Ίσως η πρώτη Γεωργιανή ερωτική «μετανάστρια» στην Ελλάδα ήταν η μυθική Μήδεια, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας. Ο μύθος ήθελε τη Μήδεια να ερωτεύτηκε τον Ιάσονα, όταν έφτασε εκεί για το Χρυσόμαλλο Δέρας και να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα.
Χιλιάδες χρόνια μετά, στο μεταίχμιο του 20ού και 21ου αιώνα κατέφθασαν στην Ελλάδα, για πρώτη φορά και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, χιλιάδες γυναίκες από τη χώρα αυτή του Καυκάσου, για να εργαστούν και να βοηθήσουν τις οικογένειας τους, που άφησαν πίσω, στη πάμπτωχη Γεωργία. Εργαστήκαν σκληρά για μεροκάματα, στέλνοντας χρήματα πίσω, για να επιβιώσουν οι οικογένειές τους.
Ύστερα από τρεις δεκαετίες, η Γεωργιανή γυναίκα είναι πλέον συνώνυμη στην ελληνική κοινωνία, με τη δουλειά της καθαρίστριας, της γηροκόμου, της αποκλειστικής, της νταντάς.
Πολλές εξ αυτών ήταν μορφωμένες, αλλά αναγκάστηκαν να παρατήσουν τις σπουδές στην πατρίδα τους και να ξενιτευτούν λόγω της φτώχειας και της ανέχειας, αλλά στην Ελλάδα δεν βρήκαν μόνο εργασία. Συνάντησαν και τον… έρωτα και έκαναν οικογένειες. Άλλες, δεύτερης γενιάς, σπούδασαν εδώ, μιλούν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, ενώ τη μητρική την κρατάνε ως σημαία της ταυτότητάς τους και τη μαθαίνουν στα ελληνόπουλα τους.
Είναι η Νίνο, η Μέγκη, η Νατία και η Λίκα. Είναι Καυκάσιες «νύμφες» στην Ελλάδα και με αφορμή την «Ημέρα των Ερωτευμένων», μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Η αγάπη όλα τα μπορεί»
Η Νίνο Λουκασβίλι είναι φιλόλογος, διδάκτωρ στη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας και στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Διδάσκει ελληνικά στο Σχολείο Νεοελληνικής Γλώσσας του ΑΠΘ. Επίσης είναι διδάκτωρ επιστημών αγωγής, με θέμα «Η Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στην Ατζαρία (σς.Γεωργια) 1850-1938» και είναι παντρεμένη με τον συγγραφέα Γεώργιο Πρασσά.
«Για μένα, η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Είναι η χώρα που αγάπησα και με αγάπησε. Είναι πλέον το “σπίτι” μου, όπου θέλω να επιστρέψω μετά από κάθε ταξίδι», λέει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Νίνο Λουκασβίλι.
«Πρώτα ήρθα στην Ελλάδα για μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό. Εδώ γνώρισα τον άνδρα που παντρεύτηκα από αγάπη και εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Ελλάδα πριν από 15 χρόνια», λέει και συνεχίζει: «Στην οικογένειά μας δεν υπάρχει “το δικό μου, ελληνικό” και “το δικό σου, γεωργιανό”. Υπάρχει “το δικό μας”, που συμπεριλαμβάνει όλα όσα αγαπάμε και οι δυο μας. Σεβόμαστε ο ένας τον άλλο και τις επιθυμίες του καθενός», αναφέρει, επισημαίνοντας ότι η σχέση αιώνων μεταξύ Γεωργίας και Ελλάδας είναι σφραγισμένη και με τον χριστιανισμό. «Με βάπτισαν Νίνο (Νίνα). Η Αγία Νίνο είναι η πιο σημαντική Αγία των Γεωργιανών. Αυτή μας έφερε τον χριστιανισμό. Είναι συνδετικός κρίκος μεταξύ Ελλάδας και Γεωργίας, γιατί είναι ξαδέρφη του Αγίου Γεωργίου, απ’ όπου λένε ότι πήρε και το όνομά της η Γεωργία, η πατρίδα μου».
