Η διαφήμιση με τον Ακάκιο και τα μακαρόνια ΜΙΣΚΟ (σημερινά Barilla) είναι μια εμβληματική επικοινωνιακή ενέργεια που γνώριζαν εκατομμύρια νεοέλληνες. Εκείνο που δεν γνώριζαν τόσοι πολλοί, είναι ότι η σπουδαία Ροζίτα Σώκου, ήταν εγγονή του Φώτη Μιχαηλίδη που μαζί με τον Μίνωα Κωνσταντίνη ίδρυσαν την εταιρεία στον Πειραιά, το 1927.
Η Ροζίτα Σώκου που έφυγε πλήρης ημερών την εβδομάδα που πέρασε, είναι η γυναίκα –δημοσιογράφος που έγινε λαμπερό αστέρι δεκαετίες πριν διάφοροι συνάδελφοί της βγούνε στο γυαλί κι επιχειρήσουν κάτι τέτοιο.
Σπουδαία προσωπικότητα, κοφτερό μυαλό, δηλητηριώδης πένα, και γλώσσα που κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσάκιζε, απέφευγε οιοδήποτε φίλτρο στη σκέψη της. Κι η ίδια έλαμπε! Σε σημείο που ο Ομάρ Σαρίφ σαγηνευμένος δεν σταματούσε να χορεύει μαζί της βάλς, ο Μάρλον Μπράντο να δηλώνει εκστασιασμένος από την προσωπικότητα της γυναίκας και να την αποκαλεί «βικτωριανή». Ο δε γνωστός για τις ιδιαιτερότητές του Γιάννης Τσαρούχης, την αποκαλούσε μούσα του και της ζητούσε να την παντρευτεί! Ο δε Νουρέγιεφ της ζητούσε να τα παρατήσει όλα και να συγκατοικήσουν στο Παρίσι!
Η Ροζίτα Σώκου είναι η δημοσιογράφος που μισούσε τη Μελίνα, δεν δίσταζε να τα βάζει με όσους ενοχλούσαν τον ορθολογισμό και την αισθητική της κι η μοναδική που έχει αποκαλέσει «γελοίο» τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο.
Η ίδια, μεγαλωμένη στην μεγαλοαστική προπολεμική Αθήνα, είχε Γαλλίδα γκουβερνάντα, δασκάλες του πιάνου, των Γαλλικών, των Αγγλικών και το παιγνίδι της ήταν η μουσική κι οι βιβλιοθήκες! Μετά το Αρσάκειο πήγε στη Σχολή Καλών Τεχνών κι όταν τέλειωσε έφυγε στην Οξφόρδη για να εμπλουτίσει τις σπουδές της. Εκεί σπούδασε Λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Μα όταν επέστρεψε, βρέθηκε μπροστά σ’ έναν οικογενειακό κυκλώνα. Η μητέρα της είχε σηκώσει όλη την περιουσία του πατέρα της κι είχε εξαφανιστεί με τον εραστή της. Όλη η οικογένεια στον άσσο! Κι εκείνη στον δρόμο του «μεροκάματου» για την επιβίωση. Δεν το είχε βιώσει ποτέ, μα δεν δυσκολεύθηκε διόλου. Η δημοσιογραφία έγινε αγαπημένη της και τα κείμενά της ήταν εξ αρχής συναρπαστικά. Πάντα γύρω από την τέχνη και το πολιτισμό. Άλλωστε το «μικρόβιο» ήταν κληρονομικώ δικαιώματι από την πλευρά του πατέρα της που ήταν δημοσιογράφος μα και σημαντικός θεατρικός συγγραφέας.
Έκανε ένα εξαιρετικό επαγγελματικό κύκλο στο περιοδικό «Χόλλυγουντ», στην εφημερίδα «Οι καιροί» (1948-50), στη «Βραδυνή» (1949-55), συγχρόνως στην αγγλική «Athens News» (1952-80), καθώς και στην «Καθημερινή» (1953-67), στη «Μεσημβρινή» (1961-65), στην «Ακρόπολι» (1967-76), στο «Έθνος» και από το 1968 στην «Απογευματινή».
