Ομιλία Κώστα Σκανδαλίδη Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής, στην συζήτηση επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου
Για τον Μίκη Θεοδωράκη:
«Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε τις νύχτες που κλαιν των ερώτων τα θαύματα».
Ένας πάρα πολύ μεγάλος άνθρωπος, που δεν σημάδεψε μόνο μία εποχή, αλλά έναν ολόκληρο αιώνα. Ένας αγωνιστής δημοκράτης, άνθρωπος με πολύ προοδευτικές ιδέες, αλλά πάνω απ’ όλα ένας μεγάλος πατριώτης, ένας Έλληνας. Ένας άνθρωπος που συνδύασε την αγωνιστική του δράση, που ήταν σχεδόν στρατευμένη σε έναν χώρο που τον τίμησε, παράλληλα με τη μεγάλη καλλιτεχνική του αξία, την παγκόσμια αναγνώριση. Ένας άνθρωπος που η απουσία του λέμε συνέχεια ότι θα αφήσει κενό.
Δεν αφήνει κενό, δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσει κενό για κάποιους από εμάς που ζήσαμε στα νεανικά μας χρόνια τη σύνδεση του ελληνικού πολιτισμού και της αντίστασης, της αγάπης για τη δημοκρατία και την ελευθερία με το λυρισμό και το μουσικό αίσθημα. Που ακούγαμε το «Άξιον Εστί» τις βραδιές της χούντας και κλαίγαμε, με το πιάνο του Διδίλη στο «Περιβόλι του Ουρανού», πάνω σε ένα, εάν θέλετε, υπερώο, ψιλοπαράνομο, ψιλονόμιμο.
Αυτός ο άνθρωπος έφυγε σήμερα και τον συνοδεύει ένα έθνος. Προσέξτε, όχι μια παράταξη, αλλά ένα έθνος. Πιστεύω ότι αξίζει στη μνήμη του να αφιερώσουμε λίγες από τις ελπίδες που έχουμε μέσα μας να γίνουμε καλύτεροι τα επόμενα χρόνια και να οδηγήσουμε τα πράγματα μπροστά σε έναν δρόμο που με συνέπεια και ο ίδιος χάραξε.
Θα τον αποχαιρετίσουν όλοι οι Έλληνες, φαντάζομαι, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, τις γνωστές εξαιρέσεις. Όλοι οι Έλληνες θα τον αποχαιρετίσουν, και αυτοί που ήταν μαζί του αγωνιστές και αυτοί στους οποίους μετά πήγε και έπαιξε διάφορους πολιτικούς ρόλους στη ζωή του. Το έργο του όμως είναι αθάνατο, είναι στις καρδιές μας, στις ψυχές μας και θα μας συνοδεύει συνεχώς. Αιωνία του η μνήμη!
Για τον ανασχηματισμό του Πρωθυπουργού:
Δυστυχώς, δεν μπορώ να μην σχολιάσω τις ευρύτερες εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Προχθές ζήσαμε ένα πρωτοφανές γεγονός. Είναι η πρώτη φορά στα χρονικά από τη Μεταπολίτευση που ένας Πρωθυπουργός, δυστυχώς, αποδοκιμάζει την Κυβέρνησή του. Σε αυτήν την Αίθουσα ακούγαμε ότι τις φωτιές τις αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία και έδιωξε την ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Ακούγαμε ότι αντιμετώπισε την πανδημία με θαυμάσιο τρόπο και έδιωξε την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας. Ακούγαμε για τον τουρισμό που αναπτύσσεται και φέτος είναι καλύτερος από ποτέ και έδιωξε τον Υπουργό Τουρισμού. Εάν αυτό δεν είναι ομολογία αποτυχίας, που να αναφέρεται απευθείας στον ίδιο, τότε τι είναι; Η επικύρωση της πλήρους ανικανότητας του περιβόητου επιτελικού κράτους να διαχειριστεί τις κρίσιμες συγκυρίες που βιώνει η χώρα.
Παράλληλα, απέβαλε έμπρακτα τον κεντρώο και εκσυγχρονιστικό του χαρακτήρα με μια Κυβέρνηση που κλείνει επί δεξιά σαφώς και ένα χωρίς συνοχή σχήμα που βολεύει τοπικές αντιπροσωπεύσεις και ικανοποιεί πελατειακά και εκλογικά ακροατήρια. Προανήγγειλε δομική αλλαγή και την επικέντρωσε στο νέο Υπουργείο Φυσικών Καταστροφών.
