Η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 υπήρξε αντικείμενο κριτικής από την Ουάσιγκτον, ακόμα και επί προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ. Αν και ο τελευταίος δεν τήρησε σκληρή στάση απέναντι στον Βλαντιμίρ Πούτιν, η στάση του απέναντι στη Ρωσία δεν υπήρξε ποτέ θετική για την υλοποίηση τέτοιου είδους σχεδίων.
Οι ΗΠΑ φοβήθηκαν ότι ο Nord Stream 2 θα βοηθήσει στη στρατηγική διείσδυση της Ρωσίας στην Ευρώπη και προσπάθησαν να αποτρέψουν την ολοκλήρωση του έργου. Ο Ντόναλντ Τραμπ ─αφού από το 2018 επέβαλε κυρώσεις στις εταιρείες που εμπλέκονταν στον αγωγό─ προσπάθησε να διατυπώσει μία αμερικανική πρόταση, προσφέροντας στην Άνγκελα Μέρκελ αμερικανικό σχιστολιθικό φυσικό αέριο [1].
Η Μόσχα εκμεταλλεύτηκε την αμερικανική πρόταση και έπαιξε το παιχνίδι στο επίπεδο του αθέμιτου εμπορικού ανταγωνισμού ─θέλουν να μας εξουδετερώσουν γιατί είμαστε ο μόνος Ευρωπαίος ανταγωνιστής του αμερικανικού σχιστολιθικού φυσικού αερίου, διακήρυξε η Μόσχα─ όπως το είχε οριοθετήσει ο Τραμπ και όχι, στο στρατηγικό επίπεδο [2].
Μέχρι τότε η πολιτική και οικονομική ελίτ της Γερμανίας είχε αποφασίσει ότι θα μπορούσε να παραβλέψει μία σειρά θεμάτων που αφορούσαν τη Ρωσία, για να διασφαλίσει την ολοκλήρωση του αγωγού που θα μετέτρεπε τη Γερμανία σε ευρωπαϊκό ενεργειακό κόμβο. Αλλά η υπόθεση Ναβάλνι δημιούργησε ένα νέο σκηνικό. Η Άνγκελα Μέρκελ έδωσε στην υπόθεση Ναβάλνι γεωπολιτική χροιά πιέζοντας τη Μόσχα και λαμβάνοντας υπόψιν τη διατήρηση της σφαίρας επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, όπου τα αντιρωσικά αισθήματα εξακολουθούν να είναι ισχυρά.
Στις 21 Ιανουαρίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάλεσε την ΕΕ και τα κράτη-μέλη να αναθεωρήσουν τη συνεργασία τους με τη Ρωσία στους διεθνείς οργανισμούς και σε κάποια έργα, όπως αυτό του Nord Stream 2, του οποίου η ΕΕ θα πρέπει άμεσα να σταματήσει την ολοκλήρωση. Η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει μία νέα στρατηγική απέναντι στη Ρωσία, η οποία θα βασίζεται στην υποστήριξη της κοινωνίας των πολιτών και στην προώθηση των δημοκρατικών αξιών. Πρόκειται για την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκδόθηκε μετά τη σύλληψη στη Μόσχα του Αλεξέι Ναβάλνι [3].
Μετά το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη Γερμανία η CDU βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ο επικεφαλής της φιλοατλαντικής πτέρυγας του κόμματος, Νόρμπερτ Ρέτγκεν, βρέθηκε στο ίδιο μήκος κύματος με τους Πράσινους, των οποίων το ηγετικό στέλεχος Ράινχαρντ Μπουτικόφερ, ζήτησε τον τερματισμό του έργου. Ο διάδοχος της Άνγκελα Μέρκελ, Άρμιν Λάσετ διαχώρισε την περίπτωση Ναβάλνι, η οποία θα πρέπει να καταδικαστεί, από την περίπτωση του φυσικού αερίου, που δεν εξαρτάται από την πρώτη.
Η επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, την παραμονή της ορκωμοσίας Μπάιντεν, ήρθε να υπενθυμίσει ότι υπάρχει ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ των Δημοκρατικών και της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων, εναντίον του αγωγού. Με τα δεδομένα αυτά, δεν προξενεί εντύπωση ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει τοποθετήσει τον Nord Stream 2 στην πρώτη θέση της ευρωπαϊκής της ατζέντας. Με τη στάση αυτή συμβαδίζει και η μεγάλη πλειοψηφία των αμερικανικών think tanks.
Η γαλλική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι αντιτίθεται στη συνέχιση του αγωγού Nord Stream 2, παρά το γεγονός ότι γαλλικά κεφάλαια περισσότερα του 1 δις ευρώ, έχουν επενδυθεί στο project αυτό, μέσω της εταιρείας ENGIE.
Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ NORD STREAM 2
Η στάση του Παρισιού αποτελεί συνέπεια της γαλλογερμανικής γεωπολιτικής αντιπαλότητας στην Ευρώπη, η οποία καθορίζει τη δυναμική της ΕΕ.
Ο γαλλογερμανικός άξονας εκφράζει, σε γεωπολιτικό επίπεδο, μία στρατηγική η οποία καθίσταται αναπόφευκτη μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, λόγω του κεντρικού ρόλου της Γαλλίας και της Γερμανίας. Από την πλευρά του Παρισιού, επιδιώκεται αυτή η στρατηγική να εκφράζει τη γεωπολιτική ισότητα μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας και από την πλευρά του Βερολίνου ─παρά τη γεωοικονομική ανισορροπία που διαμορφώθηκε μετά τη γερμανική ενοποίηση─ να αποκρύπτεται ο κεντρικός ρόλος της Γερμανίας.
Η ύπαρξη του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αποτελεί το αποτέλεσμα του γαλλογερμανικού άξονα, ο οποίος περιορίζει τις αντιπαλότητες των δύο μερών του, τα οποία δεν μοιράζονται τους ίδιους γεωπολιτικούς στόχους. Η περίπτωση του Nord Stream 2, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα αυτής της λειτουργίας.
Η έλευση του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ώθησε την κυβέρνηση Μακρόν στην αναβάθμιση των σχέσεων Γαλλίας-ΗΠΑ, ως αντιστάθμισμα στη Γερμανία, η οποία έχει καταστεί η κυρίαρχη δύναμη στην ΕΕ. Αποτελεί επαναλαμβανόμενη τάση μεταξύ των Γάλλων ατλαντιστών να προσπαθούν να επιτύχουν καλύτερες σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ίδια στιγμή, να προσπαθούν να αποτρέψουν τη Γερμανία από το να κερδίσει το status του καλύτερου συμμάχου της Ουάσιγκτον. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία θα προτιμούσε έναν αμερικανογερμανικό άξονα, από τον υπάρχοντα γαλλογερμανικό. Πρόκειται και εδώ για μία επαναλαμβανόμενη τάση, από την εποχή της Συνθήκης των Ηλυσίων του 1963 [4].
Οι αντιρρήσεις της γαλλικής κυβέρνησης για τον Nord Stream 2 είχαν εκφραστεί από το 2019, όταν ζήτησε από την Κομισιόν ─που και αυτή εξέφραζε σκεπτικισμό για το σχέδιο αυτό─ να επιβλέψει την υλοποίηση του project. Για τη Γαλλία, τα ενεργειακά θέματα εντάσσονται στον χώρο της γεωπολιτικής, ενώ για τη Γερμανία στο χώρο της γεωοικονομίας. Η προσπάθεια μεταφοράς ισχύος στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να ελέγχεται η Γερμανία, αποτελεί τη βασική στρατηγική των Γάλλων ευρωπαϊστών, από τον Ζαν Μονέ μέχρι σήμερα.
Σε ό,τι αφορά τα θέματα της ενέργειας, η Γαλλία εξακολουθεί να στηρίζεται στην πυρηνική ενέργεια, ενώ η Γερμανία, εγκαταλείποντας την πυρηνική ενέργεια, στρέφεται προς το φυσικό αέριο και έχει ανάγκη τη Ρωσία. Η εικόνα της Γερμανίας ─η οποία εγκατέλειψε μονομερώς την πυρηνική ενέργεια─ να καθίσταται στο μέλλον ενεργειακός κόμβος της ΕΕ για το φυσικό αέριο, δεν βρίσκει σύμφωνο το Παρίσι. Η κυβέρνηση Μακρόν έχει ανάγει τον αγώνα για την κλιματική αλλαγή σε προτεραιότητα της εξωτερικής της πολιτικής και η αντίθεση στις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
Η γαλλική αντίθεση στον Nord Stream 2, αποτελεί επίσης μία πράξη εναντίωσης απένατι στη Γερμανία, για τη στάση της στο θέμα της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, την οποία ουσιαστικά τορπίλισε. Η Γερμανία αντιμετωπίζει την ΕΕ ως ένα υποσύνολο της Ατλαντικής Κοινότητας και δίνει προτεραιότητα στο ΝΑΤΟ. Η Γαλλία είναι ο κληρονόμος της ντεγκωλικής οπτικής για την Ευρώπη, αλλά δεν μπορεί πλέον να την υπερασπιστεί. Για τον λόγο αυτόν, η ντεγκωλική «Ευρώπη των πατρίδων», έχει αντικατασταθεί από την «ευρωπαϊκή κυριαρχία».
