Όταν ο θεός Ήλιος, ο Ρα, πληροφορήθηκε ότι οι άνθρωποι συνωμοτούσαν εναντίον του, έστειλε την πιστή κόρη του, τη θεά Αθώρ (ταυτόσημη με την αρχαιοελληνική Αφροδίτη) για να τους τιμωρήσει.
Της Τόνιας Α. Μανιατέα
Αλλά το μένος της θεάς ήταν τέτοιο που τρόμαξε και τον Ρα, ο οποίος, φοβούμενος ότι εκείνη θα εξαφάνιζε το ανθρώπινο είδος αφήνοντάς τον χωρίς πιστούς, μετάνιωσε για την αποστολή. Ωστόσο, καθώς η Αθώρ είχε ήδη ξεκινήσει, ήταν αργά για τον Ρα να την ανακαλέσει.
Σκέφτηκε, λοιπόν, πως ο μόνος τρόπος για να ακυρωθεί η εντολή, θα ήταν αυτός που θα συνδύαζε τον ναρκισσισμό της Αθώρ με τη διάθεσή της για ευθυμία και ευζωία (οι Αιγύπτιοι την αποκαλούσαν βασίλισσα της ευθυμίας και του χορού, ο δε ναός της εθεωρείτο τόπος μέθης και τρυφηλότητας).
Έτσι, ετοίμασε μία τεράστια ποσότητα μπίρας –κατά τις περισσότερες εκδοχές του μύθου, εφτά χιλιάδες κανάτες- την έβαψε κόκκινη και τη σκόρπισε πάνω στους αγρούς, μετατρέποντάς τους σε έναν απέραντο καθρέφτη. Η Αθώρ σταμάτησε πρώτα να θαυμάσει το είδωλό της κι ύστερα έσκυψε να πιει. Η γλύκα της γεύσης την παρέσυρε σε κραιπάλη.
Μέθυσε, την πήρε ο ύπνος και ξέχασε την αποστολή της. Οι άνθρωποι είχαν σωθεί και η Αθώρ ανακηρύχθηκε πανηγυρικά θεά της μπίρας και της ζυθοποιίας!
Είναι μύθος, εγχάρακτος στους βασιλικούς τάφους του Τουταγχαμών, του Σέθου Α΄ και του Ραμσή Β΄ και πιστοποιεί την παλαιότητα της μπίρας στην Αίγυπτο. Αξίζει, μάλιστα, να σημειώσει κανείς ότι η λέξη «χεκτ» (μπίρα στα αιγυπτιακά) αναφέρεται στην αιγυπτιακή φιλολογία περισσότερο από κάθε άλλο αγαθό! Ωστόσο, η μπίρα είναι υπόθεση πολύ πιο παλιά, παλαιότερη και από τον άρτο! Η πρώτη καταγεγραμμένη ιστορία της, ως δείγμα αστικού πολιτισμού, χρονολογείται μεν περί το 3400 π.Χ. στη Νότια Μεσοποταμία από τους Σουμέριους, εικονόγραμμα, ωστόσο, από σφραγίδα του 4000 π.Χ. που βρέθηκε στη θέση Τέπε Γκάουρα της Μεσοποταμίας, αποτυπώνει δύο μορφές, που με τη βοήθεια καλάμου πίνουν μπίρα από ογκώδες κεραμικό αγγείο.
Αλλά και οι Βαβυλώνιοι, που διαδέχονται τους Σουμέριους, παρασκευάζουν μπίρα από διάφορα δημητριακά και μάλιστα στον κώδικα του Χαμουραμπί, το δικαίωμα κατανάλωσής της είναι κατοχυρωμένο και ανάλογο της κοινωνικής θέσης του καταναλωτή!
Στο πρώτο μεγάλο λογοτεχνικό έργο της παγκόσμιας ιστορίας, στο περίφημο έπος του Γκιλγκαμές, περιλαμβάνεται η περιπέτεια του άγριου Ενκιντού, ο οποίος τρέχει γυμνός στις ερημιές, ώσπου συναντά μία κοπέλα από κάποιο χωριό βοσκών.