Ήταν αρκετή η τραγελαφική εικόνα που δημιούργησε ο Ναύαρχος Αποστολάκης, εικόνα που έδειξε τον εντελώς πρόχειρο και ασχεδίαστο χαρακτήρα του ανασχηματισμού, εικόνα που κατάφερε να προκαλέσει ακόμη μια σκιαμαχία κενή περιεχομένου ανάμεσα σε Κυβέρνηση και Αξιωματική Αντιπολίτευση. Εν κατακλείδι, είναι ένας ανασχηματισμός που κάηκε πριν ακόμα να ορκιστούν οι νέοι Υπουργοί. Είναι μνημείο κραυγαλέας αποτυχίας που θα σημαδέψει στο εξής την πορεία της Κυβέρνησης. Ένας ανασχηματισμός που δεν τιμά τη χώρα και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου:
Εδώ και πολύ καιρό έχω μιλήσει για τις πρώτες ρωγμές στην κυβερνητική παντοδυναμία, ηγεμονία και αυτάρκεια. Οι ρωγμές οξύνονται και πολλαπλασιάζονται. Στην τελευταία ομιλία μου στη Βουλή, πριν τις διακοπές, μίλησα για την τριπλή αντιμεταρρύθμιση που σχεδιάζει και υλοποιεί η Κυβέρνηση με την ευκαιρία της πολιτικής άπνοιας του καλοκαιριού για την εργασία και τις εργασιακές σχέσεις, για το χώρο της εκπαίδευσης και τώρα για το ασφαλιστικό.
Με το σημερινό νομοσχέδιο ολοκληρώνεται ένας κύκλος με επιλογές, που ενώ έχουν σαφή ιδεολογική ταυτότητα δεν είναι πολιτικά επαρκείς και θα αποδειχθούν ανεφάρμοστες. Η προσπάθεια να οδηγήσετε την κοινωνία των συμμέτοχων πολιτών σε μια κοινωνία παθητικών ιδιωτών που δέχονται μοιρολατρικά τις αποφάσεις δεν έχει μόνο ένα καθαρά συντηρητικό και νεοδεξιό πρόσωπο, αλλά κυρίως είναι ατελέσφορες. Κονταροχτυπιούνται με τη συγκυρία και τις ανάγκες της.
Επικαλείστε τη διεθνή πρακτική. Πρώτον, την επικαλείστε επιλεκτικά και δεύτερον, την επικαλείστε ανιστόρητα. Επιλεκτικά, γιατί το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν εφαρμόζεται παντού. Και όπου εφαρμόζεται, αφορά την εξαρχής κατασκευή του από μηδενική βάση σε κοινωνίες με στοιχειώδη δυνατότητα, προγραμματική επεξεργασία και ορθολογική οργάνωση του κράτους. Είναι και ανιστόρητες, γιατί η πρότασή σας δεν αποτελεί συνέχεια και μετεξέλιξη ενός ασφαλιστικού συστήματος, αλλά επιχειρεί βίαιη τομή αμφίβολης αποτελεσματικότητας και προοπτικής.
Επειδή η μνήμη γενικότερα στην Αίθουσα του Κοινοβουλίου είναι κατά κανόνα ασθενική είτε από σκοπιμότητα είτε από αφέλεια και άγνοια, θέλω να θυμίσω ότι:
Το 1981 τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων ήταν «παρκαρισμένα» άτοκα στην Τράπεζα της Ελλάδος και για πρώτη φορά ασκήθηκε πολιτική αξιοποίησής τους. Όταν αναλάβαμε, η μισή Ελλάδα ήταν ανασφάλιστη. Μόνο στις πόλεις με ικανό αριθμό κατοίκων υπήρχε στοιχειώδης πρόνοια. Η κυβέρνηση τότε του ΠΑΣΟΚ ανέπτυξε το ΙΚΑ σε ολόκληρη την Επικράτεια.
Το 1997 γίνεται η πρώτη ενοποίηση των επικουρικών ταμείων.
Το 2002 κατοχυρώσαμε τη μέχρι τότε ευκαιριακή κρατική συμμετοχή στο ασφαλιστικό σύστημα, με υποχρεωτική απόδοση πόρων στο 1% του κρατικού προϋπολογισμού.