Σε ό,τι αφορά τα θέματα άμυνας, τα οποία υποβαθμίστηκαν μέσα στο πλάισιο του Next Generation EU, η Γαλλία επιθυμούσε τον σχηματισμό μίας μικρής ομάδας κρατών με στρατιωτικές ικανότητες, ενώ η Γερμανία απαιτούσε την εμπλοκή όσο το δυνατόν, περισσότερων κρατών. Επίσης, το Βερολίνο εξέφρασε δημόσια την αντίθεσή του για την ιδέα μίας νέας αρχιτεκτονικής στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας, που ήθελε να προχωρήσει το Παρίσι. Θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ότι το 2014, μετά την κρίση στην Ουκρανία, το Βερολίνο άσκησε πιέσεις για να μην παραδοθούν στη Ρωσία, τα ελικοπτεροφόρα Mistral που είχαν κατασκευαστεί στη Γαλλία. Το Παρίσι αναγκάστηκε να συμβιβαστεί για να μην θιγεί ο γαλλογερμανικός άξονας.
Όπως λοιπόν η Γερμανία ακύρωσε το σχέδιο για την ευρωπαϊκή αυτονομία και την ευρωπαϊκή άμυνα, έτσι και η Γαλλία επιθυμεί να ακυρώσει τη συνεργασία Γερμανίας-Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα. Ο τελευταίος, αποτελεί έναν από τους λίγους τομείς για τους οποίους η Γερμανία δεν αποδέχεται την αμερικανική επικυριαρχία, στόχος της οποίας είναι η μείωση της συνεργασίας ΕΕ-Ρωσίας, έτσι ώστε να μπορέσει να προωθήσει στις ευρωπαϊκές αγορές το αμερικανικό σχιστολιθικό φυσικό αέριο.
ΟΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΝΑΒΑΛΝΙ
Με επιστολή του προς τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, το Navalny Anti-Corruption Foundation, ζήτησε την επιβολή κυρώσεων σε πρόσωπα του στενού κύκλου του Βλαντιμίρ Πούτιν. Δηλαδή, ο Αλεξέι Ναβάλνι ζητά από μία ξένη χώρα να επιβάλλει κυρώσεις σε πρόσωπα εξουσίας στη χώρα του [5].
Για να προβεί σε μία τέτοια κίνηση, ο Ναβάλνι θεωρεί ότι τυγχάνει της υποστήριξης του νέου Αμερικανού προέδρου, καθώς και κάποιων κύκλων στη Ρωσία, γιατί η κλιμάκωση την οποία επιχειρεί είναι σοβαρή και γιατί είναι εις βάρος της αξιοπιστίας της εικόνας του.
Παράλληλα, ο διευθυντής του Ιδρύματος Ναβάλνι, Βλαντιμίρ Ασούρκοφ, φαίνεται να εμπλέκεται στο παρελθόν στην επιχείρηση Integrity Initiative, βρετανικής εμπνεύσεως, η οποία εξειδικεύονταν σε πληροφοριακές παρεμβάσεις που αφορούσαν τη Ρωσία [6].
Η υπόθεση Ναβάλνι είναι μία υπόθεση εξουσίας και όχι ένα ζήτημα ηθικής, ή θέμα αντιπαράθεσης της δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό. Ως υπόθεση εξουσίας, δεν αφορά τόσο τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά έχει αποκτήσει κυρίως μία γεωπολιτική διάσταση, εκφράζοντας την αντιπαράθεση μεταξύ του Δυτικού Μπλοκ και της Ρωσίας.
Αυτή η αντιπαράθεση διεξάγεται παράλληλα με τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης στη Λευκορωσία, την ενίσχυση της υποστήριξης προς την Ουκρανία, την αποστολή αμερικανικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα και τον πρόσφατο πόλεμο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στον οποίον υποστηρίχτηκε η Τουρκία για να αποσταθεροποιήσει τη ρωσική ζώνη επιρροής.
Η υπόθεση Ναβάλνι, η οποία υπονομεύει τις σχέσεις με τη Ρωσία, δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το γιατί είναι προφανές, στο βαθμό που η Γαλλία θα ήθελε μία νέα αρχιτεκτονική στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας και η Γερμανία, θα ήθελε να μετατραπεί σε κόμβο φυσικού αερίου στην ΕΕ. Με τα δεδομένα αυτά, η γαλλική και η γερμανική κυβέρνηση θα σκεφτούν σοβαρά τον βαθμό εμπλοκής τους στην κλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ.