Άρθρο Μανώλη Χριστοδουλάκη, Γραμματέα του Κινήματος Αλλαγής, στο Πρώτο Θέμα.
Έναν χρόνο μετά τη νίκη του Biden και των Δημοκρατικών στην Αμερική, με την επικράτηση του ορθολογισμού απέναντι στον λαϊκισμό και τον απολίτικο αντισυστημισμό, οι γερμανικές εκλογές επιβεβαίωσαν για μία ακόμα φορά τη σταδιακή αλλαγή των ιδεολογικών και πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη και τον κόσμο. Με την ισχυροποίηση και την ιδεολογικοπολιτική «αποκατάσταση» της σοσιαλδημοκρατίας και των εκφραστών της.
Πολιτική «αντιστροφή», η οποία φυσικά δεν μπορεί να είναι ασυσχέτιστη με τα προβλήματα, τις αγωνίες, αλλά και τα νέα διλήμματα που διαμορφώνονται στις κοινωνίες της υγειονομικής κρίσης και της πανδημίας.
Η οποία από μόνη της έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού πολιτικού υποβάθρου, που ανέδειξε εκ νέου την ιδεολογική υπεροχή της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας. Και το έκανε αναθεωρώντας το ρόλο του κράτους, και τη σπουδαιότητα της κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση των κάθε μορφής κρίσεων που αντιμετωπίζουμε σήμερα, οικονομικής, υγειονομικής, κλιματικής ή μεταναστευτικής.
Το έκανε θέτοντας ως αναπόσπαστο, πλέον, στοιχείο της καθημερινότητας μας τις νέες τεχνολογίες, από την κοινωνική μας δραστηριοποίηση, μέχρι την εκπαίδευση και την εργασία. Και μαζί με αυτό, επιβάλλοντας την ανάγκη για ένα νέο πλαίσιο εκσυγχρονισμού και ρύθμισης τους. Το έκανε επιβάλλοντας για πρώτη φορά μία περισσότερο ενιαία λειτουργία στην ίδια την Ευρώπη, με την – έστω και μερική – αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεων, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και με τη διαμόρφωση μίας νέας αντίληψης για τη συλλογική συνείδηση, τη συλλογική ευθύνη, το ρόλο του ατόμου μέσα στην κοινωνία.
Και παράλληλα, στην αντίπερα όχθη, ήρθε να θέσει νέες προκλήσεις. Με τις διαχωριστικές τομές να κάνουν ξανά την εμφάνιση τους στην κοινωνική βάση, την υγειονομική κρίση και τον εμβολιασμό να δημιουργούν χώρο σε νέα αντιδραστικά ρεύματα και μέτωπα. Την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς να αποζητά μία νέας μορφής πολιτική και κυβερνητική αξιοπιστία. Αυτή που μόνο ο δημοκρατικός χώρος και οι παρατάξεις με αναφορά σε αυτόν μπορούν μακροπρόθεσμα και στιβαρά να εμπνεύσουν. Και αυτό δείχνει, ότι στη μεγάλη εικόνα, υπάρχει χώρος για τα πολιτικά προτάγματα, την κουλτούρα και το αξιακό πλαίσιο της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί ο ίδιος ακριβώς χώρος υπάρχει και στην Ελλάδα. Όπου η δημοσιονομική κρίση κάλυψε με ένα πέπλο ασάφειας τις ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές την περασμένη δεκαετία. Διευκόλυνε όσους περίτεχνα επεδίωξαν να φιλοτεχνήσουν πλασματικά πολιτικά προσωπεία.
Με πιο πρόσφατο αυτό του «κεντρώου μεταρρυθμιστή φιλελεύθερου» κ. Μητσοτάκη, απέναντι στον υπερβολικά χαμηλό πήχη της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ήρθε η ώρα όμως να αναζητήσουμε ξανά τις καθοριστικές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, που όχι μόνο υφίστανται, αλλά είναι και πολύ οξείες. Και αναδεικνύονται διαρκώς από το πραγματικό μίγμα της εφαρμοζόμενης από τη ΝΔ πολιτικής. Στο εργασιακό, με την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Στο ασφαλιστικό, με τη σταδιακή υπονόμευση του αναδιανεμητικού του χαρακτήρα, ξεκινώντας από τις επικουρικές συντάξεις. Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, που αφήνεται στην εγκατάλειψη του, ειδικά μέσα στην πανδημία.
Στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, που αντιμετωπίζει τον εκβιασμό της συγχώνευσης ή της διάλυσης, στο ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον του αποκλεισμού της από αναγκαία χρηματοδοτικά εργαλεία. Στο δήθεν επιτελικό κράτος, που αποθεώνει τον κυβερνητικό υπερσυγκεντρωτισμό, σε βάρος της λογοδοσίας, της διαφάνειας, της ουσιαστικής αποκέντρωσης, κρατώντας δέσμιες και εξαρτώμενες τις δομές της δημόσιας διοίκησης και αυτοδιοίκησης. Στην εκπαίδευση, στην απουσία πρωτοβουλιών έναντι των ανατιμήσεων βασικών αγαθών, και τελικά σε κάθε πτυχή της καθημερινής μας ζωής.
Κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που αποδεικνύεται διαρκώς πως βρίσκουν πρόσφορο έδαφος έναντι μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης που πνίγεται από το βάρος της καταστροφικής 4ετούς της διακυβέρνησης. Που απαξίωσε την πρόοδο και την αριστερά, με έλλειμμα κυβερνητικής αντιπρότασης και αξιοπιστίας, με λόγο αντιδραστικό, προσκολλημένο στο παρελθόν. Και με στελεχιακό δυναμικό που αποστρέφεται τον πολιτικό του μετασχηματισμό.
Αυτό, λοιπόν, αποδεικνύει πως στην κοινωνία και το πολιτικό μας σύστημα υπάρχει χώρος. Αποδεικνύει στην πράξη πως η χώρα έχει ανάγκη, όσο ποτέ, τη δημοκρατική παράταξη ξανά ισχυρή. Με την καθαρή σοσιαλδημοκρατική της ατζέντα, με σαφή πολιτικό και ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό. Με την υπευθυνότητα και τη μαχητικότητα της, και κυρίως, με σχέδιο και πρόταση για τις μεγάλες αλλαγές που έχει ξανά ανάγκη ο τόπος. Μία παράταξη που μπορεί να οικοδομήσει τους όρους της νέας εθνικής ενότητας σε στέρεες πολιτικές βάσεις.
Συνδυάζοντας την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, την ανοιχτή οικονομία, τη στήριξη των παραγωγικών της δυνάμεων, με την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων, την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική δικαιοσύνη. Με την αταλάντευτη δέσμευση της υπέρ της ανοιχτής κοινωνίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Που κρατά αναλλοίωτο τον υγιή πατριωτικό της χαρακτήρα, τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Που είναι υπέρμαχος της θεσμικής θωράκισης της πολιτείας, που θέτει ως προτεραιότητες την αποκέντρωση, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία.
Που διατηρεί αδιάρρηκτες τις ρίζες της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, του ΠΑΣΟΚ, του έργου και της πολιτικής του διαδρομής, αλλά δεν διστάζει να μεταφράσει τον ριζοσπαστισμό του στις ανάγκες του σήμερα, στις προκλήσεις της σημερινής εποχής.
Με την 4η βιομηχανική επανάσταση και τον αυτοματισμό να θέτουν νέα δεδομένα στην εκπαίδευση και την εργασία. Την κλιματική κρίση και τα ζητήματα της ενεργειακής δημοκρατίας, της ενεργειακής δικαιοσύνης και της δίκαιης μετάβασης να τίθενται ως όρος επιβίωσης, ειδικά για τις νεότερες γενιές. Τις προκλήσεις για την εμβάθυνση των δημοκρατικών λειτουργιών στην ψηφιακή εποχή, όπου αλλάζει εκ βάθρων το πνεύμα και η πρακτική αντίληψη της συμμετοχικότητας. Και το μεγάλο στοίχημα της νέας γενιάς, του κρίσιμου πνευματικού κεφαλαίου της χώρας που βρίσκεται και δραστηριοποιείται στο εξωτερικό, το brain drain. Στοίχημα που δεν κερδίζεται με ευχολόγια και επιφανειακές προεκλογικές εξαγγελίες. Αυτά τα νέα παιδιά θέλουν αξιοκρατία και ευκαιρίες.
Η δημοκρατική παράταξη, το Κίνημα Αλλαγής, μπορεί σήμερα να παίξει το ρόλο αυτό. Με τις επεξεργασίες, τη συνέπεια και την αξιοπιστία του. Με το διαρκές άνοιγμα στην κοινωνία και τους προοδευτικούς πολίτες. Με τη νέα σχέση εμπιστοσύνης που οικοδομεί μαζί τους. Με τις σαφείς διαχωριστικές γραμμές που εγγυώνται την πολιτική του αυτονομία. Με την ενεργή του παρουσία σε κρίσιμα ταυτοτικά πολιτικά ζητήματα αλλά και στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα. Με την εμπειρία των «παλιών» αλλά και το ανανεωμένο στελεχιακό του δυναμικό.
Με προτεραιότητα την πολιτική ενότητα του χώρου. Με την ταυτότητα που του έδωσε η Φώφη Γεννηματά, που ξεπέρασε εμπόδια και δυσκολίες, που έδωσε κρίσιμες μάχες για όλα όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα. Και που μπορεί να τις δώσει και να τις πετύχει ξανά για τον κρίσιμο καθοριστικό ρόλο που οφείλει να παίξει η παράταξη μας. Και με τον αγώνα όλων μας, ώστε αυτή η κρίσιμη για τη χώρα και το χώρο προσπάθεια, να μην ανακοπεί.