Ταυτοχρόνως, ως πολυσχιδής προσωπικότητα είχε ξεκινήσει τις μεταφράσεις, σχεδόν σε μόνιμη συνεργασία με τις εκδόσεις «Γαλαξίας». Σενάρια του Μπέργκμαν, Ο μεγαλοφυής και η θεά, Εγώ το ρομπότ, Ανθολογία επιστημονικής φαντασίας, Σολάρις, Κυβεριάδα, τη σειρά του Κόρτο Μαλτέζε κ.ά. Από το 1974 άρχισε η ενασχόλησή της με το θέατρο, διασκευάζοντας θεατρικά το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι και τον Λεντς για το Θέατρο Έρευνας.
Έκανε άπειρα επαγγελματικά ταξίδια σε χώρες και πόλεις που υπήρχαν πολιτισμικά γεγονότα. Φεστιβάλ Βενετίας , Κάννες, Ρώμη, Παρίσι, Νέα Υόρκη. Σ’ ένα από αυτά γνώρισε τον Ιταλό κριτικό κινηματογράφου Μάνλιο Μαραντέϊ, που έγινε σύζυγος και πατέρας της κόρης της. Κι έζησε όλα τα φεστιβάλ, από με τα σμόκιν και τις τουαλέτες μέχρι εκείνα που σταδιακά καταργήθηκαν οι αυστηροί ενδυματολογικοί κώδικες.
Ροζίτα και Γιάννης Τσαρούχης
Η σχέση που είχε δημιουργήσει με τον Τσαρούχη από την εποχή που ήταν δάσκαλός της στη Σχολή Καλών Τεχνών, υπήρξε παροιμιώδης. Με απίστευτη αφοσίωση ένθεν κακείθεν. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσαρούχης στην περίοδο της κατοχής εγκαθίσταται σπίτι της, της κάνει μαθήματα ζωγραφικής, σκηνικών και τελικά φτάνουν στο επίπεδο να σχεδιάζουν μαζί παραστάσεις. Είναι η εποχή που οι ομοφυλόφιλοι της Αθήνας την προσκυνούν, επειδή τους αποδεχόταν και δεν τους έβριζε, όπως ήταν το σύνηθες της εποχής… Εκείνη την περίοδο, κυρίως από τη συναναστροφή με τον Τσαρούχη γνωρίζει τον ιδιοφυή Γιάννη Ξενάκη, τον Νίκο Γεωργιάδη, τον Μίνωα Αργυράκη, τον Γαϊτη μα και τον Μάνο Χατζηδάκι.
Ροζίτα και Ρούντολφ Νουρέγιεφ
Το ίδιο καρμική ήταν κι η σχέση της με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Τον γνώρισε όταν η ίδια ήταν σε ηλικία απόλυτης ωριμότητας, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80.Κι έγινε η σκιά του. Έζησαν ως ζευγάρι μα δεν ήταν. Κι όταν της ζήτησε να μείνουν μαζί στο Παρίσι και στο σπίτι του στις όχθες του Σηκουάνα, εκείνη αρνήθηκε λέγοντάς του ότι δεν μπορεί να πλαγιάζει με κάποιον που είχε πάει με άνδρα! Εκείνος την έβλεπε ως μέντορα! Τον καθοδηγούσε, τον προστάτευε, τον διόρθωνε (!!), του άλλαζε ακόμη και χορευτικές κινήσεις. Ο ίδιος της ζήτησε να γράψει τη βιογραφία του! Κι η Ροζίτα τη «ζωγράφισε» φτιάχνοντας ένα βιογραφικό μα και λογοτεχνικό αριστούργημα.
