Την ώρα που ο πληθωρισμός καλπάζει και κατατρώει τα πενιχρά εισοδήματα των πλέον ευάλωτων συμπολιτών μας και δοκιμάζει την αντοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων, επαγγελματιών και αγροτών, η Κυβέρνηση επιμένει στην προνομιακή αντιμετώπιση των μεγαλοϊδιοκτητών την ώρα μάλιστα που «κερδοσκοπεί» σε βάρος των καταναλωτών.
Στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου το οικονομικό επιτελείο ξαναπαρουσίασε την εξαγγελία μείωσης του ΕΝΦΙΑ με τα γνωστά παραδείγματα με τα οφέλη που προκύπτουν, χωρίς βέβαια καμία πρόνοια για τις επιπτώσεις της αύξησης των αντικειμενικών αξιών σε μια σειρά από φόρους και παροχές.
Όπως έχουμε επισημάνει το μεγαλύτερο όφελος, πάνω από 50% σε ορισμένες περιπτώσεις θα προκύψει για τους κατόχους ακίνητης περιουσίας μεγάλης αξίας, όταν η μεσοσταθμική μείωση θα είναι, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, 13%.
Ταυτόχρονα, την ώρα που η Κυβέρνηση χαρίζει τα 380 εκ. του συμπληρωματικού φόρου που καταργεί στους μεγαλοϊδιοκτήτες, εισπράττει πολλαπλάσια από τους καταναλωτές λόγω των μεγάλων ανατιμήσεων επί των οποίων εισπράττονται οι φόροι κατανάλωσης.
Μόνο το δίμηνο Νοέμβριος – Δεκέμβριος εισέπραξε παραπάνω από το στόχο του Προϋπολογισμού 522 εκ. ευρώ από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα Καύσιμα και τον ΦΠΑ., ποσό που θα αυξηθεί περαιτέρω τον Φεβρουάριο και τους επόμενους μήνες.
Το συμπέρασμα είναι ότι η Κυβέρνηση, που αρνείται συστηματικά να αποδεχτεί τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, για αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ακρίβειας, δουλεύει συστηματικά υπέρ των λίγων και ισχυρών, σε βάρος των πολλών και των πλέον ευάλωτων.