Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω δίνοντας συγχαρητήρια στον συναδελφό μου Χρήστο Σταϊκούρα, στον Θόδωρο Σκυλακάκη και σε όλη την ομάδα του Υπουργείου Οικονομικών για έναν προϋπολογισμό ο οποίος έχει όλες τις προϋποθέσεις μεταβίβασης της χώρας από ένα περιβάλλον ισχυρής ανάκαμψης σε ένα περιβάλλον βιώσιμης ανάπτυξης.
Και είναι ένας προϋπολογισμός ο οποίος πραγματικά μεταβολίζει ένα ιστορικό στοιχείο για την εποχή μας, μια ιστορική παράμετρο, το Ταμείο Ανάκαμψης. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα σχέδιο Μάρσαλ για το 2021, για το 2022 και γενικότερα για την εποχή που ζούμε.
Επειδή οι προϋπολογισμοί είναι δυσπρόσιτα κείμενα με πολλές οικονομικές έννοιες, οι πολιτικοί λένε – και σωστά – ότι οι προϋπολογισμοί αντανακλούν τις αξίες μας. Και εδώ πράγματι αυτό συμβαίνει. Και ακριβώς για αυτό η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών είναι άξια συγχαρητηρίων: γιατί η πυρηνική αξία που υπάρχει σε αυτό το κείμενο, είναι μία αξία η οποία αναγνωρίζει τη βαθιά πίστη στις δυνατότητές μας, μία αισιοδοξία σε σχέση με το πού πραγματικά μπορεί να πάει η χώρα με το ποιο πραγματικά είναι το όριο μας. Γιατί το όριο μας είναι ότι αυτό δεν υφίσταται.
Πάντοτε σε αυτή τη συζήτηση υπάρχει μία διάσταση αποτίμησης, υπάρχει μια διάσταση προγραμματισμού, για κάθε Υπουργείο και για κάθε υπουργό. Είναι δεδομένο πως στην εποχή του Covid-19 , την εποχή που βιώσαμε από την προηγούμενη χρονιά, υπήρξε μια πύκνωση του χρόνου, πάντα έτσι συμβαίνει στις κρίσεις, σε ό,τι αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό – και αυτό συνέβη διεθνώς.
Έγινε μία πολύ γρήγορη μετάβαση, μια βίαιη θα έλεγε κανείς μετάβαση, σε ψηφιακά μέσα. Ενώ οι τεχνολογίες αυτές ήδη υπήρχαν, αξιοποιήθηκαν στο μέγιστο βαθμό, αλλάζοντας κοινωνικά, επιχειρηματικά και εργασιακά μοντέλα. Και πλέον η Ελλάδα έχει καταφέρει να καλύψει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της απόστασης που τη χώριζε από άλλες χώρες. Και θα ήθελα να ξεκινήσω αναφέροντας αυτό το νούμερο από αυτό εδώ το βήμα, γιατί πλέον σήμερα έχουμε μια εικόνα για το τι συνέβη φέτος.
Επιτρέψτε μου καταρχήν να πω τι είναι οι ψηφιακές συναλλαγές, ο αριθμός στον οποίο θα ήθελα να αναφερθώ. Ψηφιακή συναλλαγή είναι η πρόσβαση του πολίτη στο κράτος με τα στοιχεία του, καθώς επίσης και το κράτος, αν έχει ήδη τα στοιχεία σου, με τη συγκατάθεση σου να μπορεί να τα αξιοποιεί χωρίς να σε ρωτά. Αυτός είναι ένας σχεδιαστικός κανόνας που τον ξεκίνησαν οι Εσθονοί και ονομάζεται «μόνον άπαξ» – once only στα Αγγλικά. Η ιδέα είναι ότι αν προσθέσει κάνεις αυτούς τους δύο αριθμούς, έχουμε μια εικόνα για το πόσες φορές δε χρειάστηκε να πάμε σε μια ουρά ενός γκισέ – πόσο μάλλον στην εποχή της πανδημίας.
Ποια είναι η εξέλιξη αυτού του αριθμού στο χρόνο: το 2018 είχαμε 8,8 εκατομμύρια ψηφιακές συναλλαγές, δηλαδή το 2018 είχαμε 8,8 εκατομμύρια ουρές οι οποίες δεν έλαβαν χώρα με φυσικό τρόπο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν ψηφιακά μέσα και εξυπηρετήθηκε ο κόσμος έτσι. Το 2019 το νούμερο αυτό έγινε 34 εκατομμύρια, το 2020 το νούμερο έφτασε τα 94 εκατομμύρια και σήμερα το πρωί ζήτησα τα στοιχεία για το 2021 και είναι στα 490 εκατομμύρια. Δηλαδή φέτος μιλάμε χονδρικά για 500 εκατομμύρια ψηφιακές συναλλαγές. Περίπου δηλαδή για 55 ουρές που γλιτώσαμε, για κάθε ενήλικο πολίτη της χώρας για 55 ουρές που δεν έλαβαν χώρα ειδικά σε μια περίοδο πανδημίας.