Εκείνη τον ταΐζει άρτο και τον ποτίζει μπίρα και ακολούθως τον πλένει, μετατρέποντάς τον σε πολιτισμένο άνθρωπο, έτοιμο να εμφανιστεί στην πόλη Ουρούκ, όπου κυβερνά ο βασιλιάς Γκιλγκαμές (2.700 π.Χ.). Αυτήν την εποχή, η μπίρα συνδέεται με έναν σταθερό και οργανωμένο τρόπο ζωής, σε αντίθεση με την προϊστορική εποχή, όταν ο άνθρωπος τροφοσυλλέκτης ζούσε νομαδικά και ανακάλυπτε τα αγαθά της φύσης.
Στην πραγματικότητα, η αφετηρία στη διαδρομή της μπίρας τοποθετείται μετά το τέλος των παγετών, εκεί γύρω στο 10000 π.Χ., όταν οι άνθρωποι της εύφορης κοιλάδας (εκτεινόταν από τη σύγχρονη Αίγυπτο ίσαμε τις ακτές της Μεσογείου και το νοτιοανατολικό άκρο της Τουρκίας και συνεχιζόταν έως τα σύνορα Ιράκ – Ιράν) ανακάλυπταν τη χρησιμότητα του άγριου κρίθου και του σίτου!
Αλλά ακόμα κι αν η ανθρωπότητα δεν παρέλαβε από τότε γραπτή ιστορική αναφορά στη μπίρα, χαράγματα του πρώτου ανθρώπου σε βράχους φανερώνουν πως αυτή είχε μπει στη ζωή των ανθρώπων πολύ πριν την ανακάλυψη της γραφής!
Η πατρότητά της, μάλιστα, από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή, πιστώνεται σε πολλές και διαφορετικές θεότητες ανά τον πλανήτη.
Για τους Σουμέριους, η μητέρα του δημοφιλούς ποτού είναι η θεά του αλκοόλ και του πάθους Νινκάσι, κόρη του Νουντιμούντ και της βασίλισσας του Αμπζού, Νιντί. Στην κοινωνία των Ζουλού, η μπίρα πιστώνεται στην αρχαία θεότητα της γεωργίας, της βροχής και του ουράνιου τόξου, Μπάμπα Μουάνα Βαρέσα, ενώ σε άλλες, διάφορες, αφρικανικές φυλές η θεότητα του χορού Γιασίγκι είναι αυτή στην οποία αναγνωρίζεται η ανακάλυψη της μπίρας. Μάλιστα, στα αγάλματα που την αναπαριστούν, εμφανίζεται συνήθως ως χορεύτρια με πλούσιο στήθος κρατώντας στο αριστερό χέρι έναν αναδευτήρα μπίρας. Στη Βαλτική, η σπουδαία ανακάλυψη της μπίρας αποδίδεται σε ζεύγος θεοτήτων.
Στον θεό της ζύμωσης Ραγκουπάτις και τη σύντροφό του Ραγκουτιέν, ενώ στη σλαβική παράδοση η μπίρα πιστώνεται στον θεό της γονιμότητας και της καλλιέργειας Ράντεγκαστ, του οποίου το όνομα είναι επίσης συνδεδεμένο με τον πόλεμο και τον ήλιο. Ο Ααγκίρ, τέλος, θεός της θάλασσας, είναι ο «πατέρας της μπίρας» για τους Νορβηγούς. Μάλιστα, στο περίφημο σκανδιναβικό ποίημα «Λουκασένα» του 10ου αι., στο οποίο παρουσιάζεται συνύπαρξη θεών και θνητών, ο Ααγκίρ, με τη σύζυγό του, Ραν, και τις εννιά κόρες τους αναφέρονται να φτιάχνουν μπίρα για τους θεούς.
Φαίνεται, λοιπόν, πως ακόμη κι αν το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο κατανάλωνε το ευλογημένο προϊόν της αμπέλου, στους πληθυσμούς της εύφορης κοιλάδας ένα άλλο προϊόν της γης είχε ήδη ρίξει βαθιές ρίζες, ώστε να παρακάμψει την… κοινωνική διαστρωμάτωση, που χώριζε τους προύχοντες από τους πληβείους όλων των εποχών και να τρυπώσει στην καρδιά και τη ζωή των πάντων.
