βρούμπελ «μη ανήκων στον άριο τύπο» «δεν επιδέχεται εκγερμανισμό». Τα πρακτικά του Ειδικού Δικαστηρίου έως και παράβολα πληρωμών για τον συνήγορο, τον ορκωτό μεταφραστή-διερμηνέα, απόκομμα τοπικής εφημερίδας της Βρέμης με τίτλο «Δίκαιη τιμωρία» περιλαμβάνει ο φάκελος – μνημείο γραφειοκρατίας, αποτυπώνοντας τη ναζιστική αντίληψη περί δικαιοσύνης.
Η έρευνα του Κριστόφ Σμινκ Γκουστάβους προσθέτει μια ψηφίδα μικρής ιστορίας στην μεγάλη Ιστορία καιτη μνήμη. Αναζητά τους δικαστές, τον εισαγγελέα, τους μάρτυρες κατηγορίες, έρχεται αντιμέτωπος με τις αντιστάσεις τους όταν τους συναντά, επικαλούμενοι προσωπικά δεδομένα. Θίγει την διαδικασία αποναζιστικοποίησης της Γερμανίας που άλλαξε ρυθμούς στον Ψυχρό Πόλεμο. Πάνω απ’ όλα, δίνει υπόσταση στον ανήλικο Βαλέριαν Βρούμπελ που για χρόνια παρέμενε ένας αριθμός και η εκτέλεση του ανοιχτή, αιμάσουσα πληγή για την οικογένεια του, την οποία ο συγγραφέας αναζητά και βρίσκει στην Πολωνία, ολοκληρώνοντας την ανασύσταση της υπόθεσης.
«Έχει όμως και μια επικαιρότητα η κυκλοφορία του βιβλίου αυτού σήμερα στα ελληνικά» επισημαίνει μεταξύ άλλων, ο Θανάσης Καμπαγιάννης στο επίμετρο του βιβλίου: «Η ελληνική κοινωνία βγαίνει από μια δεκαετία στην διάρκεια της οποίας ένα ναζιστικό μόρφωμα, η Χρυσή Αυγή, κατόρθωσε να εισβάλει στην κεντρική πολιτική σκηνή και να μας δείξει τι σημαίνει στο σήμερα φασιστική απειλή. Η Χρυσή Αυγή παρά τις υποκριτικές αρνήσεις της για την πραγματική φύση της( “δεν είμαστε εθνικοσοσιαλιστές αλλά Έλληνες εθνικιστικές”) έφερε στον πολιτικό διάλογο ατόφιες ναζιστικές προτάσεις και πρακτικές».
Το βιβλίο «Η νοσταλγία του Βαλέριαν Βρούμπελ. Ένα παιδί στο ναζιστικό δικαστήριο 1941-42» πλαισιώνεται από σπάνιο φωτογραφικό υλικό.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Νατάσσα Δομνάκη