Σε ό,τι αφορά τη σχέση με συγγενείς, η Νίνο λέει ότι στάθηκε τυχερή. «Με τα πεθερικά μου έχω φανταστική σχέση. Η πεθερά μου έχει ταξιδέψει πολλές φορές στη χώρα μου και την αγαπάει πολύ και ο πεθερός μου με δέχτηκε με πολλή αγάπη. Το ίδιο ισχύει και για τον σύζυγό μου, Γιώργο. Αγάπησε τους γονείς μου και είχαν αναπτύξει από την πρώτη στιγμή μια υπέροχη σχέση, παρά το γεγονός ότι δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Η Νίνο και ο Γιώργος μεγαλώνουν την κόρη τους, της Άννα, που σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να απομακρυνθεί από τον γεωργιανό πολιτισμό και τη γλώσσα.
Ο σύζυγός της Γιώργος Πρασσάς αναφέρει πως ο έρωτάς του με τη Νίνο, τού έφερε έμπνευση στη ζωή αλλά και στο συγγραφικό του έργο. «Τα πάντα στη ζωή σημαδεύονται από την αγάπη», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα με ιστορία αγάπης, κάπου στο 2000, δεν είχα ιδέα ότι θ’ αγαπήσω και θα δημιουργήσω οικογένεια, με ευθύνες, υποχρεώσεις αλλά και το μαγικό συστατικό “της αγάπης”. Και του ‘δωσα τον τίτλο “Η αγάπη όλα τα μπορεί”, περισσότερο σαν ευχή, σαν μια εύκολη φράση που κολλάει παντού, παρά σαν βεβαιότητα».
Αυτήν την περίοδο, ο Γιώργος Πρασσάς γράφει καινούριο μυθιστόρημα, για έναν Γεωργιανό μετανάστη, που έρχεται στην Ελλάδα. «Το νέο βιβλίο, που δεν εκδόθηκε ακόμη, λέγεται “Gamarjoba”, δηλαδή “Χαίρετε” κι έτσι ακριβώς θέλω να χαιρετήσω την καινούρια μέρα, όλες τις καινούριες μέρες που ξημέρωσαν στη ζωή μου, τις εμπειρίες και τ’ ατέλειωτα συναισθήματα, απ’ όταν γνώρισα τον άνθρωπό μου, τη Νίνο», επισημαίνει.
Η πολυφωνία σώζει την ψυχή των Γεωργιανών μεταναστών
Η μουσειολόγος αλλά και μουσικός Νατία Μάισαράτζε γνώρισε τον Έλληνα σύζυγό της σε μια έκθεση στη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε για ένα σεμινάριο, ως φοιτήτρια στο διδακτορικό τμήμα του Ινστιτούτου Μουσειολογίας και Καλών Τεχνών της Τιφλίδας.
«Ήρθα στην Ελλάδα για να πλουτίσω τις γνώσεις μου πάνω στην τέχνη που σπούδαζα. Αφού γνώρισα τον μελλοντικό μου άντρα, επέστρεψα. Αλλά ο σύζυγός μου σε λίγο καιρό έφτασε στη χώρα μου και μού έκανε πρόταση γάμου. Παντρεύτηκα από έρωτα. Η μητέρα μου αρχικά δεν ήταν σύμφωνη με την επιλογή μου. Έλεγε το γνωστό, που το λένε και στην Ελλάδα, το “παπούτσι από τον τόπο σου…”, περίπου τέτοια παροιμία υπάρχει και στη Γεωργία».
