Ο Γιάννης Καφάτος σχολιάζει την επικαιρότητα που μερικές φορές είναι από μόνη της επιθεωρησιακό νούμερο. (και όταν δεν είναι αι την κάνει!)
Η λογοκρισία και η μειοψηφία που την αφορά
Η λογοκρισία προς την Έλενα Ακρίτα και η παραίτηση της Διευθύντριας Σύνταξης της εφημερίδας «Το Βήμα», Δήμητρας Κρουστάλη ( που κατήγγειλε πιέσεις που ή θα την οδηγούσαν σε παραίτηση ή θα έπαιζε με την προσωπική της αξιοπρέπεια) είναι δύο ειδήσεις που έκαναν μεν ντόρο αλλά όπως μου είπε ο φίλος μου ο Μανώλης σε μια ανάρτηση που έκανα στο fb: καταλαβαίνεις Γιάννη ότι είμαστε μια θλιβερή μειοψηφία όσοι επιμένουμε να δίνουμε σημασία σε τέτοιες ειδήσεις , έτσι;
Σε ποιον αρέσει να είναι μειοψηφία; Πόσο καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει έξω από τον μικρόκοσμο που ζούμε;
Σε θέματα ηθικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας δε με πειράζει καθόλου. Νομίζω γενικότερα δεν με πειράζει πια να είμαι μειοψηφία. Το έχω αποδεχτεί. Μειοψηφία είμαστε οι περισσότεροι άνθρωποι που προσπαθούμε να βαδίζουμε πάνω σε αρχές και σε κάποιο ηθικό κώδικα για όλα τα θέματα, όχι μόνο για τα περί της δημοσιογραφίας.
Με αφορμή τις δύο κυρίες, επιτρέψτε μου μια μικρή προσωπική ιστορία, μόνο και μόνο για να δείξω ότι η λογοκρισία είναι κολλητή φίλη κάθε εξουσίας, με ό,τι όνομα και πολιτικό-ιδεολογικό πρόσημο κι αν έχει.
Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, να σας πω ότι ένα κείμενο μου για μια κυβερνητική ανακοίνωση κατά δημοσιογράφου ενόχλησε σφόδρα την, τότε, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο εργοδότης μου με κάλυψε λέγοντας ότι: είναι η γνώμη του, είναι ενυπόγραφο, είναι σχεδόν τριάντα χρόνια επαγγελματίας,δεν είναι υβριστικό και το θέμα έληξε εκεί. Ούτε πόλεμο νεύρων είχα, ούτε πίεση να μην ξαναπώ τη γνώμη μου, ούτε τίποτα.
Θέλω να πω δηλαδή ότι πάντα όλες οι εξουσίες ενοχλούνται και τα βάζουν με τους δημοσιογράφους αλλά μάλλον τώρα τα πράγματα έχουν πάρει μια λίγο πιο επικίνδυνη τροπή. Και αυτό γιατί η ενημέρωση είναι πιο ελεγχόμενη, και γιατί η κοινωνία έχει εκπαιδευτεί στο να πετάει βελάκια σε όποιον αποφασιστεί ότι «πρέπει» να στοχοποιηθεί.
Μπορεί λοιπόν ο φίλος μου ο Μανώλης να έχει δίκιο ότι είμαστε μια θλιβερή μειοψηφία όσοι ασχολούμαστε με «τέτοιες» ειδήσεις αλλά που να πάρει Δημοσιογραφία δεν είναι οι δημόσιες σχέσεις που κάνουν κάποιοι απέναντι σε άλλους, κυρίως τους ισχυρούς κάθε κλάδου.
Το ρεπορτάζ και η γνώμη, που είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, κάθε εξουσία θα έπρεπε να τα χρησιμοποιεί για να μαθαίνει αλλά και να ακούει και καμιά άλλη άποψη πέραν των κολάκων που την τριγυρίζουν (και συχνά γίνονται οι μεγαλύτεροι πολέμιοί της όταν μυριστούν τον επόμενο ισχυρό)
Το ρεπορτάζ είναι πολύ δεδομένα και αντικειμενικά πράγματα. Έχεις στοιχεία για μια ιστορία, τη δένεις – που λέμε – και τη μπουμπουνάς. Όσο πιο πολλούς ενοχλεί, τόσο πιο καλά έχει γίνει η δουλειά προς όφελος του πολίτη.
Η γνώμη, πάλι, το άρθρο γνώμης, εφόσον έχει μια υπογραφή αντιπροσωπεύει αυτόν ή αυτή που υπογράφει. Φυσικά και μπορεί να κάνει λάθος, να έχει τη «χ» οπτική και όχι την «ψ» και σίγουρα δεν είναι «ευαγγέλιο». Είναι η γνώμη κάποιου που παίρνει το θάρρος και το ρίσκο (πολλές φορές) να την εκφράσει.
Η εποχή μας, από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων έχει ενεργοποιήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό και με τη βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί εύκολα κάποιος να αποθεωθεί ή να κρεμαστεί στα μανταλάκια.
Η λογοκρισία είναι ένα ακόμη δείγμα παθογένειας της πολιτικής. Όποιος δεν καταλαβαίνει πόσο σημαντικό είναι να φιμώνεται ένας δημοσιογράφος γιατί το ρεπορτάζ του ή η γνώμη του δεν είναι αρεστό στην εκάστοτε εξουσία, είναι δείγμα μιας επίσης αρρωστημένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που εκπαιδεύεται να ακούει, να υπακούει και να ξεχνά τι θα πει αμφισβήτηση. Και μια κοινωνία που δε θα αναρωτιέται και δε θα εκπλήσσεται από τίποτα μάλλον είναι διασωληνωμένη και δεν το ξέρει.
Γιάννης Καφάτος