Συγκρίνοντας τις ιστορίες των δύο αγαπημένων ποτών των προγόνων μας, η μπίρα, προερχόμενη από σκληρά αγαθά της γης, κατάφερε να επιβιώσει των κλιματολογικών συνθηκών, έναντι της ευαίσθητης αμπέλου, που μετά τους παγετώνες, συρρικνώθηκε σημαντικά στην πολική ζώνη, όπου ευδοκιμούσε, και εμφανίστηκε δριμύτερη σε θερμότερες περιοχές.
Το θέμα είναι πως η μπίρα αναμετρήθηκε με το κρασί στον χρόνο και αναδείχθηκε νικήτρια για τους δικούς της λόγους, με βασικό το πλεονέκτημα της παραγωγής της απευθείας από ζύμωση (άρα, φυσική διαδικασία) ενός ανθεκτικού και ευρέως διαδεδομένου ανά τον πλανήτη δημητριακού.
Αιώνες επί αιώνων μετά τη γέννησή της, η μπίρα φτάνει στο «παρόν» να γιορτάζεται παγκοσμίως κάθε πρώτη Παρασκευή του Αυγούστου. Σήμερα, λοιπόν, πρώτη Παρασκευή του Αυγούστου, που είναι η μέρα της, το ΑΠΕ-ΜΠΕ τη γιορτάζει με ένα αφιέρωμα άξιο της ιστορικότητάς της.
ΟΙ ΜΕΘΥΣΤΑΚΕΣ ΤΗΣ ΕΥΦΟΡΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ…
Για να είμαστε ακριβείς, «μπίρα» (και όχι «μπύρα») είναι το μεταγενέστερο όνομα του προϊόντος που κατά διάφορες εκδοχές από τόπο σε τόπο, προέκυψε τυχαία και «θρονιάστηκε» από πολύ νωρίς στη ζωή της ανθρωπότητας.
Το όνομα αυτού του ίδιου ποτού διέφερε από λαό σε λαό, έως ότου φτάσει, αιώνες μετά τη «γέννησή» του, να κατασταλάξει σε μία λέξη ομόρριζη στις διαλέκτους της συντριπτικής πλειονότητας του πλανήτη (birra στην ιταλική γλώσσα, bier στη γερμανική, beer στην αγγλική, bière στη γαλλική, bir στην ινδονησιακή, bere στη ρουμανική, biir στη σομαλική, μπίρα στην ελληνική κ.ά.).
Στο μακρύ ταξίδι της στον χρόνο, στους μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, η μπίρα καταναλώνεται από όλους τους κατοίκους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, και αποτελεί θεμέλιο ύπαρξης, τμήμα της πολιτιστικής και θρησκευτικής ταυτότητας και ασφαλώς σημείο αναφοράς της κοινωνικής ζωής.
Ονομάζεται δε «ποτό των θεών», διότι μόνο στη δική τους γενναιοδωρία μπορεί να αποδοθεί η προσφορά ενός υγρού, που με έναν μαγικό τρόπο μετατρέπεται από χυλό σε υγρό και καθώς καταναλώνεται, προκαλεί ευφορία. Πράγματι, σε πολλούς πολιτισμούς καταγράφονται μύθοι για το πώς οι θεοί δίδαξαν στους ανθρώπους την παρασκευή της μπίρας. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, θεωρούν ότι τη μπίρα ανακάλυψε ο θεός της γεωργίας, άρχοντας του κάτω κόσμου, Όσιρις, που ετοίμασε έναν χυλό από νερό και βύνη και τον ξέχασε στον ήλιο. Όταν τον θυμήθηκε, ο χυλός είχε μετατραπεί σε υγρό, το οποίο αποφάσισε να δοκιμάσει και ενθουσιάστηκε με τη γεύση του. Έτσι δίδαξε την παρασκευή του στους ανθρώπους.
Ο Έλληνας φιλόσοφος και ιστορικός του 1ου αι. π.Χ., Διόδωρος ο Σικιελιώτης, ύστερα από μία επίσκεψή του στην Αίγυπτο, καταγράφει πως «ο Όσιρις δίδαξε στους ανθρώπους πώς να παράγουν από νερό και κριθάρι ποτό, το οποίο ουδόλως κατώτερο είναι από το κρασί».
