Περίπου επτά στους δέκα ασθενείς με μακρόχρονη Covid-19 εμφανίζουν δυσκολία συγκέντρωσης και προβλήματα μνήμης αρκετούς μήνες μετά την αρχική λοίμωξή τους με κορονοϊό, δείχνει μια νέα βρετανική επιστημονική μελέτη.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι έχοντες μακροχρόνια συμπτώματα της Covid-19 εμφανίζουν επίσης χειρότερες επιδόσεις στα γνωστικά-μνημονικά τεστ. Η σοβαρότητα των κατοπινών συμπτωμάτων έλλειψης συγκέντρωσης και προβληματικής μνήμης σχετιζόταν με το πόσο σοβαρή κόπωση και ορισμένα νευρολογικά συμπτώματα, όπως ζαλάδα και πονοκέφαλο, είχαν στη διάρκεια της αρχικής λοίμωξης από κορονοϊό.
Επιπλέον, το 75% ή οι τρεις στους τέσσερις με επίμονα σοβαρά συμπτώματα μακράς Covid-19 αναφέρουν ότι για μεγάλα χρονικά διαστήματα αδυνατούν να εργαστούν. Ακόμη, οι μισοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να πείσουν τους γιατρούς να πάρουν στα σοβαρά τα προβλήματά τους.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, οι οποίοι έκαναν δύο παράλληλες δημοσιεύσεις στο περιοδικό νευροεπιστήμης «Frontiers in Aging Neuroscience», μελέτησαν 181 ασθενείς με μακρά Covid-19 σε βάθος έως 18 μηνών, από τους οποίους το 78% ανέφεραν δυσκολία συγκέντρωσης, το 69% εγκεφαλική «ομίχλη», το 68% απώλεια μνήμης-αφηρημάδα και το 60% δυσκολία εύρεσης της κατάλληλης λέξης κατά την ομιλία. Οι περισσότεροι δεν είχαν νοσηλευθεί αρχικά, ενώ η μελέτη έκανε σύγκριση με άλλους 185 ανθρώπους χωρίς Covid-19 (η ομάδα ελέγχου).
Τα στοιχεία του Γραφείου Εθνικών Στατιστικών της Βρετανίας δείχνουν ότι το 10% έως 25% όσων αρρώστησαν από Covid-19, στη συνέχεια έχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κάποια χρόνια νόσο. Η νέα μελέτη δείχνει ότι ακόμη και μεταξύ όσων ποτέ δεν νοσηλεύθηκαν, εκείνοι που εμφάνισαν τα χειρότερα αρχικά συμπτώματα Covid-19, είναι πιθανότερο να έχουν επί εβδομάδες ή μήνες μετά διάφορα επίμονα συμπτώματα, όπως ναυτία, πόνους στην κοιλιά, πίεση στο στήθος, δύσπνοια κ.α., πέρα από τα γνωστικά προβλήματα. Τα άτομα άνω των 30 ετών είναι πιθανότερο να ταλαιπωρούνται από σοβαρά συμπτώματα διαρκείας από ό,τι οι νεότεροι.
«Η νέα μελέτη παρέχει σημαντικά στοιχεία ότι όταν οι άνθρωποι λένε πως έχουν γνωστικές δυσκολίες μετά την Covid-19, αυτές δεν είναι κατ’ ανάγκη αποτέλεσμα άγχους ή κατάθλιψης, αλλά πρόκειται για μετρήσιμες επιπτώσεις, κάτι ανησυχητικό πράγματι τους συμβαίνει. Ιδίως οι δυσκολίες της μνήμης μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων, μεταξύ άλλων την ικανότητ’α τους να εργασθούν κανονικά», δήλωσε ο ερευνητής δρ Μουζαφέρ Κασέρ του Τμήματος Ψυχιατρικής του Κέιμπριτζ.
Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι τα ευρήματά τους ενισχύουν άλλες μελέτες που δείχνουν ότι η κοινωνία θα αντιμετωπίσει τα «μεθεόρτια» ενός εργατικού δυναμικού με χειρότερη υγεία, λόγω της μακράς Covid-19. Ως τέτοια θεωρείται εφόσον τα συμπτώματα διαρκούν για περισσότερους από τρεις μήνες και δεν μπορούν να εξηγηθούν από μια εναλλακτική διάγνωση.
«Η μακρά Covid-19 έχει προσελκύσει πολύ μικρή προσοχή πολιτικά ή ιατρικά. Είναι επείγουσα ανάγκη το θέμα αυτό να αντιμετωπισθεί πιο σοβαρά. Η επίπτωση στον εργαζόμενο πληθυσμό μπορεί να είναι τεράστια», δήλωσε η ερευνήτρια δρ Λούσι Τσέκε του Τμήματος Ψυχολογίας του Κέιμπριτζ. «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι η μακρά Covid-19 είναι μόνο κόπωση ή ένας βήχας, αλλά τα γνωστικά ζητήματα είναι το δεύτερο συχνότερο σύμπτωμα και τα δεδομένα μας δείχνουν πως αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχει μια σημαντική επίπτωση στην ικανότητα κάποιου να θυμάται. Αυξάνονται πλέον τα στοιχεία ότι η Covid-19 έχει επίπτωση στον εγκέφαλο και τα ευρήματά μας το επιβεβαιώνουν αυτό», πρόσθεσε.
«Η λοίμωξη από τον κορονοϊό που προκαλεί την Covid-19, μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή στο σώμα και αυτή η φλεγμονή μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά και τη γνωστική απόδοση με τρόπους που δεν κατανοούμε πλήρως, όμως νομίζουμε ότι σχετίζονται με την αρχική υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος», ανέφερε ο δρ Κασέρ.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fnagi.2022.804922/full
ΑΠΕ-ΜΠΕ