Το μοναστήρι της Παναγιάς της Τουρλιανής, στη Άνω Μερά Μυκόνου
Από τον Βαγγέλη Πελέκη με τη συνδρομή του Σεβασµιώτατου Μητροπολίτη Σύρου, ∆ωροθέου Β΄
Το ιστορικό της Μονής
Η ίδρυση του µοναστηριού της Θεοτόκου της Τουρλιανής ανάγεται ιστορικά στο 1542. Τότε, δύο Ιεροµόναχοι οι επονοµαζόµενοι «γιοι της Αρχόντισσας» έφυγαν από την Πάρο µιας και το νησί δεχόταν συχνές πειρατικές επιδροµές. Κατέφυγαν στη γειτονική Μύκονο, η οποία επίσης είχε λεηλατηθεί και σχεδόν ερηµώσει, µερικά χρόνια πριν, µετά την καταστροφική επιδροµή του φοβερού Χαϊρεντίν Μπαρµπαρόσα (1537). Ψάχνοντας να βρουν τόπο φιλόξενο ώστε να προσηλωθούν στο χριστιανικό τους έργο, κατέφυγαν στην ενδοχώρα του νησιού, στη θέση που είναι σήµερα το μοναστήρι, όπου υπήρχε µικρός ναός αφιερωµένος στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Στο χώρο αυτό µόναζε Μοναχή, µε το όνοµα Τρούλη. Αποφάσισαν λοιπόν να εγκατασταθούν εκεί, µακριά από τη θάλασσα και να κτίσουν ναό µε τη µορφή φρουρίου, µε περίβολο. Η Μοναχή συµφώνησε, µε τον όρο να αναφέρεται στο ίδρυµα η επίκληση «Τουρλιανή». Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δικαιολογούν την ονοµασία της Μονής. Άλλος λόγος ίσως να είναι, το γεγονός πως ο τρούλος (τούρλος στην τοπική διάλεκτο) του ναού ήταν ιδιαίτερα μεγάλος.
Η ονομασία της Μονής
Σχετικό µε την ονοµασία φαίνεται να είναι και το γεγονός πως, καθώς οι δύο Ιεροµόναχοι σκέφτονταν στο όνοµα ποιας εικόνας θα τιµήσουν το νέο ναό, βρέθηκε να επιπλέει στη θάλασσα της περιοχής του Τούρλου, κοντά στη Χώρα της Μυκόνου, θαυµατουργό Εικόνισµα της Παναγίας που επιγράφεται «Η Εκατονταπυλιανή της Πάρου». Η θέση της εικόνας ήταν προφανής και οι δύο Ιεροµόναχοι, ο κλήρος και όλος ο ευσεβής λαός του νησιού µε µια µεγαλοπρεπή ποµπή ενθρόνισαν την εικόνα στο ναό.
Εις ανάµνηση εκείνου του γεγονότος, η εικόνα της Παναγιάς κατά την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής κατεβαίνει στη Χώρα της Μυκόνου µε ειδική τελετή όπου το σύνολο των κατοίκων του νησιού συνοδεύουν τη μεγαλόπρεπη, τρίωρη, πεζή λιτανεία. Το Σάββατο του Λαζάρου η εικόνα επιστρέφει πάλι στη Μονή, µε ανάλογη ποµπή. Μια παράδοση πολλών ετών που περνάει από γενιά σε γενιά και παραµένει αναλλοίωτη µέχρι σήµερα.
Την εικόνα δεν την πιάνει σαράκι γιατί είναι αγιογραφηµένη σε πλάκα από µασηµένο κερί και µαστίχα χιώτικη, µείγµα απρόσβλητο στα έντοµα.
Αργότερα καλύφθηκε µε εκατό και πλέον τεµάχια ασηµιού από δαπάνες των πιστών και κοσµείται έως και σήµερα µε πολύτιµους λίθους και τάµατα.
Το έργο του Ιεροµονάχου Ιγνατίου Μπάσουλα
Το 1612, επί Ηγουµένου Φιλόθεου, η Μονή λεηλατήθηκε από βαρβάρους που αφαίρεσαν όλα τα κειµήλιά της και τα πολυτιµότερα των κινητών πραγµάτων, διοικητικών εγγράφων και σιγιλίων.