Η Νατία είναι από τις πιο δραστήριες γυναίκες στην κοινότητα των Γεωργιανών και δεν μετάνιωσε ποτέ που παντρεύτηκε Έλληνα. Η κόρη τους έγινε φέτος 16 ετών. «Ο άνδρας μου νιώθει και δηλώνει περήφανος για το γεγονός ότι η κόρη μας μιλάει τέσσερις γλώσσες, μεταξύ αυτών και τα γεωργιανά. Επίσης με καμαρώνει που ασχολούμαι με δραστηριότητες στην κοινότητα των Γεωργιανών, στη Θεσσαλονίκη», λέει και μας εξηγεί: «Ένας λόγος που ερωτεύτηκα τον συγκεκριμένο Έλληνα, ήταν το γεγονός ότι είχα καταλάβει από την αρχή πως θα με στηρίξει σε όλα!
Εμείς, οι Γεωργιανές, μπορεί να μην είμαστε φεμινίστριες, αλλά τα ηνία της οικογένειας μάθαμε να τα κρατάμε δυνατά. Είμαστε ισότιμες με τους άντρες μας σε ό,τι αφορά τις οικογενειακές υποθέσεις. Είμαστε δραστήριες γυναίκες, ενώ μεγαλώνουμε με αυστηρά ήθη και έθιμα, αφού ακόμα, στα χωριά, η κοπέλα πρέπει να κρατάει την παρθενιά της πριν από τον γάμο. Αλλά στην παράδοσή μας δεν υπάρχει απαγορεύεται να δραστηριοποιούμαστε στην ευρύτερη κοινωνία, να μαθαίνουμε τραγούδια, να χορεύουμε, να κάνουμε τον κόσμο να χαμογελάει».
Η Νατία μιλάει με πολύ ενθουσιασμό και για τον θεσμό της γιορτής του Δήμου Θεσσαλονίκης «Πολυγλωσσία». «Δεν μπορώ να περιγράψω την αγάπη μου γι’ αυτή την δράση. Μέσω της γιορτής Πολυγλωσσίας, εμείς, οι Γεωργιανοί αναδεικνύουμε τον πολιτισμό μας, επικοινωνούμε με άλλες κοινότητες μεταναστών στη Θεσσαλονίκη, και είμαι σίγουρη, ότι αυτός ο θεσμός- δημιούργημα του Δήμου θα υιοθετηθεί από άλλους δήμους της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης».
Συζητώντας για τη σχέση μια Γεωργιανής νύμφης με τα πεθερικά, μας λέει: «Η Ελληνίδα πεθερά και ο Έλληνας πεθερός με δέχτηκαν πολύ καλά, παρόλο που γι’ αυτούς ήμουν μια ξένη νύφη. Οι γονείς πάντα καταλαβαίνουν. Όταν ο γιος τους είναι ευτυχισμένος, τότε συμφιλιώνονται με τις επιλογές του. Οι γονείς του συζύγου μου με δέχτηκαν με ανοιχτή καρδιά αλλά και οι δικοί μου, στη Γεωργία, τελικά συμφώνησαν με την επιλογή μου».
Για τη νοσταλγία για την πατρίδα της, που καμιά φορά της πικραίνει τη ζωή, η Νατία βρήκε έναν τρόπο θεραπείας. «Νοσταλγία; Φυσικά και έρχεται κάποιες στιγμές, αλλά μόλις παίρνω στα χέρια μου την κιθάρα και τραγουδάω τα μελωδικά γεωργιανά τραγούδια, που τα λατρεύω, μού φεύγει η νοσταλγία και λυτρώνομαι», λέει η Νατία, που παίζει εκτός από κιθάρα, πιάνο και άρπα.
«Στη Γεωργία τραγουδούν όλοι! Δεν υπάρχει περίπτωση, αν είσαι σε μία παρέα, σ’ ένα τραπέζι, εάν κάποιος ξεκινάει το μοτίβο και τα πρώτα λόγια του τραγουδιού, να μην μπαίνουν στην παρέα δεύτερες φωνές, ακόμα και τρίτες. Η πολυφωνία είναι η δική μας μοναδική κουλτούρα, που στα ξένα είναι ένα απόλυτα θεραπευτικό φάρμακο για την ψυχή».