Αυτό από μόνο του είναι πάρα πολύ σημαντικό: είναι μία εκθετική καμπύλη που δείχνει ένα εκθετικό άλμα και δείχνει το πόσο πολύ ανάγκη είχε ο κόσμος τις αλλαγές αυτές στο Δημόσιο, στις ψηφιακές υπηρεσίες. Και βέβαια, η μετάβαση από τις 501 υπηρεσίες του gov.gr στις 1.304 που έχουμε σήμερα το πρωί, μέσα σε περίπου 20-21 μήνες δείχνει επίσης και την ανάγκη αλλαγής κλίμακας σε σχέση με το ποια είναι αυτή η ψηφιακή εξυπηρέτηση, διότι για κάθε υπηρεσία που ήδη παρέχουμε ψηφιακά, μπορούμε να σκεφτούμε πολλές ακόμη που δεν παρέχουμε.
Ο ισχυρισμός μου όμως από αυτό το βήμα είναι ότι η βελόνα κινείται και κινείται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και το χαμένο έδαφος καλύπτεται. Αν προσθέσει κανείς σε αυτή την εξίσωση και τις τηλεπικοινωνίες μπορεί να δει ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες τρεις χώρες που έκαναν τη μετάβαση στα δίκτυα 5ης γενιάς, 5G. Μπορεί κάνεις ακόμη να δει ότι η Ελλάδα είναι 25η στην κινητή τηλεφωνία.
Ωστόσο αν κανείς δει τη σταθερή τηλεφωνία θα διαπιστώσει ότι είμαστε στην 100η θέση στον κόσμο και υπάρχουν πολλοί λόγοι που δεν έγινε αυτό, είναι επενδύσεις που δεν έγιναν εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Χρειαζόμαστε μια «αποχαλκοποίηση» του δικτύου, πέρα από την απολιγνιτοποίηση για την οποία μιλάμε. Περίπου από 4,8 εκατομμύρια δυνητικές γραμμές οπτικής ίνας, σήμερα έχουν καλυφθεί περίπου 700 χιλιάδες.
Αν έβαζε κάνεις κάτω τα σχέδια επένδυσης των τριών παρόχων μαζί με το Ultra Fast Broadband, το οποίο είναι κρατική παρέμβαση, από τα 4,8 εκατομμύρια, μέχρι και χθες είχαμε το σχέδιο των 2,8 εκατομμυρίων γραμμών – δηλαδή μας έλειπαν 2 εκατομμύρια γραμμές, πολύ μακριά από τον ευρωπαϊκό στόχο. Η χθεσινή ανακοίνωση ενός εκ των τριών παρόχων τον οποίο συναντήσαμε με τον Πρωθυπουργό χθες και έχει βγει και στον Τύπο σήμερα το πρωί, οριοθετεί ότι το 75% από το κενό των δύο εκατομμυρίων θα καλυφθεί από ιδιωτική επένδυση. Βλέπουμε ότι και σε αυτόν τον τομέα στον οποίο η χώρα πάσχει, είναι ένας τομέας που υπάρχει μεγάλη κινητικότητα, είναι ένας τομέας όπου η βελόνα κινείται με γρήγορο ρυθμό.
Τώρα βέβαια υπάρχουν πολλά που πρέπει ακόμη να γίνουν και πολλές υπηρεσίες οι οποίες θα βλέπουμε να υλοποιούνται με μεγάλη ταχύτητα, εβδομάδα με την εβδομάδα: ψηφιακές μεταβιβάσεις αυτοκινήτων, ένα νέο σύστημα στις μεταβιβάσεις ακινήτων για να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος, ίδρυση ατομικής επιχείρησης, προληπτική ιατρική αξιοποιώντας το μοντέλο της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, ένα σύστημα πραγματικά σπουδαίο για τη χώρα μας που αξιοποιήθηκε και στον εθνικό εμβολιασμό, έξυπνες πόλεις, για τις οποίες το 2022 είναι η χρονιά τους, διότι θα διοχετευτούν συνολικά 320 εκατομμύρια ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ για κάθε Δήμο της χώρας για μια σειρά έργων τα οποία θα επιτρέψουν και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση να κάνει ένα άλμα.
