Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην κοινή συνεδρίαση τεσσάρων Επιτροπών της Βουλής με αντικείμενο την στρατηγική μετάβασης σε μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία
Ευχαριστώ πολύ κύριε Πρόεδρε,
Πράγματι είναι ασυνήθιστο Πρωθυπουργός να συμμετέχει σε εργασίες Διαρκών Επιτροπών του Κοινοβουλίου. Πλην όμως αισθάνομαι ότι επιστρέφω σε ένα χώρο ο οποίος μου είναι ιδιαίτερα οικείος, καθώς είχα ξεκινήσει την κοινοβουλευτική μου διαδρομή το 2004 ως μέλος της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου και από το 2007 έως και το 2009 διατέλεσα Πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος.
Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά ότι μία από τις πρώτες δύσκολες αποστολές της Επιτροπής Περιβάλλοντος, τότε, ήταν η επιθεώρηση των καμένων εκτάσεων στην Ηλεία, στην καταστροφική πυρκαγιά του 2007. Νομίζω τη θυμόμαστε όλοι. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία συνειδητοποίησε ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μία αφηρημένη έννοια, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε ακραία καιρικά φαινόμενα με καταστροφικές επιπτώσεις.
Από τότε βέβαια πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι και βρισκόμαστε σήμερα εδώ, στο Εθνικό Κοινοβούλιο, κατόπιν πρωτοβουλίας της Προέδρου του ΚΙΝΑΛ, της κας Γεννηματά, για να κάνουμε -πιστεύω- μία χρήσιμη και ουσιαστική συζήτηση για τη μεγάλη πρόκληση του παρόντος και του μέλλοντος, που δεν είναι άλλη από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Και αν η πανδημία κατέστησε σαφές σε όλους μας ότι απαιτείται διεθνής συνεργασία για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα αυτής της έκτασης, το ίδιο στον υπερθετικό βαθμό ισχύει για την κλιματική αλλαγή.
Οφείλω να επισημάνω βέβαια κάτι το οποίο ανέφερε και ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας: ότι η κυβέρνησή μας τόλμησε να αναλάβει τολμηρές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, πριν το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής επανέλθει με ένταση στο δημόσιο διάλογο ως απότοκο της πανδημίας.
Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην τολμηρή απόφαση την οποία πήρε η ελληνική κυβέρνηση και η οποία ανακοινώθηκε από εμένα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τον Σεπτέμβριο του 2019, όπου ανακοίνωσα και δρομολόγησα για λογαριασμό της Ελληνικής Δημοκρατίας ένα πολύ γρήγορο και τολμηρό πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης, μείωσης της εξάρτησης της χώρας μας ως προς την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τον λιγνίτη.
Όσο και αν θέλω πάντα να χαιρετίζω γενικές διακηρύξεις διακομματικής συμφωνίας, οι οποίες σίγουρα και είναι χρήσιμες, τολμώ να πω ότι τελικά η διακομματική συναίνεση δοκιμάζεται στη συμφωνία ή στη διαφωνία επί συγκεκριμένων πολιτικών.
Και η αλήθεια είναι ότι η τολμηρή αυτή πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία από τη μία μας επέτρεψε μέσα σε δύο χρόνια να μειώσουμε σημαντικά το αποτύπωμά μας ως προς τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, από την άλλη διευκόλυνε -ουσιαστικά επέτρεψε- και στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού να προχωρήσει πιο γρήγορα σε ένα τολμηρό πρόγραμμα μετασχηματισμού -και βέβαια κατέγραψε και την Ελλάδα στον ευρωπαϊκό χάρτη ως μία χώρα η οποία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της γρήγορης μετάβασης μακριά από το λιγνίτη- είναι μία πρωτοβουλία η οποία δεν στηρίχθηκε από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον με την ένταση την οποία θα ανέμενα.
Πόσω μάλλον όταν από την πρώτη στιγμή -και θα συμφωνήσω σε αυτό με την κα Γεννηματά- μεριμνήσαμε ώστε η μετάβαση μακριά από το λιγνίτη να γίνει με έναν τρόπο ήπιο, ο οποίος θα διασφαλίσει θέσεις απασχόλησης και θα κινητοποιήσει σημαντικούς πόρους ειδικά για την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας αλλά και της Μεγαλόπολης, που διαχρονικά υπήρξαν εξαιρετικά εξαρτημένες από την εξόρυξη και από την καύση του λιγνίτη. Θα επανέλθω, όμως, στο ζήτημα αυτό στη συνέχεια.