Στο ιστορικό της μπίρας, που καταγράφει στο βιβλίο του με τίτλο «Η ιστορία του κόσμου σε 6 ποτήρια» ο Βρετανός επιστημονικός ερευνητής Tom Standage σημειώνει:
«Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι Σουμέριοι και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν την μπίρα στις ιεροτελεστίες τους ή σε αγροτικές τελετές γονιμότητας και σε κηδείες, άρα ενδεχομένως η θρησκευτική χρήση της μπίρας να προϋπήρξε της κοινωνικής. Το ίδιο φαινόμενο απαντάται σε κάθε πολιτισμό που έφτιαχνε μπίρα, είτε επρόκειτο για πολιτισμό της Αμερικής, της Αφρικής ή της Ευρασίας. Οι Ίνκας πρόσφεραν την μπίρα τους, την επονομαζόμενη “τσίτσα”, στον ανατέλλοντα ήλιο σε χρυσό ποτήρι, ενώ έχυναν ή έφτυναν την πρώτη γουλιά στο έδαφος ως προσφορά στους θεούς της γης. Οι Αζτέκοι αφιέρωναν τη δική τους μπίρα, την “πούλκε”, στη Μαγιαχουέλ, τη θεά της γονιμότητας. Στην Κίνα πάλι η μπίρα από ρύζι και κεχρί χρησιμοποιείτο στις κηδείες και σε άλλες τελετές».
Σύμφωνα με συνταγή σε πήλινη πλάκα, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη κάπου στην εύφορη κοιλάδα και μετέφρασε ο αείμνηστος Miguel Civil, καθηγητής σουμεριακού και μεσοποταμιακού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, δεινός γνώστης της σουμεριακής διαλέκτου,«η μπίρα που έπιναν οι Σουμέριοι είχε συγκέντρωση αλκοόλ 3,5% (αντίστοιχη με τη σημερινή), ξηρή, αλλά όχι πικρή γεύση και θύμιζε σκληρό μηλίτη. Η παρασκευή της αποτελούσε πρόκληση για πολλά νοικοκυριά».
Καθώς ο χρόνος κυλά, η μπίρα αποκτά χαρακτηριστικά, που την καθιστούν απαραίτητη στην καθημερινότητα Σουμερίων και Αιγυπτίων. Τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία είναι καταστάσεις μισθοδοσίας και αποδείξεις παραλαβής φόρων των Σουμερίων.
Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι ένα πήλινο δοχείο με διαγώνιες χαρακιές στο εσωτερικό του είναι σύμβολο, που χρησιμοποιείται κατά κόρον μαζί με εκείνα που αποδίδουν τα δημητριακά, τα υφάσματα και τα ζωντανά. Καταλήγουν πως αυτό το δοχείο περιέχει μπίρα και δεν αποτελεί άλλο παρά μονάδα πληρωμής ή συναλλαγής. «Οι εργάτες στην κοινωνία των Σουμερίων, που στην ουσία αποτελεί, τη λογική συνέχεια των νεολιθικών κοινωνικών δομών, πληρώνονται σε μπίρα και ψωμί»καταλήγει η επιστημονική έρευνα.
Τόσο στη Μεσοποταμία, όσο και στην Αίγυπτο, οι φόροι πληρώνονται σε δημητριακά και άλλα αγαθά, τα οποία παραδίδονται στο ιερατείο και από εκεί διοχετεύονται για τη χρηματοδότηση δημοσίων έργων. Και στους δύο πολιτισμούς, οι πληρωμές γίνονται σε… πόσιμον είδος. Αρχεία σε σφηνοειδή γραφή από τη Μεσοποταμία αναφέρουν ότι οι κατώτεροι υπάλληλοι του δυναμικού ενός ναού λαμβάνουν ένα «σίλα» (περίπου ένα λίτρο) μπίρα την ημέρα, ως μέρος του σιτηρεσίου τους (απαραίτητη ημερήσια ποσότητα τροφής).