Το 2010 οριοθετήσαμε τα τρία Ταμεία της κύριας ασφάλισης: Εργαζόμενοι, Αυτοαπασχολούμενοι, Αγρότες. Αυτά που κατάργησε μετά ο ΣΥΡΙΖΑ και οδηγηθήκαμε στο σημερινό μπάχαλο του ΕΦΚΑ.
Και εν πάση περιπτώσει ας συγκρίνουμε τις συντάξεις που εν μέσω κρίσης διασφάλιζε ο νόμος Λοβέρδου-Κουτρουμάνη του 2010 με αυτές των νόμων Κατρούγκαλου και Βρούτση.
Δεν τα λέω για να ευλογήσω τα γένια μας ούτε πολύ περισσότερο για να σας πείσω. Τα λέω για να αποδείξω μια δύσκολη εξελικτική διαδικασία σημαντικών εκσυγχρονιστικών βημάτων, που γίνονται στο έδαφος της πραγματικής οικονομίας και όχι των αβέβαιων και επισφαλών προβλέψεων με ορίζοντα μιας πεντηκονταετίας.
Η μόνη, θέλω να θυμίσω, πραγματική αντιπαράθεση έγινε στους κόλπους μας και που απέκτησε νομιμοποιητικές διαδικασίες ήταν αυτές του 2002. Είναι η γνωστή υπόθεση με την πρόταση του κ. Γιαννίτση.
Το ερώτημα ήταν πάντα και τότε το ίδιο: Θα πάρουν συντάξεις κυρίως οι νέοι και σε μεγάλο κομμάτι από τις παλιότερες γενιές με βάση τις αναλογιστικές μελέτες και το πώς θα πήγαινε η οικονομία τα επόμενα πενήντα χρόνια; Και συγκρούστηκαν δύο λογικές. Η μία ενός επόμενου βήματος και η άλλη μιας παραδοχής η οποία θα κατέληγε στη βάση αυτών των προβλέψεων σε ένα τελικό αποτέλεσμα.
Δεν θέλω εγώ να αρνηθώ τις αναλογιστικές μελέτες, μην θεωρηθεί αυτή η θέση μου ότι είναι η δική μου στάση. Αναλογιστικές μελέτες προφανώς πρέπει να γίνονται, να υπάρχουν, να δείχνουν έναν δρόμο. Δεν μπορούμε όμως σε μια οικονομία ρευστή, σε ένα περιβάλλον κρίσεων, εσύ να λες ότι έχεις σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και με βάση αυτούς φτάνεις σε ένα σημείο και κανονίζεις τις συντάξεις μετά από μερικές δεκαετίες. Στο αν θα παίρνουν ή δεν θα παίρνουν οι νέοι και αν συγκρίνονται ή δεν συγκρίνονται με τις παλιές. Κάποιον λάκκο έχει η φάβα, εάν προσπαθείς να εφαρμόσεις σε μια χώρα ανολοκλήρωτου κοινωνικού κράτους μια πολιτική προγραμματισμού για δεκαετίες ολόκληρες.
Πρέπει να γίνει ένας συνδυασμός και να βρούμε το επόμενο βήμα. Είναι το επόμενο βήμα το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, που εσείς προτείνετε για τις επικουρικές συντάξεις;
Νομίζω ότι πρέπει να ξαναέρθω στις αναλογιστικές μελέτες και να πω να ρωτήσουμε τον κ. Βρούτση, που τις κράδαινε τον Φεβρουάριο του 2020, για να αποδείξει ότι μέχρι το 2050 ή το 2070 είναι πλήρως διασφαλισμένες οι συντάξεις και για τις νέες γενιές. Και δικαιολογημένα σας ρωτά σύσσωμη η Αντιπολίτευση τι άλλαξε ριζικά, ώστε για την επόμενη πεντηκονταετία να μην είναι βέβαιες και να χρειάζονται οι επικουρικές κεφαλαιοποιητικό σύστημα;
Νομίζω ότι έχετε πολύ κοντή μνήμη ανάμεσα στον Φεβρουάριο του 2020 και στον Σεπτέμβριο του 2021. Τα επιχειρήματά σας είναι έωλα. Συγκρίνετε εντελώς ανόμοια συστήματα με χώρες που έχουν τελείως διαφορετική δομή σε κράτος και οικονομία. Παραδείγματος χάριν για τη Σουηδία, που έχει το πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος, με διασφαλισμένους πόρους, ελέγχους, επενδύσεις και προγραμματισμό για όλα τα επόμενα χρόνια και άρα μια αναλογιστική μελέτη μπορεί να καθορίσει και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Ενώ εδώ αποσυντίθεται ραγδαία το κοινωνικό κράτος από τις συντηρητικές σας πολιτικές. Κι ας το χτίσαμε εμείς αυτό το κοινωνικό κράτος βήμα-βήμα.