Βρισκόμαστε λοιπόν εδώ για να συζητήσουμε, να κάνουμε τα πρώτα βήματα, σε ένα δημόσιο διάλογο ο οποίος και επίσημα ανοίγει σήμερα για τη θέσπιση του πρώτου κλιματικού νόμου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όπως είναι γνωστό, η Ευρώπη έχει αποφασίσει σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος. Οφείλουμε, δηλαδή, να μηδενίσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050. Ταυτόχρονα, όπως γνωρίζετε, έχουμε θέσει έναν ακόμα πιο τολμηρό μεταβατικό στόχο ο οποίος μας υποχρεώνει να μειώσουμε κατά 55% τις εκπομπές μας ως το έτος 2030.
Η ελληνική κυβέρνηση, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019, έχει εγκρίνει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, το γνωστό ΕΣΕΚ, το οποίο θέτει και προσδιορίζει ένα σαφή οδικό χάρτη για το πώς θα μπορούσαμε να πετύχουμε τους στόχους περιορισμού των αερίων του θερμοκηπίου με βάση τους προηγούμενους, λιγότερο φιλόδοξους στόχους, που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οπότε ήδη καθίσταται απαραίτητο να ενσωματώσουμε στον εθνικό μας σχεδιασμό το γεγονός ότι ως Ευρώπη έχουμε πια αναλάβει πιο τολμηρούς στόχους από αυτούς που είχαμε υπόψη μας όταν είχαμε καταρτίσει το αρχικό Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος.
Όμως το ζητούμενο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι μόνο πώς θα προδιαγράψουμε την πορεία μας για την επόμενη δεκαετία, αλλά πώς θα περιγράψουμε με σαφήνεια και σε εθνικό επίπεδο έναν οδικό χάρτη για τα επόμενα 30 χρόνια. Διότι πρέπει και εμείς να είμαστε συνεπείς με τους ευρωπαϊκούς στόχους τους οποίους έχουμε θέσει και να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να πετύχουμε το περιβόητο net zero, δηλαδή ουσιαστικά μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, και για την πατρίδα μας.
Και να το κάνουμε αυτό με έναν τρόπο ο οποίος από τη μία θα είναι τεχνοκρατικός. Κυρία Γεννηματά άκουσα πάλι -υπάρχει πάντα ξέρετε σε αυτή την αίθουσα μια επιφύλαξη την οποία προσωπικά δεν την αντιλαμβάνομαι ιδιαίτερα- για τις τεχνοκρατικές προσεγγίσεις. Είναι βαθύτατα τεχνοκρατικές οι προσεγγίσεις που διέπουν σύνθετα ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή.
Από την άλλη, όμως, αναγνωρίζω απόλυτα ότι αυτή η προσπάθεια πρέπει να καταστήσει την ελληνική κοινωνία σύμμαχο. Και όταν αναφέρομαι στην ελληνική κοινωνία αναφέρομαι πρωτίστως στη νέα γενιά, διότι τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής έχουν και έντονο το αίσθημα και την υποχρέωση της διαγενεακής αλληλεγγύης. Έχουμε την υποχρέωση να παραδώσουμε στα παιδιά μας ένα περιβάλλον το οποίο δεν θα είναι χειρότερο από αυτό το οποίο παραλάβαμε εμείς από τους γονείς μας.
Κατά συνέπεια, η συζήτηση αυτή εκ των πραγμάτων πρέπει να έχει μια ολιστική διάρθρωση, δεν είναι μία τεχνική συζήτηση που αφορά μόνο τον περιορισμό των αερίων όπως τα μετρούν οι ειδικοί επιστήμονες. Αλλά θα πρέπει να προδιαγράψουμε μία πορεία η οποία θα μετατρέψει αυτή τη μετάβαση όχι σε μία αναγκαστική διαδικασία συμμόρφωσης με κάποιους αφηρημένους ευρωπαϊκούς στόχους, αλλά σε μία δυναμική διαδικασία που ουσιαστικά θα δρομολογήσει το νέο αναπτυξιακό μοντέλο για τη χώρα.
