Κοπανός, κάμπος…
Ο Κοπανός σε μαγικές στιγμές, τυλιγμένος μ’ ένα πέπλο μυστηρίου. Ξεπροβάλλουν μόνο τα φώτα της νύχτας, για να δώσουν τη σκυτάλη στο φως της μέρας. Το λυκαυγές του κάμπου μας σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ο Χορτιάτης στον ορίζοντα, στοχευμένος με τα εκατό χιλιοστά του φακού μου, αναδύεται μέσα από τον παραμυθένιο κόσμο της Ανατολής. Μας κρύβει τη θαλασσόβρεχτη Θεσσαλονίκη με την απαράμιλλη ομορφιά της και τη βαριά ιστορία της. Αλίρρυτος Ημαθία, δεν μπορώ να βάλω φράχτη στη συνεχόμενη ακτογραμμή. Ούτε φραγμό στην Ιστορία. Το μάτι μου δεν βλέπει διαχωριστικά, μόνο κοιλάδες, κάμπους, βουνά και θάλασσα. Τον χαλκάρματο Φίλιππο να περιδιαβαίνει τον κάμπο. Τον Αλέξανδρο, νεαρό μαθητή στη Σχολή του Αριστοτέλη, να διψά για μάθηση, να στοχεύει σε νέους ορίζοντες. Ντάκου-ντάκου ο αργαλειός. Δουλεύει την αλακάτη στο κάστρο τ’ αψηλό η Μακεδόνισσα. Καλοχτενισμένα πάντα τα κατάμαυρα πυκνά μαλλιά της, στεφανωμένα με άνθη ευωδιαστά.
Από την άλλη μεριά το φεγγάρι στο Βέρμιο έχει χαθεί. Η πούλια αχνοδείχνει. Η νύχτα ξεκίνησε προς την αυγή να δείχνει. Κι εγώ, στην κοινωνική απομόνωση της συγκυρίας, κάτω από τις δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες του πλανήτη μας, διαβάζω ποίηση. Κικέρων, Όμηρος, Σαπφώ. Οι σκέψεις τρέχουν. Οι λέξεις δεν αντέχουν. Μελίρρυτα τα στόματα σε στέλνουν σε κόσμους μαγικούς, των Λαιστρυγόνων.
Ο αυγινός αλέκτορας με βρίσκει στο μπαλκόνι πάλι.
Τον Μίμνερμο διαδέχεται ο ποιητής Στησίχορος,
που σαν τον ήλιο στο χρυσό ποτήρι ευρύχωρος,
ψάλλει τις ασημόριζες πηγές στην αμφιάλη.
Και σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι που δεν βλέπω έναν ημισκότεινο φωταγωγό, με τους πεσμένους σοβάδες, τα μπάζα και τα κουρέλια να ξεπερνάν το ύψος του παραθύρου σου. Τα σπασμένα τζάμια μόνιμη συντροφιά. Έζησα και τέτοιες καταστάσεις.
Lock down. Απαγόρευση κυκλοφορίας.
«Και τα μυαλά στα κάγκελα».
Γιώργος Πολάκης