«Το βασικό μήνυμα της σημερινής εκδήλωσης είναι ότι υπάρχει εναλλακτικός δρόμος για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και είναι ανάγκη να τον ακολουθήσουμε, γιατί το κόστος αν δεν το κάνουμε, θα είναι δυσβάστακτο και θα επεκταθεί και στις επόμενες γενιές», ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, κλείνοντας την συζήτηση για την παρουσίαση των οικονομικών προτάσεων του κόμματός του.
Υπογράμμισε ότι η ελάφρυνση των χρεών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που σωρεύτηκαν στην πανδημία είναι μονόδρομος, σε συνεργασία και μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Είπε ακόμη ο κ. Τσίπρας: «Δεν είμαστε στα χρόνια των μνημονίων που η Ελλάδα ήταν το μαύρο πρόβατο. Δεν βιώνουμε όμως με τον ίδιο τρόπο την κρίση, όπως στις άλλες χώρες στις οποίες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στηρίχθηκαν πολύ περισσότερο από ότι στην χώρα μας. Μία ακόμη διαφορά είναι ότι εμείς δεν έχουμε λίπος να κάψουμε, η ανεργία στην χώρα μας ήταν ήδη υψηλή όταν ξέσπασε η πανδημία.
Βεβαίως πρέπει να υπάρξει συντονισμός για να διεκδικήσουμε λύσεις που θα είναι αποδεκτές από το ευρωπαϊκό πλαίσιο…Η Ευρώπη πρέπει να κατευθυνθεί σε λύσεις όπως αυτές που εφαρμόζει στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Μπάιντεν…Η συζήτηση για την ρύθμιση του δημοσίου χρέους θα ανοίξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μάλιστα σύντομα και η Ελλάδα θα πρέπει να επωφεληθεί».
Σε παρατήρηση για την ανάγκη πολιτικών συγκρούσεων, ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι το κρίσιμο πλέον – και με την εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας – είναι να επιλέξει κανείς τις πολιτικές συγκρούσεις που θα φέρουν αποτέλεσμα. Υπογράμμισε ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμη η συζήτηση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και πως θα στηρίξει την πραγματική οικονομία.
Το Δημόσιο, είπε ακόμη, θα πρέπει να δει πώς θα ανακτήσει την δυνατότητα να ασκήσει διοίκηση σε μία από τις συστημικές τράπεζες, και να κατευθύνει και τους πόρους, καθώς «εάν δεν στηριχθεί η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, η ελληνική οικονομία συνολικά θα βρεθεί σε κατάσταση δραματική».
Η τομεάρχης Οικονομικών Έφη Αχτσιόγλου, απαντώντας στις αιτιάσεις για το κόστος που συνεπάγονται οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είπε ότι το κρίσιμο είναι να απαντηθεί «ποιος θα πληρώσει το κόστος από την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας αν δεν ληφθούν μέτρα στήριξης τώρα που υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι.
Ακολούθως υπογράμμισε: «Χρειάζεται αναπροσανατολισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην κατεύθυνση της στήριξης της πραγματικής οικονομίας και της εξυπηρέτησης των αναγκών της κοινωνίας…Επίσης να δούμε αν υπάρχει εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ακολούθως, καθώς εμφανίζεται μία προσπάθεια να αποσυμφορηθούν οι τράπεζες από δάνεια, να δούμε πώς οι τράπεζες θα εξυπηρετήσουν την πραγματική οικονομία».
Σημείωσε ότι, ενώ οι τράπεζες έλαβαν πολύ μεγάλη ρευστότητα από την ΕΕ κατά την διάρκεια της πανδημίας, ελάχιστη διοχέτευσαν προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Υποστήριξε ακόμη ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποκλείονται από τις ενισχύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης όπως τις σχεδιάζει η κυβέρνηση.
Ο τομεάρχης Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Χαρίτσης, υπογράμμισε την ανάγκη να σπάσει ο φαύλος κύκλος της διόγκωσης και αλληλοτροφοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Είπε ακόμη: «Οι μέχρι τώρα ρυθμίσεις δεν λύνουν το πρόβλημα αλλά το μεταθέτουν στο μέλλον. Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ συνιστούν αναγκαία συνθήκη για να δούμε την επόμενη ημέρα.
Στο πεδίο της υγείας, όλοι μιλάνε για “εμπιστοσύνη” ως στοιχείο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στην οικονομία η αντίστοιχη έννοια είναι η “προσδοκία”. Η σημερινή κυβέρνηση διαμορφώνει αρνητικό περιβάλλον όσον αφορά την προσδοκία των οικονομικών υποκειμένων. Ακολούθως θα πρέπει να δούμε και πώς θα ανασυγκροτηθεί η παραγωγική βάση της χώρας».