Τάζετε στους νέους εργαζόμενους από το 2022 καλύτερες συντάξεις, τις οποίες προφανώς δεν μπορείτε να εγγυηθείτε, χαϊδεύοντας τη νέα γενιά, λέγοντάς της ότι θα πάψει να πληρώνει τις συντάξεις των γονιών της.
Υπονομεύετε τις συντάξεις των παλαιών γιατί δεν μπορείτε να εγγυηθείτε ότι το κόστος (56 έως 70 δισεκατομμυρίων ανάλογα με τις μελέτες) που προβλέπεται θα μπορεί να το πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός με ό,τι αυτό σημαίνει για τη ραγδαία αύξηση της φορολογίας που χτυπά τα ασθενέστερα στρώματα.
Προσφέρετε, έξω από τη φάκα που χτίζετε, το τυράκι της αξιοποίησης των πόρων του νέου ταμείου μέσω των επενδύσεων σε funds, τίτλους του εξωτερικού και του εσωτερικού. Βάζετε δηλαδή στο χρηματιστήριο και στο τεράστιο ρίσκο την ίδια τη σύνταξη, σε ποια οικονομία, με ποιους σταθερούς μεγάλους αέναους ρυθμούς ανάπτυξης, με τι εγγύηση;
Τελειώνοντας, υπάρχουν χώρες όπου η κοινωνική οργάνωση και οι παροχές του κοινωνικού κράτους είναι τόσο σταθερές και μόνιμες, ώστε ο συνδυασμός των επιλογών της κοινωνικής πολιτικής να οδηγεί σε ένα πλήρως ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα. Στον Καναδά, για παράδειγμα, και ενός μήνα εργασία σου δίνει το δικαίωμα σύνταξης όταν φτάσεις στο ηλικιακό όριο. Είναι ένας πραγματικά μεγαλεπήβολος στόχος, θα έλεγα μια προοδευτική πολιτική ατζέντα, αν μπορεί να υλοποιηθεί. Μακάρι κάποτε να φτάσουμε σε αυτό. Είναι όμως τόσο μακρινός για εμάς.
Όσο δεν υπάρχει εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης, όσο δεν υπάρχουν θέσεις πλήρους και καλά αμειβόμενης απασχόλησης, όσο δεν υπάρχουν παροχές υγείας και εκπαίδευσης που δεν είναι κατ’ όνομα δωρεάν, αλλά στην ουσία πανάκριβες, όσο δεν υπάρχουν ίσες ευκαιρίες και αξιοκρατικές επιλογές που δεν αποκλείουν κανέναν, το ασφαλιστικό σύστημα ούτε μπορεί να εγκαταλείψει ούτε και να νοθεύσει τον αναδιανεμητικό του χαρακτήρα. Τελεία και παύλα.
Οφείλουμε να συνεχίσουμε τα εξελικτικά βήματα από εκεί που τα αφήσαμε και να σχεδιάσουμε τις νέες αλλαγές, ανασυγκροτώντας ταυτόχρονα εκ θεμελίων το σύγχρονο κοινωνικό κράτος. Αλλά αυτά είναι ξένα προς μια βαθιά συντηρητική και μονομερώς προσανατολισμένη ταξικά Κυβέρνηση. Που βλέπει μόνο τον στενό ορίζοντα του δικού της συμφέροντος. Που δεν διστάζει να ευνοεί τον κοινωνικό αυτοματισμό και να βάζει σε αντιπαράθεση, και μάλιστα στο όνομα της διαγενεακής αλληλεγγύης, τις παλαιές με τη νεότερη γενιά. Που έχει έναν σαφή ταξικό προσανατολισμό για μια Ελλάδα των ολίγων και κατεχόντων, αλλά ενδιαφέρεται για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό όμως είναι υπόθεση μιας προοδευτικής παράταξης και εσείς, δυστυχώς για τον τόπο, δεν είστε προοδευτική παράταξη