Πολλοί έπειτα διετέλεσαν Ηγούµενοι αλλά, η πλέον καθοριστική µορφή για την πορεία του µοναστηριού ήταν ο Ιεροµόναχος Ιγνάτιος Μπάσουλας που αφιέρωσε τη ζωή και την περιουσία του στη Μονή. Ήταν αυτός που το 1767 ξεκίνησε ριζική ανακαίνιση η οποία κράτησε δέκα χρόνια. Με εντολή του Οικουµενικού Πατριαρχείου διέθεσε όλη την περιουσία του και συγκέντρωσε επιπλέον χρήµατα, ταξιδεύοντας σε πολλές πόλεις της Χριστιανικής ∆ύσης, για να χτίσει και να διακοσµήσει το αρχιτεκτονικό µνηµείο όπως σώζεται έως τις µέρες µας. Έτσι παράγγειλε στην Ιταλία, όπου και είχε ζήσει, το ξυλόγλυπτο Τέµπλο που βλέπουµε µε δέος µέσα στη Μονή.
Έργο του 1775, ξύλινο, σκαλιστό, µε έντονα στοιχεία μπαρόκ, µε επικάλυψη φύλλων χρυσού, ενώ τα χρώµατά του είναι πολύ διαφορετικά και πιο έντονα από εκείνα της Βυζαντινής τέχνης. Τότε κατασκευάστηκαν επίσης ο ∆εσποτικός Θρόνος και ο Άµβωνας, που είναι της ίδιας εποχής (2ο µισό 18ου αι.) και προέλευσης (Φλωρεντία).
Ο ναός οικοδομήθηκε εξ αρχής, ιστορήθηκε ολοκληρωτικά και έγινε τρισυπόστατος όπου το µεσαίο κλίτος είναι της Κοίµησης της Θεοτόκου, το αριστερό των Εισοδίων της Θεοτόκου και το δεξί του Αγίου Ιγνατίου.
Μετά από επιµελή συντήρηση (1984), που έκανε ειδική οµάδα επιστηµόνων-συντηρητών, υπό τον Γιάννη Γκερέκο, αποκαλύφθηκε η εκπληκτική οµορφιά του Τέµπλου, που πιθανότατα είναι το πιο εντυπωσιακό σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Ένα άλλο στοιχείο δυτικής τεχνοτροπίας στη Μονή, είναι το κυρίως καµπαναριό, «δυτικού» τύπου. Ακόµα και όταν ο Ιγνάτιος Μπάσουλας ήταν σε βαθιά γεράµατα, µε προσωπικά του έξοδα κατασκεύασε τον Μύλο της Μονής (1763), όπως µαρτυρεί µια κτητορική επιγραφή από τις λίγες που σώζονται στις Κυκλάδες.
Στη Χώρα, οικοδόµησε οικία για τις ανάγκες των Πατέρων, στην αυλή της οποίας άνοιξε πηγάδι. Πρόκειται για το «Ηγουµενείο» (Γουµενιό) όπου σήµερα φιλοξενείται το Πνευµατικό Κέντρο της Μητροπόλεως της Μυκόνου. Πραγµατοποίησε αργυρώσεις εικόνων και πολλά άλλα έργα ευπρεπισµού της Μονής. Τόση ήταν η µεγαλοπρέπεια και η πληρότητα του ναού, που η Κοινότητα της Μυκόνου µε έγγραφο της αφιέρωσε το νησάκι «Τραγονήσι» για την βοσκή των ποιµνίων της.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα στο σήμερα
Την αµέσως επόµενη περίοδο, τέλη του 18ου αιώνα, αν και η Μονή είχε µεγάλη κτηµατική περιουσία, περιήλθε σε δεινή οικονοµική κατάσταση, αφού πολλά από τα κτήµατά της καταπατήθηκαν µε τις κατά- καιρούς πολιτικές ανακατατάξεις του τόπου, χάνοντας έτσι εισοδήµατα από την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Ο Πατριάρχης Καλλίνικος, το 1804, στέλνει επιστολή «περί ελέους» υπέρ του μοναστηριού, αλλά και οι ντόπιοι πλοιοκτήτες για να στηρίξουν τη Μονή, την κάνουν µεριδιούχο στα πλοία τους. Την ίδια περίοδο, το 1809, έγινε και µια ατυχής απόπειρα λεηλασίας από ληστρική συµµορία Οθωµανών που πραγµατοποίησαν επίθεση από τον Ν.Α. όρµο «Τσαγγάρη». Θύµατα υπήρξαν, αλλά η Μονή διασώθηκε.
