Οι άνθρωποι συχνά συγχρονίζουν υποσυνείδητα ορισμένες σωματικές λειτουργίες τους, όπως οι παλμοί της καρδιάς και η αναπνοή τους, όταν μοιράζονται κάποια εμπειρία, όπως ένα κονσέρτο ή μια θεατρική παράσταση ή όταν συζητούν μεταξύ τους. Μία νέα διεθνής επιστημονική μελέτη βρήκε ότι οι χτύποι της καρδιάς των ανθρώπων μπορούν να συγχρονιστούν ακόμη και όταν ακούνε με προσοχή μία ιστορία.
Οι ερευνητές από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία, με επικεφαλής τον καθηγητή Λούκας Πάρα του Τμήματος Βιοϊατρικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Σίτι της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Βιολογίας «Cell Reports», πραγματοποίησαν τέσσερα πειράματα για να εξερευνήσουν τον ρόλο της συνείδησης και της προσοχής στον συγχρονισμό των καρδιών.
«Υπάρχουν πολλές μελέτες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι συγχρονίζουν τη φυσιολογία τους, όμως έχουν δώσει έμφαση στο να υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων και φυσική παρουσία στον ίδιο χώρο. Όμως βρήκαμε ότι το φαινόμενο του συγχρονισμού είναι πολύ ευρύτερο και αρκεί να παρακολουθεί κανείς την ίδια ιστορία για να προκληθούν παρόμοιες διακυμάνσεις στους χτύπους της καρδιάς των ανθρώπων. Είναι η γνωστική λειτουργία του νου που ωθεί τους παλμούς να επιταχυνθούν ή να επιβραδυνθούν”, δήλωσε ο δρ Πάρα.
«Αυτό που είναι σημαντικό, είναι ο ακροατής να δίνει προσοχή στη δράση της ιστορίας. Δεν έχει να κάνει τόσο με τα συναισθήματα, όσο με το να είναι κανείς συγκεντρωμένος και προσεκτικός και να σκέφτεται τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια. Η καρδιά ανταποκρίνεται στα σήματα του εγκεφάλου», ανέφερε ο ερευνητής Τζιάκομπο Σιτ του Ινστιτούτου Εγκεφάλου του Παρισιού και του γαλλικού ιατρικού ινστιτούτου INSERM.
Σε ένα από τα πειράματα οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να ακούσουν την ανάγνωση του βιβλίου του Ιουλίου Βερν «20.000 Λεύγες κάτω από τη Θάλασσα», ενώ η καρδιά τους παρακολουθείτο μέσω ηλεκτροκαρδιογραφήματος. Διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι ακροατές εμφάνιζαν πιο γρήγορους ή πιο αργούς χτύπους της καρδιάς τους ακριβώς στα ίδια σημεία της αφήγησης.
Σε ένα άλλο πείραμα οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν εκπαιδευτικά βίντεο χωρίς έντονο συναισθηματικό περιεχόμενο. Επιβεβαιώθηκε ότι η συναισθηματική φόρτιση δεν παίζει σημαντικό ρόλο στον συγχρονισμό, καθώς πάλι οι συμμετέχοντες ανεβοκατέβαζαν τους παλμούς της καρδιάς τους με συντονισμένο τρόπο, αλλά μόνο όταν ήταν συγκεντρωμένοι σε αυτό που έβλεπαν και όχι όταν ήταν αφηρημένοι. Αυτό δείχνει, κατά τους ερευνητές, ότι ο παράγοντας-κλειδί για τον συγχρονισμό είναι ο βαθμός προσοχής.
Σε ένα τρίτο πείραμα οι συμμετέχοντες άκουσαν σύντομες παιδικές ιστορίες, είτε σε κατάσταση συγκέντρωσης είτε σε κατάσταση αφηρημάδας, και μετά κλήθηκαν να θυμηθούν διάφορα από αυτά που είχαν ακούσει. Διαπιστώθηκε ότι όσο περισσότερο είχαν προσέξει και είχαν συγχρονιστεί οι καρδιές τους κατά την ακρόαση τόσο καλύτερη μνήμη είχαν μετά.
«Η νευροεπιστήμη διευρύνει πλέον την οπτική της, αντιμετωπίζοντας τον εγκέφαλο ως μέρος ενός πραγματικού ανατομικού, φυσικού σώματος. Η νέα έρευνα αποτελεί ένα βήμα προς την κατεύθυνση της μελέτης της ευρύτερης σύνδεσης εγκεφάλου-σώματος, όσον αφορά ιδίως το πώς ο εγκέφαλος επηρεάζει το σώμα», τόνισε ο δρ Πάρα.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.cell.com/cell-reports/fulltext/S2211-1247(21)01139-6
ΑΠΕ-ΜΠΕ