Το μίσος για τη Μελίνα
Όσοι τη ζούσαν αλλά και όσοι γνώριζαν δεν της ανέφεραν ποτέ το παραμικρό περί Μελίνας Μερκούρη. Ο δε τρόπος που μιλούσε η Ροζίτα Σώκου για την Μελίνα, έκανε ακόμη και τα κορίτσια της Τρούμπας να κοκκινίζουν. Την χαρακτήριζε πρόστυχη, ελεεινή ηθοποιό κι ένα σωρό παρόμοια. Βαριές εκφράσεις που λέγεται ότι έχουν την απαρχή τους στην κατοχή, τότε που η Αθήνα πεινούσε και άνθρωποι πέθαιναν κι η Μελίνα ήταν στο πολύ στενό περιβάλλον συνεργατών των Γερμανών και καλοπερνούσε. Έχει γράψει: «Εμείς τη Μελίνα… τα ξέραμε όλα της τα κουτσομπολιά. Στα 17 της σηκώθηκε κι έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Γιώργο Παππά, ο οποίος ήταν και κ…λάγνος! Θέλω να πω, ότι εμένα δεν με απασχολούσε καθόλου κι εγώ τη λάτρεψα όταν έκανε τη Στέλλα, παρότι σε όλη την Κατοχή τα είχε με τον πιο φανερό συνεργάτη των Γερμανών, τον Γιαδικιάρογλου, ο οποίος έδωσε σε συνάδελφο δικό μου ένα μπουκάλι λάδι κι εκείνος του έδωσε ένα χρυσό μενταγιόν με αλυσίδα και το φορούσε η Μελίνα και καμάρωνε»!
Έγραψε κι άλλα: «Εκμεταλλεύτηκε στυγνά τη χούντα για να γίνει σταρ, και μάλιστα ήταν μια από εκείνες που άσκησε κριτική στην Τζάκι Κένεντι, επειδή δεν… εκμεταλλεύτηκε αρκούντως τον θάνατο του JFK».
Κι άλλα: «Ήταν ελεεινή ηθοποιός. Μιλώ ανεξάρτητα από ό,τι ηθικό της έχω προσάψει. Στη «Μήδεια» ήταν ανυπόφορη. Ο μονόλογός της ήταν για να ξερνάνε οι πάπιες. Είχε νευριάσει, θυμάμαι, με την Ντένη Βλαχιώτη, που της είχε κάνει ένα υπέροχο κοστούμι, που αυτή τη στιγμή εκτίθεται στο Τόκυο. Για να της πάει κόντρα, αγόρασε στην Αμερική ένα πολύ λαϊκό κοστούμι. Όμως, σύμφωνα με το συμβόλαιο, έπρεπε στην πρόβα τζενεράλε να φορέσει της Ντένης. Πήγαινε λοιπόν μπροστά της, σήκωνε το κοστούμι και φυσούσε τη μύτη της για να δείξει πόσο την περιφρονεί… Μόνο στη «Στέλλα”» ήταν καλή, γιατί είχε προσαρμόσει ο Κακογιάννης το ρόλο στο δικό της στυλ. Έκανε τον εαυτό της. Αυτό το ύφος είχε και στην πραγματικότητα. Ήταν πολύ κακή ηθοποιός. Έκανε νάζια επί σκηνής. Όταν την έβλεπα να παίζει, ντρεπόμουν που ήμουν γυναίκα…».
Η άρνηση στον Καραμανλή
Όταν εργαζόταν στο «Athens News» του Γιάννη Χορν, της ζητήθηκε να γράψει ένα πορτραίτο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ήταν τότε ο πιο επιτυχημένος υπουργός της κυβέρνησης Παπάγου, στο υπουργείο Συγκοινωνιών. Ο Καραμανλής εντυπωσιάστηκε από τη δομή του προφορικού της λόγου. Άλλοτε φειδωλή κι άλλοτε γεμάτη φτιασίδια κι επίθετα. Της ζήτησε να αναλάβει το Γραφείο Τύπου του υπουργείου του. Εκείνη δεν του απάντησε ποτέ κι ο Καραμανλής της το υπενθύμιζε με χιούμορ μέχρι τα γεράματά του. «Θα είχα αυτοκτονήσει αν έμπλεκα με την πολιτική. Θα εξαϋλωνόταν η ψυχή μου», έλεγε. Όντως, έτσι ήταν, δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική, ούτε είχε φιλίες με ανθρώπους της.