Οι κατώτεροι αξιωματούχοι αμείβονται με δύο σίλα, οι ανώτεροι και οι κυρίες της αυλής με τρία, ενώ οι ανώτατοι αξιωματούχοι με πέντε. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως μεγάλο αριθμό ισομεγέθων κυπέλλων με κυρτό χείλος, που χρησιμοποιούνταν ως μονάδες μέτρησης της μπίρας. Σε κείμενα από την εποχή του βασιλιά Σαργών Β΄, των Ακκαδιτών (περί το 2.350 π.Χ), η μπίρα αναφέρεται ως απαραίτητο αγαθό στην προίκα, που είναι υποχρεωμένος ο γαμπρός να καταβάλει στην οικογένεια της νύφης. Αλλά σε μπίρα πληρώνονται γυναίκες και παιδιά, που εργάζονται περιστασιακά στους ναούς, σε μπίρα και οι στρατιώτες, και οι αστυφύλακες, και οι γραφείς, και οι αγγελιοφόροι.
Σε μπίρα πληρώθηκαν και οι χτίστες των πυραμίδων της Αιγύπτου! Τρία καρβέλια ψωμί και δύο κανάτες μπίρα ήταν το επίσημο μεροκάματό τους, εκεί στο οροπέδιο της Γκίζας, ενώ επιστάτες και αξιωματούχοι λάμβαναν πολύ μεγαλύτερη ανταμοιβή. Ως εκ τούτου, οι αρχαιολόγοι δεν ξαφνιάστηκαν και πολύ όταν ανακάλυψαν σε βράχο της περιοχής «γκράφιτι», στο οποίο οι εργάτες, που δούλευαν για την ανέγερση της τρίτης πυραμίδας -αυτής του φαραώ Μυκερίνου- αποκαλούνταν «οι μεθύστακες του Μυκερίνου»!
Καθώς χρησιμοποιούνται ως μονάδες συναλλαγής, μπίρα και άρτος γίνονται συνώνυμα της αφθονίας και της ευμάρειας. Στη Μεσοποταμία η έκφραση «μπίρα και ψωμί» αντιστοιχεί στη «φαγητό και ποτό», ενώ η απόδοση της λέξης «συμπόσιο» στη διάλεκτο των Σουμερίων είναι «εκεί όπου υπάρχουν μπίρα και ψωμί».
Αντίστοιχη αξία αποδίδουν στο δίδυμο των τροφών και οι Αιγύπτιοι. Στα ιερογλυφικά, ο συνδυασμός των συμβόλων της μπίρας και του άρτου, δίνει τη λέξη «τροφή». Επιγραφή των αρχαίων Αιγυπτίων, που έφεραν στο φως ανασκαφικές έρευνες, παροτρύνει τις μητέρες των αγοριών στην εφηβεία να ταΐζουν και να ποτίζουν τα παιδιά τους με τρία μικρά καρβέλια ψωμί και δύο κανάτες μπίρα, για να διασφαλίσουν τη σωστή ανάπτυξή τους! Μοιραία, οι μπίρα λαμβάνει και τα χαρακτηριστικά φαρμάκου.
Σφηνοειδής πλάκα του 2.100 π.Χ., που αποκαλύπτεται στη θέση Νιπούρ, περιλαμβάνει λίστα φαρμακευτικών συνταγών με βασικό συστατικό τη μπίρα. Είναι το αρχαιότερο δείγμα για χρήση αλκοόλ στην ιατρική. Αλλά και ο πάπυρος Ebers, ένα αιγυπτιακό ιατρικό κείμενο (χρονολογείται στα 1550 π.Χ.), καταγράφει εκατοντάδες ιατρικές συνταγές, πολλές από τις οποίες περιέχουν μπίρα. Για παράδειγμα:
Μισό κρεμμύδι με αφρώδη μπίρα θεραπεύει τη δυσκοιλιότητα.
Ελιές σε σκόνη αναμεμειγμένες με μπίρα προσφέρονται για ανακούφιση από τη δυσπεψία
Κατάπλασμα φτιαγμένο από μπίρα και σαφράν, απλωμένο στην κοιλιά της εγκύου, καταπραΰνει τους πόνους του τοκετού.