Αυτό αποτελούσε πάντα βαθιά μου πεποίθηση από την πρώτη στιγμή που ασχολήθηκα με τα κοινά και έχουμε τώρα φυσικά την ευκαιρία ως κυβέρνηση αυτό το νέο μοντέλο μετάβασης σε μία πράσινη οικονομία να το κάνουμε πράξη, έχοντας όχι μόνο πολιτικά εργαλεία αλλά και σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία στα οποία είχε την ευκαιρία να αναφερθεί εκτενώς και ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο σχέδιο «Ελλάδα 2.0» το οποίο έχουμε καταθέσει και το οποίο συμπεριλαμβάνει σημαντικότατα κονδύλια για μία σειρά από μεγάλες, μικρές, μεσαίες δράσεις οι οποίες συμμετέχουν χρηματοδοτικά σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια την οποία πρέπει να κάνουμε για μία οικονομία χαμηλών και τελικά μηδενικών εκπομπών άνθρακα.
Μάλιστα το σχέδιο αυτό, ως γνωστόν, έχει ήδη δημοσιευθεί. Συμπεριλαμβάνει στον τομέα του περιβάλλοντος και της ενέργειας μία σειρά από παρεμβάσεις πολύ τολμηρές. Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες: δημιουργία συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας καθοριστικών για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, 450 εκατομμύρια θέλουμε να δρομολογήσουμε για αυτή τη δράση.
Αποκατάσταση, κα Γεννηματά, εδαφών παλαιών λιγνιτωρυχείων στη Δυτική Μακεδονία και στη Μεγαλόπολη, εξαιρετικά κρίσιμη δράση και μάλιστα μία δράση εντάσεως εργασίας που έχει πολύ μεγάλη σημασία ως μεταβατικό στάδιο έως ότου οι περιοχές αυτές δρομολογήσουν ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, 242 εκατομμύρια. Προώθηση ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιών μας, 195 εκατομμύρια. «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον», παραπάνω από 1 δισ., στρατηγικές αστικές αναπλάσεις, 475 εκατομμύρια. «Εξοικονομώ Επιχειρώντας», 450 εκατομμύρια. Δεν θα διατρέξω όλο το σχέδιο αναλυτικά.
Πάντως θα είχε μία αξία -επειδή ακούμε στον πολιτικό διάλογο να ασκείται μία κριτική, κατά την άποψή μου αρκετά αφηρημένη, ως προς την πρόταση την οποία έχει καταθέσει η κυβέρνηση για το Ταμείο Ανάκαμψης- θα είχε πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να ακούσουμε από τα κόμματα συγκεκριμένα με ποια από αυτά τα προγράμματα, τα σχέδια, τις μεταρρυθμίσεις, τις επενδύσεις συμφωνούν ή διαφωνούν. Διότι είναι πολύ ωραίο να μιλάμε γενικά και αφαιρετικά, πλην όμως το σχέδιο αυτό έχει γίνει δεκτό με ενθουσιασμό, τολμώ να πω, από τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες ακριβώς επειδή είναι συγκεκριμένο και μετρήσιμο. Και καλά δουλεμένο και καλά επεξεργασμένο.
Άρα, θα είχε μεγάλη αξία να καταλάβουμε από την αντιπολίτευση -και αυτή η συζήτηση προφανώς και θα γίνει- εάν διαφωνούν, εάν συμφωνούν με τις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες τις οποίες η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει, ώστε να μην παραμένουμε πάντα μόνο στη σφαίρα της γενικής και αφηρημένης κριτικής.
Ένας νέος κλιματικός νόμος, λοιπόν, ένας νόμος-πλαίσιο ο οποίος θα προσδιορίζει με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους για τα επόμενα 10, 20, 30 χρόνια, αλλά θα προσδιορίζει και ένα πλαίσιο συμμετοχής του κοινοβουλίου, της κοινωνίας των πολιτών, των παραγωγικών δυνάμεων, στον έλεγχο εφαρμογής αυτής της πολιτικής, πιστεύω ότι στην παρούσα συγκυρία έχει τεράστια σημασία.
Δώδεκα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη έναν τέτοιο νόμο και πρόθεση της κυβέρνησης είναι να αποκτήσει και η Ελλάδα τον πρώτο της κλιματικό νόμο εντός των επόμενων μηνών, μέσα από μια ευρεία, ανοιχτή διαβούλευση που θα συμπεριλαμβάνει τα κόμματα, την κοινωνία των πολιτών, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας.