Να η ευκαιρία
Κι αν όλα αυτά κι η ίδια ήταν γνωστά σε μικρό κύκλο ανθρώπων, όλα άλλαξαν με την τηλεοπτική εκπομπή «Να η ευκαιρία». Τέλη της δεκαετία του ’70, κράτησε τέσσερα χρόνια και διεκόπη βιαίως μόλις ανήλθε στην εξουσία το ΠαΣοΚ. Ίσως το πρώτο ριάλιτι της ελληνικής τηλεόρασης, αλλά με απόλυτη ευπρέπεια, κουλτούρα και αισθητική. Οι κριτές εξαιρετικές προσωπικότητες του είδους τους. Ο συνθέτης Γιώργος Κατσαρός, ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου, η χορεύτρια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Σάσα Ντάριο κι η Ροζίτα Σώκου. Ήταν η εκπομπή που έφερε στο ελληνικό πεντάγραμμο τον Ηλία Κλωναρίδη, τον Θέμη Αδαμαντίδη, τον Μανόλη Λιδάκη, τη Γλυκερία, τη Νένα Βενετσάνου, τον Βασίλη Λέκκα και πολλούς άλλους.
Η Ροζίτα Σώκου έγινε αμέσως πρωταγωνίστρια της εκπομπής και γνωστή στο πανελλήνιο εξ αιτίας του «γλυκού» τρόπου με τον οποίο κατακεραύνωνε τους διαγωνιζόμενους. Κι όχι μόνο αυτό αλλά κι εξ αιτίας της πρόδηλης αγωγής της, της ευπρέπειας αλλά και της εμφανούς της καλλιέργειας. Οι βαθμοί που έβαζε (σπάνια ήταν τα δεκάρια της) εξέφραζαν σχεδόν πάντοτε τους τηλεθεατές. Η δε εμφάνισή της θύμιζε την αγαπημένη θεία όλων μας που ερχόταν επίσκεψη στο σπίτι απόγευμα Σαββάτου…
Η Ροζίτα Σώκου ήταν μια πολιτισμική εγκυκλοπαίδεια. Μια από τις προσωπικότητες του πολιτισμού που αν είχε ασχοληθεί με την πολιτική θα τον είχε απογειώσει. Συνάμα ήταν ο άνθρωπος που όποιος τη γνώριζε σαγηνευόταν από την προσωπικότητά της. Από τον Μάρλο Μπράντο και τον Ομάρ Σαρίφ, μέχρι τον μπακάλη ή τον βενζινοπώλη της γειτονιάς της. Ελεύθερο κι ανυπότακτο πνεύμα, μέγιστη υπηρέτρια της τέχνης που την υπηρέτησε με δημιουργική τρέλα μα και με έντονες κοινωνικές ανησυχίες. Σπουδαία γυναίκα, οραματίστρια του πολιτισμού και βασίλισσα της ευπρέπειας. Τιμή κι υπόκλιση!
Κάτι τελευταίο που καταδεικνύει τη σκέψη και τη μοναδικότητα της γυναίκας: Όταν επί χούντας η Ελένη Βλάχου σταμάτησε όλες τις εκδοτικές της δραστηριότητες κι έκλεισε ταυτοχρόνως την «Καθημερινή» και τη «Μεσημβρινή», οι δημοσιογράφοι –με πρώτη την ΕΣΗΕΑ- ξεσηκώθηκαν κι άρχισαν τις αγωγές εναντίον της! Η Ροζίτα Σώκου –μαζί με το άλλο «ιερό τέρας» Φρέντυ Γερμανό- αρνήθηκαν να τις υπογράψουν! Η ΕΣΗΕΑ την πέρασε από πειθαρχικό…
Της αρμόζει ως αποχαιρετισμός ένα ποτήρι σαμπάνια. Όπως της άρεσε κι εκείνης ν’ αποχαιρετά φίλους της που έζησαν όπως ήθελαν…