Και ασφαλώς, το αγαπημένο ποτό των Σουμερίων και των Αιγυπτίων δεν θα έλειπε από το ταξίδι τους προς τον άλλο κόσμο. «Μπίρα που δεν ξινίζει» υπόσχονταν στους νεκρούς σε κείμενα, που εντοπίσθηκαν σε τάφους, γεμάτους κανάτες, οι οποίες πιθανότατα -κατά την ταφή του εκλιπόντος- περιείχαν μπίρα, η οποία ασφαλώς εξατμίσθηκε με τον χρόνο.
ΠΥΡΟΔΟΤΗΣΕ TΗ ΜΠΙΡΑΤΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ;
Κοινωνικοί ανθρωπολόγοι θεωρούν ότι η μπίρα υπήρξε το φιτίλι για μία από τις κρισιμότερες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας. Κατά μία άποψη, η ιδιαίτερη κοινωνική και εντέλει θρησκευτική βαρύτητα που απέκτησε κάποτε η μπίρα, σε αντίθεση με την περιστασιακή συλλογή άγριων σιτηρών, συνέβαλε στην επιθυμία διασφάλισης σταθερών αποθεμάτων δημητριακών με συστηματική καλλιέργεια, γεγονός που επέβαλε τον εδραίο βίο των κοινωνιών.
Αλλά μάλλον δεν είναι ακριβώς έτσι. Το πιθανότερο είναι ότι η μπίρα υπήρξε μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες, που οδήγησαν τους νομαδικούς πληθυσμούς σε μόνιμη εγκατάσταση. Απλώς, η αυξανόμενη διατροφική εξάρτηση των ανθρώπων από τα προϊόντα της γης, οδήγησε σε συστηματοποιημένη αναζήτησή τους. «Ίσως η μπίρα ευνόησε τη μετάβαση στην αγροτοκαλλιέργεια με τρόπο λιγότερο πρόδηλο» αναφέρει ο Tom Standage. Όπως εξηγεί, καθώς η μακροπρόθεσμη αποθήκευση της μπίρας τότε ήταν δύσκολη, ενώ η πλήρης ζύμωση διαρκεί έως και μία εβδομάδα, το μεγαλύτερο μέρος του ποτού θα έπρεπε να καταναλώνεται σε λιγότερο χρόνο και ασφαλώς πριν τη ζύμωσή του.
Έτσι η μπίρας ήταν χαμηλότερης περιεκτικότητας σε αλκοόλ συγκριτικά με τις σημερινές, αλλά πλούσια σε μύκητες, άρα και σε βιταμίνες και σε πρωτεΐνες. Τα υψηλά ποσοστά βιταμίνης Β, που περιείχε, αντιστάθμισαν την ελαττωμένη κατανάλωση κρέατος, αφού το κυνήγι αντικαταστάθηκε από τη γεωργία.
Επιπλέον, καθώς για την παρασκευή της απαιτείτο νερό βρασμένο, η μπίρα ήταν αποστειρωμένη και ασφαλής από μολύνσεις. Ως εκ τούτου,«η μπίρα βοήθησε στο να αντισταθμιστούν οι διατροφικές ελλείψεις, που προέκυψαν από την ενασχόληση των ανθρώπων κυρίως με τη γεωργία, παρείχε ασφαλή πηγή υγρών και έδωσε στις ομάδες των γεωργών σχετικό διατροφικό πλεονέκτημα σε σχέση με εκείνους, που δεν την κατανάλωναν».
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΝΟΜΠΑΡΕΙ ΤΗ ΜΠΙΡΑ – ΠΡΟΤΙΜΑ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ… ΝΕΚΤΑΡ – ΓΙΑ ΤΗ ΜΠΙΡΑ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ
Η Ελλάδα, πάντως, δεν καταλαμβάνει και σπουδαία θέση στην ιστορία της μπίρας. Οι καταγραφές αποκαλύπτουν ότι το συγκεκριμένο ποτό ουδέποτε αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους αρχαίους Έλληνες, ώστε να ενταχθεί στην καθημερινότητά τους. Άλλωστε, αυτοί είχαν το δικό τους ευλογημένο φυτό, το αμπέλι, και το δικό τους νέκταρ, το κρασί.