Έχει ένα ενδιαφέρον να αναφερθώ με λίγο μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις προβλέψεις του γερμανικού κλιματικού νόμου. Ο γερμανικός κλιματικός νόμος, όπως και όλοι οι κλιματικοί νόμοι, συμπεριλαμβάνει μια πρόβλεψη για υποβολή ετήσιας έκθεσης κλιματικής προόδου, κύριε Πρόεδρε, στο Εθνικό Κοινοβούλιο.
Αυτή η συζήτηση στη Γερμανία συμπίπτει -και έχει ενδιαφέρον αυτό- με τη συζήτηση του ετήσιου οικονομικού προϋπολογισμού. Νομίζω ότι αυτό έχει μια ξεχωριστή σημασία διότι αυτή η προσέγγιση συμβάλλει στην εμπέδωση της ευρύτερης σημασίας της κλιματικής αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει την ανάγκη συνεισφοράς όλων των τομέων της οικονομίας στην επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Θέλω να επισημάνω ότι ήδη Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όπως παραδείγματος χάρη η WWF, έχουν αναρτήσει πρόταση κλιματικού νόμου, κείμενο για ανοιχτή δημόσια διαβούλευση. Βρήκα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στο κείμενο το οποίο διάβασα. Και προσβλέπω ότι τους επόμενους μήνες, μέχρι που να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να καταθέσουμε στο Εθνικό Κοινοβούλιο τον πρώτο μας κλιματικό νόμο, ότι αυτή η προ-διαβούλευση θα λάβει πολύ ουσιαστικά χαρακτηριστικά.
Και ελπίζω ότι θα μπορέσει να κινητοποιήσει τα πιο ζωντανά κύτταρα της ελληνικής κοινωνίας, καθώς όπως είπα η πρόκληση αυτή δεν αφορά μόνο τη δική μας γενιά, αφορά πρωτίστως τη νεότερη γενιά, η οποία πρέπει να βγει στην πρώτη γραμμή και να στηρίξει αυτές τις πολιτικές.
Θεωρώ, επίσης, εξαιρετικά σημαντικό να μπορέσουμε σε τεχνοκρατικό επίπεδο να έχουμε την απαραίτητη στήριξη με εξειδικευμένα αναλυτικά εργαλεία, έτσι ώστε να μπορούμε να προδιαγράψουμε αυτήν την πορεία με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια. Το λέω αυτό διότι είναι γνωστό ότι στα θέματα της κλιματικής αλλαγής δεν υπάρχει μία μαγική λύση. Θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, έτσι ώστε να μπορούμε τελικά να καταλήξουμε στον στόχο των μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050.
Για κάποιες από τις παρεμβάσεις υπάρχουν ήδη τεχνολογίες οι οποίες αποδεδειγμένα δουλεύουν. Για κάποιες χρειάζεται να πληρώσουμε κάποια παραπάνω χρήματα για να μπορέσουμε να τις κάνουμε ελκυστικές, κι αυτό είναι αντικείμενο δημόσιας πολιτικής. Άλλες τεχνολογίες μπορούν να είναι βιώσιμες ήδη χωρίς καν να υπάρχει κρατική στήριξη. Άλλες τεχνολογίες βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της έρευνας ή της ωρίμανσης. Παραδείγματος χάρη τεχνολογίες υδρογόνου ή τεχνολογίες πιο αποτελεσματικής αποθήκευσης ενέργειας, δεν έχουν κάνει ακόμα τα τεράστια βήματα τα οποία θα προσδοκούσαμε.
Υπάρχει όμως σήμερα στην παγκόσμια κοινότητα μια τεράστια κινητοποίηση ιδιωτικών και δημοσίων πόρων προς αυτήν την κατεύθυνση. Και είναι επίσης πάρα πολύ σημαντικό να τονίσουμε σε αυτήν την προσπάθεια κάτι το οποίο έχει και μία εθνική διάσταση: τη συμμετοχή των μεγάλων διαχειριστών κεφαλαίων στην προσπάθεια να στείλουμε τα κατάλληλα μηνύματα στην αγορά να επενδύσουν στις τεχνολογίες του μέλλοντος και όχι στις τεχνολογίες του παρελθόντος.