Ήταν η μοίρα μου να βρω την αγάπη στην Ελλάδα
Η Λίκα Αλεξίτζε, αυτή την περίοδο μεταφράζει από τα γεωργιανά στην ελληνική γλώσσα το μυθιστόρημα του Νοντάρ Ματσαρασβίλι, εγγονού του γκουρού της σύγχρονης γεωργιανής λογοτεχνίας Νοντάρ Ντουμπάτζε.
«Το βιβλίο, που με συγκλόνισε, μιλάει για την εποχή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και την πρώτη δεκαετία της ανεξαρτησίας της Γεωργίας, το 2000», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Λίκα, μεταφράστρια, στη Θεσσαλονίκη. «Σπούδασα δημοσιογραφία. Αποφοίτησα από τη σχολή και αμέσως παντρεύτηκα τον πρώτο μου σύζυγο, συμπολίτη μου ελληνικής καταγωγής. Φύγαμε για την Ελλάδα, όπου γέννησα δυο κόρες, αλλά ο γάμος μας διαλύθηκε, επειδή υπήρχαν πολλά προβλήματα επιβίωσης. Ο άνδρας μου δεν κατάφερε να βρει δουλειά και εγώ ως Γεωργιανή, ήμουν χαμένη.
Προσπαθήσαμε στα χρόνια της κρίσης να βρούμε μια νέα ζωή στη Γερμανία, όπου μεταναστεύσαμε. Το αξιοσημείωτο ήταν πως ενώ στην Ελλάδα αισθανόμουν ξένη, Γεωργιανή, στη Γερμανία, μεταξύ πολλών ξένων, ήμουν καλύτερα», λέει. Ούτε, όμως, η Γερμανία έσωσε τον γάμο… Επέστρεψαν στην Ελλάδα και η Λίκα με τις κόρες της έφυγε ξανά πίσω στην πατρίδα της, τη Γεωργία. «Βρήκα αμέσως εργασία στην ιδιωτική τηλεόραση της Τιφλίδας, έκανα ρεπορτάζ και η δημιουργική δραστηριότητα με γέμισε. Αλλά οι κόρες μου δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στην Τιφλίδα, ένιωθαν ξένες», αφηγείται.
Εξασφαλίζοντας το μέλλον των παιδιών της, η Λίκα γύρισε στη Θεσσαλονίκη και στις πρώτες μέρες συνάντησε τον Λάζαρο, τον δεύτερο σύζυγό της. «Ο έρωτάς μας ήταν κεραυνοβόλος, αλλά έχουμε και μια αγάπη μεγάλη. Ήταν η μοίρα μου να επιστρέψω στην Ελλάδα και βρω την καλή μου τύχη», τονίζει και συνεχίζει: «Το μόνο που φοβόμουν πολύ ήταν η μητέρα του Λάζαρου, το πώς θα δεχτεί για νύφη ξένη, με δύο παιδιά. Είχα άγχος και, όμως, όταν την πρωτοείδα, ηρέμησα, γιατί μπροστά μου ήταν μια μητέρα που το μόνο που ήθελε ήταν να είναι ευτυχισμένος ο γιος της. Τόσο έξυπνη και καλόκαρδη Ελληνίδα μάνα, που αμέσως κατάλαβε, ότι εμείς οι δύο δεν βρεθήκαμε για μία μέρα, αλλά για όλη τη ζωή. Γέννησα και τον Κωστάκη, που είναι τώρα επτά χρονών και βρήκα, μέσω του συντρόφου μου, μια μεγάλη ελληνική ευτυχισμένη οικογένεια!».