Για την ακρίβεια, εκτιμάται ότι η Ελλάδα εξυπηρέτησε ως ενδιάμεσος σταθμός στο ταξίδι της μπίρας από την Αίγυπτο στην Ευρώπη. Στο μακροσκελές έργο του «Φυσική Ιστορία», όπου κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο μέρος τής περί τη φύση γνώσης της εποχής του (1ος αι. π.Χ) ο σπουδαίος Ρωμαίος φυσιοδίφης και συγγραφέας Γάιος Πλίνιος Σεκούνδος, γνωστός ως Πλίνιος ο πρεσβύτερος, αναφέρει ότι στην επεξεργασία για την παραγωγή της μπίρας, οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τον λυκίσκο, ένα αναρριχητικό φυτό, που ευδοκιμεί στις εύκρατες χώρες και φύεται ανάμεσα σε επιλόβια (επιλόβιο = άγριο βότανο), τα οποία όμως, όταν μεγαλώνει, σκοτώνει ως ο λύκος τα πρόβατα (εξ ου και το όνομά του!).
Ως εκ τούτου, μπορεί να πέρασαν αιώνες έως ότου οι Έλληνες βάλουν στη ζωή τους την μπίρα, πλην όμως η προσθήκη του λυκίσκου, που υιοθέτησαν, άνοιξε άλλους δρόμους για την παρασκευή της…
Επισήμως, ο λυκίσκος εξαφανίζεται για κάμποσους αιώνες και επανεμφανίζεται στα συστατικά της μπίρας, τον Μεσαίωνα. Παρέχει στο ποτό οξέα, που του δίνουν την πικρή γεύση και το άρωμα. Κυρίως, όμως, εμποδίζουν τον σχηματισμό βακτηρίων, αποτρέποντάς το από το ενδεχόμενο να χαλάσει.
Ο λυκίσκος είναι και το στοιχείο, που διαχωρίζει τα είδη του ποτού, καθώς σε διαφορετικές ποικιλίες καλλιεργείται (πλέον) και ο ίδιος (κυρίως σε ΗΠΑ, Γερμανία, Νότια Αγγλία και Αυστραλία). Έτσι, ανάλογα με την προσθήκη μιας συγκεκριμένης ποικιλίας λυκίσκου, μπορεί μία μπίρα να είναι πιο αρωματική ή πιο πικρή από μία άλλη.
Σύμφωνα με την Ελληνική Ένωση Ζυθοποιών, οι Κέλτες και τα αρχαία γερμανικά φύλα γνωρίζουν την μπίρα από τον 1ο π.Χ. αιώνα, αν και μάλλον αγνοούν τον λυκίσκο. Ως βελτιωτικό της γεύσης τον αντικαθιστούν με μείγματα διαφόρων χορταρικών. Η χρήση του λυκίσκου ξεκινά στη Γερμανία, κατά τον Μεσαίωνα. Η πρώτη αναφορά στην καλλιέργεια λυκίσκου χρονολογείται το 768 μ.Χ. στη μονή Φράιζινγκ της Βαυαρίας. Έως τότε, η παρασκευή της μπίρας περιορίζεται μέσα στα σπίτια (αποτελεί καθήκον των γυναικών), ή ακόμα και σε μικρές μονάδες για επιτόπια κατανάλωση (ταβέρνες, χάνια κ.λπ.).
Όμως, κατά το τέλος της 1ης χιλιετίας μ.Χ. αρχίζει η παρασκευή της και σε μοναστήρια. Οι μοναχοί θέλουν ένα γευστικό, θρεπτικό ποτό να συνοδεύει τα γεύματα τους ή τη νηστεία τους… Η παραγωγή της φτάνει σε υψηλά επίπεδα. Σε λίγο καιρό, οι μοναχοί παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που χρειάζονται για τις ανάγκες τους και τελικά φτάνουν να την εμπορεύονται.
Τον 12ο αι., η Γερμανία θα πιστωθεί με το δικό της λιθαράκι στην ιστορία της μπίρας. Η αγία Hildegard του Bingen, Γερμανίδα ηγουμένη γυναικείας μονής, θα καταχωρηθεί ως πρώτη καταγραφέας συνταγής παρασκευής του ποτού με χρήση λυκίσκου και θα αναγορευθεί σε αγία προστάτιδα της μπίρας.
