«Όσο περισσότεροι εμβολιάζονται, τόσο πιο ελεύθεροι θα είμαστε και πάλι», τόνισε η Καγκελάριος ‘Αγγελα Μέρκελ και κάλεσε τους πολίτες να προγραμματίσουν τον εμβολιασμό τους, προκειμένου «να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τους κοντινούς τους ανθρώπους».
Επισήμανε ωστόσο ότι η κυβέρνηση δεν σχεδιάζει υποχρεωτικό εμβολιασμό και ότι σε αυτή τη φάση επενδύει στην «διαφήμιση» των πλεονεκτημάτων του εμβολιασμού. «Πατριωτική υποχρέωση» χαρακτήρισε τον εμβολιασμό ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν και τόνισε ότι το πόσο καλή θα είναι η κατάσταση το φθινόπωρο και τον χειμώνα εξαρτάται από την πορεία των εμβολιασμών.
«Ο εμβολιασμός δεν προστατεύει μόνο εσάς, αλλά και κάποιον που βρίσκεται κοντά σας και τον οποίον αγαπάτε», δήλωσε η Καγκελάριος κατά τη διάρκεια επίσκεψης που πραγματοποίησε νωρίτερα σήμερα στο Ινστιτούτο «Ρόμπερτ Κοχ» και κάλεσε για μία ακόμη φορά τους πολίτες να εμβολιαστούν και όσους έχουν ήδη εμβολιαστεί «να μιλήσουν με όσους τους εμπιστεύονται, διαφημίζοντας τον εμβολιασμό».
Η πανδημία, τόνισε η κυρία Μέρκελ, έδειξε ότι ο ένας εξαρτάται από τον άλλον και κανείς δεν προστατεύεται μόνος του. Προειδοποίησε μάλιστα για τον κίνδυνο να υπάρξουν νέες μεταλλάξεις, κυρίως όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός κρουσμάτων, ενώ, σε ό,τι αφορά την προστασία από την ιδιαίτερα μεταδοτική παραλλαγή «Δέλτα», σημείωσε ότι προκειμένου να επιτευχθεί, θα πρέπει το ποσοστό εμβολιασμού να φθάσει το 85% για τις ηλικίες 12-59 ετών και το 90% για τους άνω των 60 ετών.
«Αυτό όμως είναι ακόμη πολύ μακριά», παραδέχθηκε η Καγκελάριος, καθώς στη Γερμανία η διαδικασία εμβολιασμού έχει ολοκληρωθεί για το 42,6% του πληθυσμού, ενώ το 58,5% έχει λάβει την πρώτη δόση. Βασικός στόχος παραμένει, όπως υπογράμμισε η Καγκελάριος, η αποτροπή υπερβολικής επιβάρυνσης του συστήματος υγείας και εξήγησε ότι ο εμβολιασμός βοηθά ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν και ενδεχομένως μεγαλύτεροι αριθμοί κρουσμάτων.
Από την πλευρά του ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν, ο οποίος συνόδευε την Καγκελάριο κατά την επίσκεψή της στο Ινστιτούτο «Ρόμπερτ Κοχ», ανέφερε ότι ο ρυθμός εμβολιασμού είναι υψηλός, αλλά μειώνεται και θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια προκειμένου να διατηρηθεί. «Με τον εμβολιασμό του, ο καθένας μας αποφασίζει πόση πίεση θα δεχτούν το φθινόπωρο νοσηλευτές και γιατροί.
Δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Υπάρχει επάρκεια εμβολίων και διαθέσιμα ραντεβού. Αδράξτε την ευκαιρία και εμβολιαστείτε», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σπαν, τονίζοντας ότι τα παιδιά κάτω των 12 ετών δεν μπορούν ακόμη να εμβολιαστούν και θα πρέπει να προστατευθούν από τον εμβολιασμό των γύρω τους.
Απαντώντας πάντως σε σχετική ερώτηση, η ‘Αγγελα Μέρκελ επανέλαβε ότι δεν θα υπάρξει υποχρεωτικός εμβολιασμός. «Δεν έχουμε την πρόθεση να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο. Δεν θα υπάρξει υποχρέωση εμβολιασμού. Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της φάσης της διαφήμισης, όπου έχουμε περισσότερα εμβόλια από ό,τι ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να εμβολιαστούν και αυτή τη φάση θα την προχωρήσουμε με έμφαση», δήλωσε η Καγκελάριος και εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα υπάρξουν ακόμη πολλοί οι οποίοι θα θελήσουν να εμβολιαστούν και ότι η προθυμία για εμβολιασμό είναι πάρα πολύ μεγάλη.
«Δεν πιστεύω ότι αλλάζοντας αυτό που έχουμε πει, δηλαδή όχι στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, θα κερδίζαμε εμπιστοσύνη. Πιστεύω ότι μπορούμε να κερδίσουμε εμπιστοσύνη διαφημίζοντας τον εμβολιασμό και καθιστώντας πολλούς από τους ήδη εμβολιασμένους συμπολίτες μας προωθητές και πρεσβευτές, οι οποίοι θα περιγράφουν τη δική τους εμπειρία. Έχουμε ακόμη δυνατότητες και θέλουμε να τις αξιοποιήσουμε», κατέληξε η κυρία Μέρκελ.
Τόσο ο κ. Σπαν όσο και ο επικεφαλής του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ» Λόταρ Βίλερ συμφώνησαν με την Καγκελάριο και επισήμαναν την ανάγκη τα εμβόλια να γίνουν περισσότερο προσβάσιμα για τους πολίτες, ενδεχομένως με οργάνωση εμβολιασμών σε εκκλησίες, τζαμιά και άλλους χώρους.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ», το 88% των ενηλίκων είναι είτε ήδη εμβολιασμένο είτε πρόθυμο να εμβολιαστεί, ενώ το 84% του υγειονομικού και εκπαιδευτικού προσωπικού ήταν τον Μάιο και τον Ιούνιο είχε λάβει ήδη τουλάχιστον τη μία δόση του εμβολίου». Η εφημερίδα «Die Welt» επισημαίνει ακόμη ότι οι οικογενειακοί γιατροί δεν θεωρούν μεγαλύτερο πρόβλημα μια μαζική άρνηση στα εμβόλια, αλλά το γεγονός ότι υπάρχει δυσκολία πρόσβασης για τους μη εμβολιασμένους.
Επιπλέον, η εφημερίδα αναφέρει ότι η διαδικασία προγραμματισμού του εμβολιασμού προϋποθέτει προσωπική ενέργεια του ενδιαφερόμενου και σημειώνει: «Το να πιστεύεις ότι αυτό είναι εύκολο για ανθρώπους με εμπόδιο γλώσσας ή ανθρώπους που έχουν χάσει την επαφή τους με την κοινωνία είναι αφελές. Υπολογίζεται ότι 6,2 εκατομμύρια ενήλικες στη Γερμανία – περίπου ένας στους δέκα – είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίσει».
ΑΠΕ-ΜΠΕ