Τι σημαίνει παραδείγματος χάρη, αγαπητέ μου κ. Τσακαλώτε, αν η BlackRock, ο μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων στον κόσμο, πει ότι σταματάει να επενδύει σε εταιρείες οι οποίες ασχολούνται με την εξόρυξη του πετρελαίου; Είναι ένα σημάδι το οποίο έρχεται από τις αγορές κεφαλαίου ότι αυτή η προτεραιότητα πια είναι μια προτεραιότητα αδιαπραγμάτευτη για την οποία όλοι πρέπει να εργαστούμε συντονισμένα.
Υπάρχουν τέτοια κείμενα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Έχω εδώ μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη με τίτλο «Net Zero Europe», πώς μπορεί η Ευρώπη να φτάσει τελικά σε αυτό το στόχο το 2050, με κάποια πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα: πρώτον ότι ο στόχος αυτός είναι εφικτός σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεύτερον, ότι ο στόχος αυτός τελικά μπορεί να δημιουργήσει περισσότερες δουλειές από όσες θα καταστρέψει. Εκτιμάει, συγκεκριμένα, η McKinsey ότι μπορεί να δημιουργήσει έως και 5 εκατομμύρια νέες δουλειές.
Ταυτόχρονα εκτιμά ότι πολλές από τις παρεμβάσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τεχνολογίες που -εγώ σας είπα- είναι ήδη δοκιμασμένες και δουλεύουν. Ότι έχει τεράστια σημασία προφανώς ο τομέας της ενέργειας και των δικτύων διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας. Και βέβαια ότι η συνολική παρέμβαση η οποία θα μας οδηγήσει σε αυτόν τον στόχο θα μας κοστίσει λιγότερο εάν επιμεριστεί με όσο το δυνατόν πιο δίκαιο τρόπο.
Θα επαναλάβω ότι αυτή είναι μία προσπάθεια η οποία αφορά ουσιαστικά ολόκληρη την οικονομία και ολόκληρη την κοινωνία. Κάθε χρόνο εκπέμπουμε στην ατμόσφαιρα, συνολικά ως πλανήτης, 51 δισεκατομμύρια τόνους αερίων του θερμοκηπίου. Και από τα 51 δισεκατομμύρια πρέπει μέσα σε 30 χρόνια να πάμε στο μηδέν.
Για να γίνει αυτό πρέπει να γίνουν σημαντικότατες παρεμβάσεις στην ηλεκτροπαραγωγή. Πρέπει να γίνουν σημαντικότατες παρεμβάσεις στη βιομηχανία. Μιλάμε λίγο για τη βιομηχανία, αλλά η βιομηχανία συμμετέχει στις συνολικές εκπομπές, τουλάχιστον τις ευρωπαϊκές, περισσότερο σήμερα από ό,τι συμμετέχει η ηλεκτροπαραγωγή.
Και αυτές οι παρεμβάσεις δεν είναι απλές διότι η έκλυση αερίων του θερμοκηπίου, συγκεκριμένα διοξειδίου του άνθρακα, παραδείγματος χάριν, στην παραγωγή τσιμέντου είναι αποτέλεσμα μιας χημικής ένωσης. Δεν έχουμε μάθει να φτιάχνουμε ακόμα τσιμέντο με κάποιον διαφορετικό τρόπο από τον γνωστό, τον παραδοσιακό. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως πρέπει να παρέμβουμε στο να μπορούμε να «πιάνουμε», (να κάνουμε capture κατά την αγγλική έννοια) το διοξείδιο του άνθρακα όταν παράγεται και να αποθηκεύεται κάπου αλλού.
Ένα σημαντικό κομμάτι των εκπομπών προέρχεται από την αγροτική παραγωγή. Εκεί ίσως η επίτευξη των στόχων μηδενικών εκπομπών να είναι και η πιο δύσκολη, διότι συνδέεται άμεσα και με τις ίδιες τις διατροφικές μας συνήθειες. Η κατανάλωση κρέατος, παραδείγματος χάρη, συμμετέχει σημαντικότατα στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ιδίως ως προς την έκλυση μεθανίου. Εκεί θα χρειαστεί να κάνουμε και σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι φερόμαστε, καταναλώνουμε και τελικά επηρεάζουμε τη διατροφική αλυσίδα.
Ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις μεταφορές. Η ηλεκτροκίνηση προφανώς είναι το μέλλον -για να μην πω ότι είναι ήδη το παρόν το οποίο είναι εδώ- και θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε εθνικό επίπεδο ποιος είναι ο στόχος τον οποίο θέτουμε στην Ελλάδα ως όριο για να απαγορεύουμε τις πωλήσεις οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και να στείλουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην αγορά να προσαρμοστεί σε αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει όμως ταυτόχρονα και η ενέργεια η οποία παράγεται και την οποία καταναλώνουν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, να είναι ενέργεια πράσινη.