Η αναγωγή της μπίρας σε εμπορεύσιμο προϊόν έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή αυστηρής νομοθεσίας, που να εγγυάται και να κατοχυρώνει την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος.
Το 1516, ο Βαυαρός δούκας Γουλιέλμος Δ’ εκδίδει τον «Νόμο Αγνότητας». Πρόκειται ίσως για τον αρχαιότερο διατροφικό κανονισμό, ο οποίος μάλιστα ισχύει και σήμερα. Σύμφωνα με αυτόν, στη γερμανική ζυθοποιία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται άλλη πρώτη ύλη εκτός από κριθάρι, λυκίσκο και καθαρό νερό. Στον νόμο δεν αναφέρεται η μαγιά. Άλλωστε, εκείνη την εποχή είναι παντελώς άγνωστή.
Με το πέρασμα των χρόνων, η διαδικασία της ζυθοποίησης βελτιώνεται σημαντικά. Καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση παίζει η ανακάλυψη, στα μέσα του 19ου αιώνα, της τεχνητής ψύξης και της παστερίωσης. Οι τεχνικές αυτές επιτρέπουν την παρασκευή κάθε είδους μπίρας ανεξαρτήτως της εποχής. Η ζυθοποιία τελειοποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τα πειράματα του E.C. Hansen γύρω από τους ζυμομύκητες. Τον ίδιο αιώνα ξεκινά το εμπόριο εμφιαλωμένης μπίρας.
Στα νεότερα χρόνια η μπίρα ριζώνει στη συνείδηση, τη ζωή και την παράδοση των λαών της κεντρικής Ασίας, αλλά κυρίως των βορειότερων λαών της Ευρώπης, παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες, όπου συνήθως οι άνθρωποι αναζητούν ποτά που θα αυξήσουν τη θερμότητα του σώματός τους.
Σε αντίθεση με τις εύκρατες Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία κ.λπ., όπου η μπίρα αποτελεί συνήθως ανακουφιστική δροσερή συντροφιά τα καλοκαίρια, Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Άγγλοι έχουν καθιερώσει τη μπίρα σε «εθνικό ποτό», που καταναλώνεται αφειδώς όλες τις εποχές. Το μεγαλύτερο, μάλιστα, πανηγύρι, το αφιερωμένο στην «ξανθή θεά» (ασχέτως με τους… χρωματισμούς που της προσέδωσε στην πορεία των αιώνων η παγκόσμια ζυθοποιία) διεξάγεται σε κεντρική πλατεία του Μονάχου, τον Οκτώβριο.
Το δημοφιλές πια «Oktoberfest», καθιερώθηκε το 1810, όταν οργανώθηκαν μεγάλες γιορτές για τον γάμο του πρίγκιπα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ . Κάθε χρόνο, στα μέσα του Φθινοπώρου, και για δύο εβδομάδες, οι γερμανικές ζυθοποιίες προσφέρουν στους συμμετέχοντες ατελείωτες ποσότητες μπίρας μέσα σε χαρακτηριστικές σκηνές χωρητικότητας έως και 3.000 ατόμων!
Σήμερα, η παρασκευή μπίρας με διαφορετικές γεύσεις, οξύτητες και χρώμα, αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο της παγκόσμιας ποτοβιομηχανίας, που περιλαμβάνει από πολυεθνικές μέχρι τοπικές ζυθοποιίες, ακόμα και μπαρ, με πρώτη και καλύτερη στην παραγωγή του προϊόντος, την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εξελίξεις στην ποιότητα των πρώτων υλών, στη βυνοποίηση, τη ζυθοποίηση, την ψύξη, τις μεταφορές, το marketing και το εμπόριο έχουν οδηγήσει στην διαμόρφωση μιας σχεδόν χαοτικής πολυσυλλεκτικής αγοράς, η οποία απευθύνεται στον καταναλωτή, που θα έχει πάθος και όρεξη να διαλέξει…
ΑΠΕ-ΜΠΕ