Επιχειρηματολογώντας για την ανάγκη ελάφρυνσης του ιδιωτικού χρέους, είπε ότι τα χρέη της πανδημίας δημιουργήθηκαν με κρατική απόφαση επειδή έπρεπε να κλείσουν οι επιχειρήσεις και όχι από δικές τους λάθος κινήσεις. Ακολούθως σημείωσε ότι για το θέμα των ενισχύσεων των επιχειρήσεων «συγκρούονται δύο σχολές σκέψεις: η πρώτη υποστηρίζει ότι η κρίση είναι ευκαιρία για να περιοριστεί ο αριθμός των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων – είναι το πνεύμα της πρότασης Πισσαρίδη. Η δεύτερη που είναι η δική μας, είναι ότι την κρίση πρέπει να αντιμετωπίσουμε με στήριξη των ασθενέστερων, και ο μετασχηματισμός στην οικονομία να γίνει σε περίοδο ανάπτυξης και όχι κρίσης και ύφεσης».
Ο Δημήτρης Αυγητίδης, καθηγητής Εμπορικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιο Θράκης, υποστήριξε πως «το θεσμικό πλαίσιο του πτωχευτικού δικαίου που ισχύει, δεν είναι επαρκές για την προστασία των επιχειρήσεων από τον κίνδυνο πτώχευσης. Το προηγούμενο πτωχευτικό έδινε έμφαση στην διάσωση των επιχειρήσεων και προέβλεπε τέσσερις θεσμούς δεύτερης ευκαιρίας. Το ισχύον διατηρεί μόνο δύο από αυτούς. Χρειάζεται επαναφορά του προηγούμενου πτωχευτικού κώδικα και θέσπιση πλαισίου για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας των χρεών λόγω της πανδημίας, με αναστολή πτωχεύσεων.
Ο Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, έδωσε στοιχεία από την έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις: «Σύμφωνα με αυτά, το 79% των επιχειρήσεων έχει μείωση του κύκλου εργασιών τους το τελευταίο εξάμηνο, το 50% έχουν ταμειακά διαθέσιμα για έναν μήνα, ενώ για τις μισές επιχειρήσεις της εστίασης τα ταμειακά διαθέσιμα είναι μηδενικά. Το πρόγραμμα της κυβέρνησης λύνει για το 63%του κλάδου το πρόβλημα της επανεκκίνησης. Το ιδιωτικό χρέος που σωρεύτηκε λόγω της πανδημίας έχει εκτοξευτεί στα 17 δισ. ευρώ. Αυτό το χρέος που γεννήθηκε μέσα στην πανδημία, είναι ανάγκη να κουρευτεί.
Παρόμοια όμως είναι η κατάσταση και στην ΕΕ, όπου το 40% των ευρωπαϊκών μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο πτώχευσης». Ο κ. Καββαθάς συμφώνησε με την θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την ανάγκη κουρέματος του ιδιωτικού χρέους και ρύθμισης του υπολοίπου κατά το προηγούμενο της ρύθμισης για τις ασφαλιστικές εισφορές. Τέλος, τάχθηκε κατά του πτωχευτικού που έφερε ηκυβέρνηση ζητώντας την αναστολή του, και πρόσθεσε ότι «με το νέο πτωχευτικό δημιουργούμε νεόπτωχους ή τους οδηγούμε στο φάσμα της πτώχευσης.
Η Λούκα Κατσέλη ανέφερε ότι η στήριξη της μικρομεσαίας επιχείρησης ισοδυναμεί με την στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο θέμα του χρέους, λέγοντας ότι το ιδιωτικό χρέος αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας και δεν αφορά μόνο το χρέος της πανδημίας. Είπε ακόμη: «Το ιδιωτικό χρέος είναι 257 δισ. και το δημόσιο χρέος 340 δισ., το συνολικό είναι περίπου 600 δισ.. Από τα 257 δισ., τα 200 είναι σε τράπεζες και funds. Μιλάμε συνολικά για 354% του ΑΕΠ, όταν το χρέος το 2010 όταν μπήκαμε στα μνημόνια ήταν 120% – 130%.
Ο φαύλος κύκλος της διόγκωσης και της αλληλοτροφοδότησης δημοσίου και ιδιωτικού χρέους πρέπει να σπάσει». Ενώ συμφώνησε με τους τρεις πυλώνες που ανέπτυξε ο Αλέξης Τσίπρας, η κ. Κατσέλη εξέφρασε φόβους ότι ίσως δεν είναι αρκετοί. Συμφώνησε ότι ο νέος πτωχευτικός κώδικας δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία στις επιχειρήσεις. Επίσης είπε ότι χρειάζεται αναπροσανατολισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα προς στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας.