Και όσο και αν με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ακούω τις απόψεις για αποκεντρωμένα συστήματα παραγωγής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, να ξέρουμε ότι αυτά έχουν πρωτίστως εφαρμογή στα ηλιακά συστήματα και πολύ λιγότερο στα αιολικά τα οποία εκ των πραγμάτων είναι εγκαταστάσεις μεγάλου όγκου, μεγάλης παρέμβασης στο περιβάλλον και μας δημιουργούν βέβαια και άλλα προβλήματα.
Διότι βλέπετε και μέσα στην ίδια την περιβαλλοντική λογική να δημιουργείται ένα μεγάλο κύμα αυτή τη στιγμή κατά των ανεμογεννητριών για λόγους που έχουν να κάνουν με την παρέμβαση στο τοπίο. Άρα και τα ζητήματα αυτά μπορεί από τη μια να ακούγονται προφανή από την άλλη δημιουργούν σύνθετα ζητήματα τα οποία το νέο χωροταξικό, αγαπητέ κύριε Υφυπουργέ, θα έρθει να λύσει. Διότι είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν περιοχές της χώρας στις οποίες δεν μπορούν να τοποθετηθούν εγκαταστάσεις τόσο μεγάλες για λόγους προστασίας του τοπίου.
Αλλά οι μεταφορές έχουν να κάνουν και με ζητήματα που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα κλάδους στους οποίους η χώρα έχει σημαντικότατα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως η ναυτιλία. Δεν είναι καθόλου προφανές ότι μπορεί μια μπαταρία να κινήσει ένα μεγάλο πλοίο, δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, θα πρέπει να ζυγίζει 10 φορές παραπάνω από ότι ζυγίζει η ίδια σήμερα για να μπορέσει να μετακινηθεί στις αποστάσεις που μετακινείται.
Άρα, εκεί οι λύσεις που πρέπει να εξετάσουμε μπορεί να είναι άλλες, πιο ακριβές, όπως τα συνθετικά καύσιμα, οι ενδεχόμενες νέες τεχνολογίες που ακόμα δεν έχουν δοκιμαστεί όπως οι κυψέλες υδρογόνου. Και τέλος, στον τομέα των κτιρίων εκεί πραγματικά μπορούμε να κάνουμε πολύ γρήγορα και πολύ τολμηρά βήματα, καθώς έχουμε δοκιμασμένες τεχνολογίες, δοκιμασμένα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενδιαφέρον πραγματικό από την κοινωνία και από τους πολίτες να επενδύσουν στον ενεργειακό εκσυγχρονισμό των κτιρίων. Γιατί; Διότι υπάρχει ταυτόχρονα και οικονομικό όφελος, μια έξυπνη και στοχευμένη κρατική ενίσχυση.
Οι επενδύσεις αυτές είναι επενδύσεις οι οποίες είναι συμφέρουσες για τους πολίτες καθώς τελικά μειώνουν το συνολικό λογαριασμό ρεύματος. Και πολλές φορές μπορεί να υπάρχουν παρεμβάσεις οι οποίες να μην ιεραρχούνται πάρα πολύ ψηλά στην προτεραιότητα του δημοσίου διαλόγου, καταλαβαίνω γιατί, παραδείγματος χάριν, σε μία χώρα η οποία αγαπάει τα αυτοκίνητα η ηλεκτροκίνηση είναι τόσο ελκυστικό αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
Μπορώ να σας πως μετά βεβαιότητας, όμως, ότι η αντικατάσταση των κλιματιστικών μας από κλιματιστικά χαμηλού ενεργειακού αποτυπώματος θα έχει σημαντικότατη προστιθέμενη αξία όχι μόνο στη μείωση των εκπομπών του αερίου του θερμοκηπίου, αλλά και στην ίδια τη σταθερότητα του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας καθώς, ως γνωστόν, τα air condition δουλεύουν στο φουλ όταν έχουμε πάρα πολύ ζέστη και δεν δουλεύουν κατά κανόνα τα αιολικά μας.