«Αφού παντρεύτηκα Έλληνα, έσπευσα να αναγνωρίσω το πτυχίο μου στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο»
Η Μέγκη Μποστογανασβίλη – Κούλη, στη Γεωργία έχει σπουδάσει στις ανώτερες σχολές μουσικής. Ήρθε στην Ελλάδα το 2004, με άριστες γνώσεις και θέληση να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή. Ξεκίνησε να εργάζεται ως οικιακή βοηθός σε μία οικογένεια γιατρών, αλλά από τις πρώτες μέρες στην Ελλάδα εντάχθηκε στην κοινότητα των Γεωργιανών μεταναστών, δημιουργώντας το κουαρτέτο «Νεράιδες». «Είχα δημιούργησει και στην πόλη Ρουστάβι, στη Γεωργία, από που κατάγομαι, το πρώτο μου κουαρτέτο, το οποίο ονόμασα “Νεράιδες”, έχοντας την ελληνική μυθολογία ως όχημα στη δημιουργική μας δουλειά» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η Μέγκη έχει οργανώσει στη Θεσσαλονίκη φεστιβάλ τραγουδιού και άλλων ταλέντων, στο οποίο συμμετείχαν παιδιά και έφηβοι από οικογένειες Γεωργιανών μεταναστών.
Μετά, ήρθε ο έρωτας στη ζωή της και ο γάμος με τον Έλληνα Σταύρο Κούλη. «Παντρευτήκαμε το 2009 και έσπευσα να αναγνωρίσω το πτυχίου μου, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στην Κέρκυρα, στο τμήμα Μουσικών Σπουδών.
Η Μέγκη με τον Σταύρο απέκτησαν δύο κοριτσάκια, την Αννούλα (9 ετών) και τη Ναταλία (5 ετών). Και οι δυο κάνουν μαθήματα στο πιάνο και το τραγούδι, ειδικά η Αννούλα έχει μεγάλο ταλέντο, όπως θεωρεί η μουσικός μητέρα της.
Για τη Μέγκη είναι ο πρώτος γάμος, ενώ για τον άντρα της ο δεύτερος καθώς όταν τον γνώρισε ήταν ήδη χωρισμένος. «Παντρευτήκαμε από έρωτα και ίσως αυτό κάνει την οικογένειά μας πολύ δυνατή και ενωμένη. Ο σύζυγός μου ενδιαφέρεται για ό,τι γεωργιανό υπάρχει, έρχεται μαζί στις εκδηλώσεις της κοινότητάς μας, τού αρέσει η κουλτούρα μας και ο πολιτισμός, ενώ εγώ, από την πλευρά μου, προσπάθησα να μάθω καλά την ελληνική γλώσσα και την ελληνική κουζίνα, που δεν είναι και τόσο πικάντικη όσο η δικιά μας», λέει.
Η Μέγκη μας αφηγείται τη ζωή με θετική διάθεση και θέλει να μοιραστεί μαζί μας την ευτυχία της. «Με τον Σταύρο κάνουμε πολλά πράγματα μαζί, μοιραζόμαστε τη χαρά αλλά και τα προβλήματα, όταν εμφανίζονται και, φυσικά, τα σχέδια για το μέλλον», λέει και συμπληρώνει με μια χιουμοριστική διάθεση: «Αλλά τις διακοπές στην Ελλάδα, τις κανονίζω μόνο εγώ. Επιλέγω τα μέρη που θα πάμε, γιατί ο Σταύρος σέβεται την ανάγκη μου να γνωρίσω καλύτερα την Ελλάδα», αναφέρει χαρακτηριστικά και εξηγεί: «Τακτικά πηγαίνουμε μαζί στις συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής και, όπως λέει ο σύζυγός μου, χάρη στον γάμο μας και σε μένα, μυήθηκε στην κλασική μουσική, που τού αρέσει τώρα πάρα πολύ».
*Τις φωτογραφίες παραχώρησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι Νίνο Λουκασβίλι, Νατία Μάισαράτζε, Λίκα Αλεξίτζε, Μέγκη Μποστογανασβίλη – Κούλη
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σοφία Προκοπίδου