Ο αοίδιµος Μεθόδιος, ανάµεσα στους Ηγούµενους που διαδέχτηκαν τον Ιγνάτιο Μπάσουλα, ακολούθησε µε ζήλο το παράδειγµά του. Παρ΄ όλες τις στερήσεις, οικοδόµησε την µεγάλη αίθουσα υποδοχής, οργάνωσε νεώριο στο κτήµα «∆ιβούνια» στον Καλαφάτη για τα πλοία της Μονής, ασχολήθηκε µε τις καλλιέργειες των κτηµάτων καθώς και µε αγορές καινούργιων αγροτεµαχίων. Επί των ηµερών του (1807) προστέθηκε και ένα µαρµάρινο βυζαντινό καµπαναριό, διακοσµηµένο µε λαϊκότροπα σύµβολα από τα διακονήµατα και τη ζωή του μοναστηριού.
Άλλα αξιοµνηµόνευτα χαρακτηριστικά της Μονής είναι η µαρµάρινη βρύση στο εσωτερικό της αυλής, µε κεφαλή αετού εστεµµένη µε αυτοκρατορικό στέµµα, που από το στόµα της τρέχει νερό που καταφθάνει από το γειτονικό λόφο της Κουκουλούς. Στο εσωτερικό του ναού υπάρχει κρύπτη στο πάτωµα, όπου φυλάσσονται τα οστά των κεκοιµηµένων Μοναχών και κοσµείται από µεγάλο µαρµάρινο ανάγλυφο δικέφαλο αετό. Οι κίονες του ναού πιθανόν να είναι από µάρµαρο που µεταφέρθηκε από τον ερειπιώνα της ∆ήλου.
Οι εικόνες του Τέµπλου δεν είναι µιας χρονικής περιόδου ή ενός καλλιτέχνη. Τρεις από αυτές είναι αγιογραφηµένες από τον περίφηµο Ιωάννη, «τον εκ Κερκύρας» ενώ υπάρχουν και άλλες µεταβυζαντινές εικόνες της Κρητικής Σχολής.
Το Ηγουµενείο και ο µεγάλος αριθµός κελλιών µαρτυρεί την έντονη µοναστική ζωή του παρελθόντος. Ο περίβολος είναι ιδιαίτερα ψηλός διατηρώντας στενά ανοίγµατα (επάλξεις) και «φονιά» ή ζεµατίστρα πάνω από την κεντρική είσοδο.
Η Τράπεζα, έξω από το µοναστήρι, στη δυτική πλευρά του, λειτούργησε ανακουφιστικά για τη σίτιση του φτωχού πληθυσµού του νησιού.
Στο χώρο του µοναστηριού φυλάσσονται και συλλογές µε παλιά εργαλεία, σκεύη, σηµαντικά κειµήλια, αρχιερατικά άµφια, ένας ξυλόγλυπτος επιτάφιος, αναλόγια, µαρµάρινη κολυµβήθρα που εκτίθενται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο και στο Κειµηλιοφυλάκιο, ένα έργο πνοής του φιλόπονου και φιλοκάλου Ηγουµένου Αρχιµανδρίτη Φιλάρετου Γεροντάρη, µε την επίβλεψη του συντηρητή Μηνά Χατζηχρήστου.
Στις 23 Αυγούστου 2007 έγιναν τα εγκαίνια του Μουσείου από τον Σεβασµιώτατο Μητροπολίτη Σύρου ∆ωρόθεου Β΄, όπου παρουσιάζονται κυρίως βιβλία, χειρόγραφα και Πατριαρχικά Γράµµατα και Σιγίλια, µε τα οποία είχε αναγνωριστεί η τιµή και η αξία της Μονής ως Σταυροπηγιακής, µέχρι της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η Μονή φιλοξένησε κατά καιρούς στα κελιά της γηροκοµείο και σχολείο, καταβάλλοντας και το µισθό του ∆ιδασκάλου κατά το 1834.
Μετά τον πόλεµο του 1940, στέγασε και οργάνωσε ορφανοτροφείο, το οποίο µεγάλωσε και σπούδασε πλήθος ορφανών και ανυπεράσπιστων από τον πόλεµο παιδιών.
Ο Μυκόνιος Ηγούµενος και µετέπειτα (1943-1965) Μητροπολίτης Σύρου ∆ωρόθεος Α’, κατέστησε τη Μονή ορµητήριο του αγώνα της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερµανών.
Τέλος, σε κτήµατα της Μονής που η χρήση τους παραχωρήθηκε δωρεάν, έχουν οικοδοµηθεί η πλατεία της Άνω Μεράς, τα σχολεία, στάδιο, γυμναστήριο.
Η Μονή συνεχίζει το ίδιο έργο και με τον νυν Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεο Β’.