Κατά συνέπεια, κύριε Πρόεδρε, γιατί δεν θέλω να μακρηγορήσω, θεωρώ τη συζήτηση αυτή εξαιρετικά χρήσιμη και εξαιρετικά γόνιμη. Είναι πολύ σημαντικό να προσέλθουμε σε αυτή με ουσιαστικές και χρήσιμες ιδέες τις οποίες η Κυβέρνηση προφανώς και θα λάβει υπόψη κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης.
Έχει τονιστεί πολλές φορές -και το ακούω από την Αντιπολίτευση- ότι η συζήτηση αυτή έχει ένα έντονο ιδεολογικό χρώμα. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό ισχύει. Πιστεύω αντίθετα ότι είναι μία συζήτηση η οποία διατρέχει οριζόντια όλο το ιδεολογικό φάσμα καθώς αφορά μία υπαρξιακή απειλή που δεν αφορά μόνο την πατρίδα μας, αλλά τον πλανήτη ολόκληρο.
Δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε να εξακολουθούμε να ζούμε όπως ζούμε, να καταναλώνουμε όπως καταναλώνουμε. Εάν δεν αλλάξουμε ουσιαστικά την οργάνωση των κοινωνιών και των οικονομιών μας, οι επιπτώσεις ενδεχομένως για εμάς και για τα παιδιά μας θα είναι δραματικές.
Και βέβαια επειδή η κλιματική αλλαγή είναι ήδη εδώ, οφείλουμε παράλληλα με όλες αυτές τις δράσεις, για τις οποίες σας μίλησα, που μπορούν -θα το ξαναπώ- να είναι μία τεράστια ευκαιρία για τη χώρα, να είναι πρωταγωνιστής των εξελίξεων, πρέπει ταυτόχρονα να εξετάσουμε σοβαρά και τα ζητήματα της προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που ήδη χτυπά την πόρτα μας.
Δεν είναι μόνο το Ταμείο Ανάκαμψης το χρηματοδοτικό εργαλείο το οποίο έχουμε στη διάθεση μας για να επενδύσουμε σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Και το νέο ΕΣΠΑ, το οποίο φιλοδοξώ να είναι από τα πρώτα τα οποία θα εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει σημαντικούς πόρους που κατευθύνονται σε αυτή την κατεύθυνση, σε χαμηλότερη κλίμακα. Δίνει πολλά εργαλεία και πολλά χρήματα στις Περιφέρειες να κινηθούν σε έργα τα οποία δεν είναι εθνικής αλλά περιφερειακής και τοπικής κλίμακας.
Και βέβαια, για πρώτη φορά υπάρχει ξεχωριστό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, διακριτό για την Πολιτική Προστασία με σχεδόν 750.000.000 ευρώ, έτσι ώστε να είμαστε συνεπείς στη δέσμευσή μας ότι θα προστατεύσουμε -πάνω από όλα, είναι πρώτη μας ευθύνη ως κράτος- τις ζωές και τις περιουσίες των συμπολιτών μας από φαινόμενα τα οποία γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας ότι θα συμβαίνουν με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα.
Κλείνω, λοιπόν, κύριε πρόεδρε, ευχαριστώντας σας και την κυρία Γεννηματά για την ευκαιρία που μου δώσατε να παρευρεθώ στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών σας με μία ευχή: η Ελλάδα σε αυτήν τη νέα συζήτηση η οποία ανοίγει, να μην είναι ουραγός, να μην παρακολουθεί τις εξελίξεις, αλλά να είναι πρωταγωνιστής με τολμηρές αποφάσεις που θα στηρίζονται από την πλειοψηφία της κοινωνίας με έξυπνες πολιτικές, με συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα όπου αυτή είναι απαραίτητη αλλά και με κινητοποίηση δημοσίων πόρων όπου αυτό είναι αναγκαίο.
Έτσι ώστε να μπορέσουμε αυτή τη μεγάλη υπαρξιακή κρίση όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά για όλο τον πλανήτη, να τη μετατρέψουμε σε μία πραγματική ευκαιρία ανάπτυξης καλύτερων δουλειών, καλύτερης ποιότητας ζωής και μίας νέας ισορροπίας στη σχέση μας με το φυσικό περιβάλλον η οποία, δυστυχώς, με αποκλειστική ευθύνη δική μας, του ανθρώπινου είδους, κινδυνεύει να διαταραχθεί οριστικά.
Σας ευχαριστώ πολύ.