Και βέβαια, το 2022 είναι η χρονιά μιας πολύ μεγάλης πρωτοβουλίας που έχει ήδη ξεκινήσει και την οποία θα ανακοινώσουμε επίσημα τις επόμενες εβδομάδες, το Εθνικό Μητρώο Διαδικασιών του ελληνικού κράτους – δηλαδή για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος θα καταγράψει σε ένα σημείο το σύνολο των διαδικασιών του για κάθε αλληλεπίδραση με τον πολίτη και όποιος δεν τηρεί αυτό προφανώς θα υπάρξουν συνέπειες. Και δεύτερον η καταγραφή καθαυτή θα μας επιτρέψει να απλουστεύσουμε επιτέλους τις διαδικασίες κάνοντας κάτι πολύ σημαντικότερο από την ψηφιοποίηση όπως γίνεται σήμερα, που έρχεται μαζί με απλούστευση αλλά όχι στην κλίμακα που θέλουμε, να ξεφύγουμε δηλαδή από όλες τις περιττές διαδικασίες του ελληνικού κράτους.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι μια στρατηγική που έχει οικονομικό αποτύπωμα, καθώς βοηθά την παραγωγικότητα και συμβάλλει στο να μειωθούν τα διοικητικά βάρη. Ο ΟΟΣΑ είχε καταγράψει το 2006 ότι τα διοικητικά βάρη κοστίζουν 6,8% στο τότε ελληνικό ΑΕΠ – που ήταν πολύ υψηλότερο. Κάνουμε μία συστηματική προσπάθεια να μειώσουμε αυτά τα βάρη και αυτό έχει σίγουρα οικονομική επίδραση, αλλά είναι και μια κοινωνική πολιτική, είναι και μια λαϊκή πολιτική: είναι ένας μηχανισμός μείωσης ανισοτήτων, ίσης πρόσβασης στο κράτος και είναι και ένας νέος κοινωνικός ανελκυστήρας, γιατί τον ρόλο που έπαιξε η Παιδεία στον 20ο αιώνα, να είναι ο ιμάντας της κοινωνικής κινητικότητας του ελληνικού κράτους, τώρα έρχεται η τεχνολογία να «παντρευτεί» με την Παιδεία.
Και έτσι, σε αυτή τη μεγάλη επιτάχυνση η οποία συμβαίνει, που θα αλλάξει τα πάντα μαζί με τις μεγάλες δημογραφικές αλλαγές του αιώνα μας, όπου κάθε τέσσερα χρόνια το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται κατά ένα χρόνο, με τις νέες τεχνολογίες, με την τεχνητή νοημοσύνη, το 3D printing, το 5G, όλα αυτά τα αρκτικόλεξα που δεν γνωρίζουμε ακόμα ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο των συνεπειών τους, γνωρίζουμε όμως ότι συνέπειες θα υπάρξουν. Εδώ λοιπόν δεν υπάρχει η πολυτέλεια να χάσουμε άλλο χρόνο, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να χάσουμε ένα ακόμα τραίνο. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η πολιτική αυτή είναι πάρα πολύ σημαντικό να συντελεστεί – και να συντελεστεί με ταχύτητα.
Η ψηφιακή πολιτική καταργεί την έννοια του κέντρου και δεν αναφέρομαι πολιτικά, αναφέρομαι γεωγραφικά και χωροταξικά γιατί ακριβώς για αυτό το λόγο μειώνει τη διάσταση της απόστασης και επιτρέπει το κέντρο να βρίσκεται στο σπίτι του καθενός μας, στο σαλόνι του καθενός μας, στη δουλειά του καθενός μας: να δούμε μια διάλεξη ενός μεγάλου πανεπιστημίου από το σπίτι μας, να συμμετάσχουμε σε επαγγελματικές και επιχειρηματίες δραστηριότητες από απόσταση. Και υπό αυτή την έννοια, εδώ έδρασε ο Covid-19 ως πυκνωτής του ιστορικού χρόνου και ακριβώς αυτό η Ελλάδα έχει κάθε δυνατότητα για να το αξιοποιήσει.
Κλείνω λέγοντας ότι, επειδή αναφέρθηκα πριν στην πυρηνική αισιοδοξία που κρύβει και το κείμενο του προϋπολογισμού και το σύνολο της φιλοσοφίας της Κυβέρνησης και πρωτίστως του Πρωθυπουργού, αν κρατάω προσωπικά κάτι από το 2021 είναι η βραδιά της 11ης προς 12η Ιανουαρίου, στο κτίριο της Πολιτικής Προστασίας, όπου ήταν η βραδιά πριν ξεκινήσει το Εθνικό Σύστημα Εμβολιασμού, όπου δεκάδες μηχανικοί του Ελληνικού Δημοσίου, στελέχη της Πολιτικής Προστασίας, στελέχη του Ελληνικού Στρατού, στελέχη του Υπουργείου Υγείας, του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, των συνεργαζόμενων εταιρειών, δεν κοιμήθηκαν όλο το βράδυ έτσι ώστε το σύστημα να δουλέψει και να δουλέψει καλά στις 7 και στις 8 το πρωί.
Και είναι η μεγαλύτερη αντανάκλαση των δυνατοτήτων μας, είναι η μεγαλύτερη πηγή αισιοδοξίας για το σύνολο των δυνατοτήτων των νέων ανθρώπων στη χώρα μας, των νέων Ελληνίδων και των νέων Ελλήνων – και εντός των συνόρων και εκτός. Έχουμε κάθε δυνατότητα να φανούμε αντάξιοι των νέων δυνατοτήτων που έχουμε ως χώρα, ακριβώς επειδή υπάρχουν αυτά τα πρόσωπα και έδειξαν τις δυνατότητές τους στο πεδίο.