Κλείνοντας, υποστήριξε ότι απαιτούνται πολιτικές προϋποθέσεις και ρήξεις που θα πρέπει ως κοινωνία να καταλήξουμε εάν θα τις κάνουμε ή όχι. Ειδική αναφορά έκανε στην ανάγκη διαμόρφωσης πλαισίου για τα μέσα ενημέρωσης. Σημείωσε ότι ένας χώρος που επλήγει στην πανδημία και απαιτείται γι’ αυτόν ειδική μέριμνα, είναι ο χώρος του πολιτισμού.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κώστας Μίχαλος, ανέφερε: «Ζούμε μία πρωτόγνωρη κατάσταση διεθνώς, και η Ευρώπη είναι ουραγός στην αντιμετώπιση της υγειονομικής, αλλά και της οικονομικής κρίσης. Στην Ελλάδα δημιουργούνται πρόσθετα προβλήματα, ενώ υπάρχει πρόβλημα στην υποστήριξη από την πλευρά της ΕΕ.. Τα 750 δισ. της ΕΕ, από τα οποία τα 32 δισ. αναλογούν στην χώρα μας, καθυστερούν στην εκταμίευση…Το τραπεζικό σύστημα δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων.
Ορθώς έδωσε ενισχύσεις η κυβέρνηση, αλλά μόνο 20.000 επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, σε ένα σύνολο 850.000, ενώ η μερίδα του λέοντος πηγαίνει σε επιχειρήσεις που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μπορούν να ικανοποιούν μόνο το ήμισυ των οφειλών τους. Είναι μεγάλη η ανάγκη για την διαγραφή χρέους».
Ο κ. Μίχαλος σημείωσε επίσης ότι οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης για το ΕΣΠΑ είναι προς την σωστή κατεύθυνση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα ενταχθούν περισσότερες επιχειρήσεις. Είπε ακόμη ότι θα πρέπει να σταματήσουν τα αναποτελεσματικά lockdown, και πρόσθεσε ότι οι θέσεις του υπουργού Ανάπτυξης είναι προς την σωστή κατεύθυνση, ωστόσο είμαστε στο έλεος των λοιμωξιολόγων. Τέλος, επανέλαβε την πάγια θέση των Επιμελητηρίων για εξάντληση των κοινοβουλευτικών κύκλων των κυβερνήσεων.
Ο καθηγητής Διεθνούς Τραπεζικού Δικαίου και Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Αιμίλιος Αυγουλέας, συμφώνησε με τα προτεινόμενα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας ωστόσο, ότι θα πρέπει να συνδεθούν με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κινδυνεύουν με εξαφάνιση.
Επίσης είπε, ότι είναι πολύ θετική η πρόταση για δημιουργία ανεξάρτητης δικαιοδοτικής και ρυθμιστικής αρχής για την διαχείριση των δανείων. Θετική χαρακτήρισε και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας των νέων, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη για ισομερή κατανομή των βαρών της πανδημίας.
Ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, ανέφερε στη τοποθέτησή του: «Το σημαντικότερο είναι να μείνουν ανοιχτά τα καταστήματα και ακολούθως να έχουν χρήματα για να προμηθευτούν εμπόρευμα…Η εικόνα που υπάρχει, είναι ότι το 50% των επιχειρήσεων δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει ποτέ τα χρέη του που έχουν δημιουργηθεί από την δεκαετία των μνημονίων και τώρα από την πανδημία…Το clickaway ενίσχυσε τις μεγάλες αλυσίδες…Χαιρετίζουμε το πρόγραμμα της κυβέρνησης για την εστίαση, αλλά υπάρχει πρόβλημα με τον τουρισμό αλλά και με τον κλάδο της ένδυσης και υπόδυσης».
Ο κ. Χατζηθεοδοσίου αναφέρθηκε με τη σειρά του στο πτωχευτικό, λέγοντας ότι «ενώ θα έπρεπε να είναι εργαλείο για την εξυγίανση, θα οδηγήσει σε μία νέα μεγάλη φτωχοποίηση». Επίσης υποστήριξε ότι το Σχέδιο Ανάκαμψης, σε ότι αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα πρέπει να επανασχεδιαστεί. Τέλος, σημείωσε ότι ένα σημαντικό θέμα είναι και η έλλειψη στελεχών, κυρίως εξειδικευμένων.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σπ. Γκουτζάνης