Ετοιμαστείτε για το 2022, μια χρονιά του ζην επικινδύνως.
Πολλά από τα κέρδη του μεταπολεμικού κόσμου θα δοκιμαστούν. Ανάμεσά τους, η ασφάλεια της Ευρώπης και της Ασίας, η ανθεκτικότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης, η πρόοδος των ανοιχτών αγορών, η βαρύτητα των ατομικών δικαιωμάτων, η βεβαιότητα της ανθρώπινης προόδου.
Ποτέ άλλοτε στα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ένας Αμερικανός Πρόεδρος δεν έχει μπει σε έναν νέο χρόνο αντιμέτωπος με ένα τόσο εκρηκτικό μίγμα γεωπολιτικής και εγχώριας ανασφάλειας. Η σύγκλιση των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων, εν μέσω προκλήσεων και διχασμών, ανεβάζει το επίπεδο δυσκολίας για οποιαδήποτε αποτελεσματική απάντηση.
Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε την ανησυχητικότερη αύξηση του πληθωρισμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες και τη συνεχιζόμενη απειλή της Covid-19. Τα προβλήματα αυτά θα αυξήσουν ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες του πλανήτη.
Τούτων λεχθέντων, τρεις είναι οι εξωτερικοί παράγοντες που θα μας ανησυχήσουν πιο άμεσα το 2022. Μια ρεβανσιστική Ρωσία είναι αποφασισμένη να διατηρήσει την Ουκρανία στην τροχιά της. Η Κίνα κλιμακώνει τις απειλές της κατά της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν. Και το Ιράν κινείται τόσο γρήγορα προς το σημείο καμπής των πυρηνικών του όπλων, που το Ισραήλ ίσως να αναγκαστεί να απαντήσει.
Οι κίνδυνοι αυτοί αυξάνονται στον βαθμό που οι ηγέτες της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν, έχοντας καταγράψει την αποχώρηση της κυβέρνησης Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, ίσως να θεωρήσουν ότι το 2022 είναι η καλύτερη στιγμή για να προωθήσουν τις γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες.
Οι αισιόδοξοι ανάμεσά μας θα παρηγορηθούν από το γεγονός ότι οι πρόοδοι της τεχνολογίας, της υγειονομικής περίθαλψης και της πρόσβασης στη γνώση μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα εποχή παγκόσμιας προόδου. Υπάρχουν επίσης αρκετές ενδείξεις ότι οι δημοκρατίες ανασυντάσσονται, ενώ από την άλλη πλευρά οι αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης είναι εύθραυστες. Με την κλιμάκωση της καταστολής και τον όλο και πιο ασφυκτικό έλεγχο των επιτυχημένων επιχειρήσεων, για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Σι απομακρύνεται από τις διεθνείς αγορές, προκαλώντας ρήγματα στο αυγό που έχει γεννήσει το οικονομικό θαύμα της χώρας του.
Αλλά και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες του Προέδρου Πούτιν προσκρούουν στις οικονομικές κυρώσεις, τις δημογραφικές προκλήσεις και την εξάρτηση της ρωσικής οικονομίας από την ενέργεια. Όσο για το Ιράν, πόσον καιρό ακόμη μπορεί το καθεστώς να αντέξει μια τόσο εκτεταμένη διαφθορά;
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν και το επιτελείο της για την εξωτερική πολιτική διέγνωσαν εγκαίρως αυτές τις προκλήσεις. Το πραγματικό τεστ για τον δεύτερο χρόνο της στην εξουσία δεν θα είναι όμως τόσο η κατανόηση του ιστορικού χαρακτήρα αυτών των προκλήσεων, όσο η οργάνωση για την επιτυχή διαχείρισή τους.
Η επόμενη χρονιά θα αρχίσει με τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου και τη συσσώρευση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία, για να συνεχιστεί με ένα συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος που θα χρίσει τον Σι ισόβιο Πρόεδρο και με τις ενδιάμεσες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε κάθε περίπτωση, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, θα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες εκείνες που θα γράψουν το σενάριο.
(*) O Φρέντερικ Κεμπ είναι πρόεδρος του Atlantic Council
ΑΠΕ-ΜΠΕ / CNBC.com