Mια συνοπτική ανάγνωση της στατιστικής ταυτότητας της Ελλάδας, μέσα από αριθμούς και παρατηρήσεις προσφέρει η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν και του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με την έκθεση αξίζει να δούμε μερικά βασικά σημεία που αφορύν το θέμα της υγείας, όπως τα κωδικοποιεί το σημερινό K Report: Το προσδόκιμο ζωής μας μειώθηκε 6 μήνες το 2020 λόγω covid, έτσι ζούμε λίγο περισσότερο (81,2 έτη το προσδόκιμο) από τον μέσο Ευρωπαίο (80,6 έτη), λιγότερο όμως από τον δυτικοευρωπαίο.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ για την κατάσταση της υγείας στη χώρα μας, είμαστε καπνιστές (από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη), δεν κάνουν «άμετρη κατανάλωση ποτού» (από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη), τα ελληνόπουλα ρέπουν προς την παχυσαρκία, κύριες αιτίες θανάτου παραμένουν η ισχαιμική καρδιοπάθεια και το εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ ο καρκίνος του πνεύμονα είναι η συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο.
Η κατάσταση της υγείας του πληθυσμού κρίνεται καλή, στην Έκθεση καταγράφονται μια σειρά προβλήματα στο σύστημα Υγείας, που ήδη βρίσκονται στο δημόσιο διάλογο: Πρώτη διαπίστωση, ότι οι δομές υγείας συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις αστικές περιοχές, και διαθέτουμε συγκριτικά λίγες νοσοκομειακές κλίνες, κατά μέσο όρο, 4,2 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, έναντι των 5,3 κλινών που είναι στην ΕΕ συνολικά. Δεύτερη διαπίστωση, οι κατά κεφαλήν δαπάνες για την υγεία στην Ελλάδα (7,8% του ΑΕΠ) εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (9,9%). Τρίτη, ότι υπάρχει πρόβλημα οργάνωσης στο σύστημα Υγείας.
Παρ’ ότι διαθέτουμε τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό ιατρών μεταξύ των χωρών της ΕΕ, τα επίπεδα μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην Ελλάδα ήταν το δεύτερο υψηλότερο μετά την Εσθονία: Το 8,1 % του ελληνικού πληθυσμού ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες (λόγω κόστους, απόστασης που πρέπει να διανυθεί ή χρόνου αναμονής) σε σύγκριση με 1,7 % κατά μέσο όρο σε επίπεδο ΕΕ. Και βεβαίως το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Το ποσοστό μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης για τα νοικοκυριά με το κατώτατο εισόδημα ήταν 20 φορές φορές υψηλότερο από το ποσοστό για τα νοικοκυριά με τα ανώτατα εισοδήματα