ΑΡΘΡΟ ΜΑΝΩΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΗΝ «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ» ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
Οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, διαμορφώνουν σήμερα ένα εργασιακό περιβάλλον που αλλάζει διαρκώς. Και, φυσικά, η πανδημία εντείνει τις αλλαγές αυτές, τόσο επιταχύνοντας τες, όσο και επιβαρύνοντας την υφιστάμενη επισφάλεια των εργαζομένων, σε μία συγκυρία όπου πάνω από 600.000 εργαζόμενοι ζούσαν για μήνες σε καθεστώς αναστολής εργασίας, με 534 ευρώ, πάνω από 350.000 μακροχρόνια άνεργοι έμειναν χωρίς καμία στήριξη, ενώ το εργατικό εισόδημα υπέστη σημαντικές μειώσεις που αφορούν 6 στους 10 εργαζομένους.
Μειώσεις που για μεγάλο ποσοστό αυτών ήταν πάνω από 30%. Αυτονόητα, με τον κίνδυνο απόλυσης και την ανασφάλεια της ανεργίας να είναι παραπάνω από υπαρκτός, σε επιχειρήσεις που είτε δεν άνοιξαν, είτε δυσκολεύονται ιδιαίτερα να τα βγάλουν πέρα.
Ο αυτοματισμός, η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική, η ψηφιοποίηση θα αλλάξουν ριζικά τον επαγγελματικό χάρτη, θα θέσουν νέα δεδομένα στην αγορά εργασίας, και φυσικά, ένα νέο εργασιακό περιβάλλον που δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με όρους περασμένων δεκαετιών. Αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, χρειάζεται εκ νέου ρύθμιση.
Ρύθμιση που θα βάζει ξανά στο επίκεντρο τον άνθρωπο, τον εργαζόμενο, τα δικαιώματα του, την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια του, και κυρίως το δικαίωμα του να αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες για να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του. Και μαζί με αυτά, να αντιλαμβάνεται στη νέα εποχή που διανύουμε τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει η γνώση, η υψηλή κατάρτιση, η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού και όχι το φθηνό ημερομίσθιο και η απαξιωμένη εργασία.
Όμως, ρύθμιση, όχι απορρύθμιση. Γιατί, δυστυχώς, φαίνεται πως οι προτεραιότητες αυτές, δεν είναι κοινές για όλους, και κυρίως για την κυβέρνηση. Ξεκινώντας πριν την κρίση με την υπονόμευση των κλαδικών συμβάσεων, συνεχίζοντας εν μέσω πανδημίας με την εφαρμογή του δόγματος «μισός μισθός-μισή δουλειά» αντί για επιδότηση εργασίας, προχωρώντας με την πρόταση αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που δεν περιλαμβάνει την παραμικρή αναφορά για τη σύνδεση της ανάπτυξης με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την προστασία των εργαζομένων, και καταλήγοντας στο εργασιακό νομοσχέδιο.
Εργασιακό νομοσχέδιο που ελαστικοποιεί το ωράριο, παραπέμποντας το 8ωρο στην άνιση ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Εισάγοντας απλήρωτες υπερωρίες με ανταλλάγματα ρεπό, απαξιώνοντας παντελώς τις συλλογικές συμβάσεις που διασφαλίστηκαν με το νόμο 3846/10 του ΠΑΣΟΚ, με την εξαγγελία, μάλιστα, ότι ακόμα και η «κάρτα εργασίας» – αίτημα της ΓΣΕΕ και νομοθετική μας πρόβλεψη – δεν θα εφαρμοσθεί, παρά μόνο «πειραματικά».
Που εντείνει την ανασφάλεια του εργαζόμενου, απελευθερώνοντας ακόμα περισσότερο τις απολύσεις και περιορίζοντας δραστικά το δικαίωμα επαναπρόσληψης για όσους δικαιώνονται δικαστικά. Που υπονομεύει και διαλύει συνειδητά τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους για την εφαρμογή των νόμων και των συμβάσεων στους εργασιακούς χώρους, υποβαθμίζοντας το ΣΕΠΕ, και δίνοντας χώρο στη μαύρη εργασία που σήμερα κυριαρχεί. Που αποδυναμώνει τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων, θεωρώντας τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και την προστασία «βαρίδια και προνόμια».
Ένα εργασιακό νομοσχέδιο που αντί, με σύγχρονη ματιά, να προωθεί την πλήρη απασχόληση, να συνδέει κάθε δράση και επένδυση με τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας, να προωθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο της ψηφιακής εποχής, που παρέχει κίνητρα, αλλά θέτει και υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις για την επανακατάρτιση των εργαζομένων τους στα νέα δεδομένα και την πρόσβαση όλων στην γνώση, αντί να προετοιμάζει τη χώρα και το εργατικό της δυναμικό να πρωταγωνιστήσουν σε ένα κόσμο που αλλάζει ριζικά, εργαλειοποιεί αντιδραστικά την κρίση. Με τον μεγαλύτερο κίνδυνο, το βάρος της να το σηκώσουν ξανά εκείνοι που το έχουν περισσότερο ανάγκη.
Και αυτό εμάς μας βρίσκει απέναντι.