Ο Κώστας Καβανόζης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1967 και τα πιο γνωστά βιβλία του είναι τα μυθιστορήματα «Τυχερό» (2017) και «Το χαρτόκουτο» (2015), η συλλογή διηγημάτων «Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια» (2011) και οι νουβέλες «Χοιρινό με λάχανο» ( 2004).
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του «Τζάμπα η παράταση», που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, μιλάει για την αφανή καθημερινότητα, για το βάρος της μνήμης και του χρόνου, για τη σχέση του με τη γλώσσα και τον ρεαλισμό, καθώς και για τη ζωή πριν και μετά τον κορονοϊό. Να σημειωθεί ότι κείμενά του Κ. Καβανόζη έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις, δημοσιεύονται κατά καιρούς σε εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικές σελίδες, έχουν ανέβει στο θέατρο και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα αλβανικά και τα γαλλικά. Το 2012 τιμήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Γαλλίας (CNL) με υποτροφία συγγραφής.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Κώστα Καβανόζη στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων
Ερ: Το βιβλίο σας είναι μια συλλογή διηγημάτων για την ελάχιστη, την παντελώς αφανή καθημερινότητα: για τις οικογενειακές σχέσεις, για τον τρόπο που ανακαλούμε μετά από πολλά χρόνια αγαπημένους οι οποίοι έχουν φύγει από τη ζωή, για τους δεσμούς ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, για τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια ή για την προϊούσα φθορά της ηλικίας. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς αυτός ο κόσμος, που είναι εν πολλοίς ο καθημερινός κόσμος όλων μας;
Απ: Για μένα είναι ό,τι έχω και δεν έχω. Δεν θεωρώ τη ζωή κάτι περισσότερο από αυτό που ζω κάθε μέρα. Αλλά ό,τι ζει κανείς δεν είναι μόνο ό,τι λέει, ό,τι ακούει, ό,τι κάνει ή παθαίνει. Είναι επίσης ό,τι σκέπτεται, ό,τι αισθάνεται, ό,τι θυμάται. Ο χρόνος από τη μια χτίζει μέσα μας πολύ γερά πράγματα και από την άλλη, γκρεμίζει αδίστακτα χωρίς να μας επιτρέπει να το αντιληφθούμε. Η κάθε καινούργια μας μέρα κουβαλάει έτσι ως κτήμα της ό,τι έχει επιλέξει από τις προηγούμενες, πράγμα που την καθιστά ταυτόχρονα τεκμήριο φθοράς και αφθαρσίας. Και αυτό ίσως είναι που μας ενώνει όλους κάτω από το πέρασμα του χρόνου.
Στα κείμενά μου αυτό αναζητώ: το σποράκι που μπορεί να βλάστησε και να έγινε ολόκληρο δέντρο ή να σάπισε και να χάθηκε για πάντα στο χώμα, αναλόγως του πώς το βλέπει κανείς. Ως προς την καθημερινότητά μας επίσης, επικρίνουμε συνήθως τους εαυτούς μας ότι ζούμε σαν τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από μας, πώς αλλιώς όμως μπορούμε να ζήσουμε; Χωρίς την έμφυτη αυτή αλαζονεία μας δεν θα τα καταφέρναμε. Ο κόσμος, ιδωμένος ως κάτι ασύλληπτα μεγαλύτερο από εμάς, δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνεχή επιβεβαίωση της ασημαντότητάς μας, μόνο που η ζωή μας μέσα του φροντίζει να μας δημιουργεί την ακριβώς αντίθετη εντύπωση. Είμαστε καταδικασμένοι να κινούμαστε ανάμεσα στα δύο αυτά ακραία όρια αναρωτώμενοι διαρκώς τι δεν κάνουμε καλά.
Ερ: Η μνήμη παίζει κεντρικό ρόλο στο έργο σας, τόσο στο καινούργιο βιβλίο σας όσο και στην παλαιότερη πεζογραφία σας. Εξηγήστε μου, αν θέλετε, το βάρος και τη λογοτεχνική σημασία που έχει για τη δουλειά σας.
Απ: Η μνήμη για μένα σηματοδοτεί το τετελεσμένο και το ανέκκλητο αλλά και τον αγώνα μας να αντισταθούμε σε αυτό. «Θυμάμαι» σημαίνει επιστρέφω σε κάτι στο οποίο όμως είναι αδύνατον να επιστρέψω. Και παρά την τραγικότητα που κρύβει μέσα του ο καταδικασμένος αυτός αγώνας, δεν πιστεύω ότι είναι μάταιος αφού ένα είδος επιστροφής πάντα επιτυγχάνεται. Δεν έχω καταφέρει να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι η στιγμή διαρκώς χάνεται, ότι το παρόν γίνεται ακατάπαυστα παρελθόν, γι’ αυτό και καταφεύγω συνέχεια στη μνήμη. Είναι ένας τρόπος όχι για να πενθήσω αλλά για να ζήσω γλυκά. Η μνήμη μου είναι ο τρόπος μου να ζω και αυτό ακριβώς είναι που περνάει και στα γραπτά μου, νομίζω. Ίσως μάλιστα από αυτό να ξεκίνησαν όλα, μέσα σε αυτό να γεννήθηκε η επιθυμία μου να γράφω. Σε ό,τι με αφορά, δεν θεωρώ την πράξη της γραφής ένα είδος αντίστασης στην απώλεια ούτε απόπειρας διάσωσης όσων χάνονται, αλλά μάλλον ομολογία και αποδοχή του πώς μου έχει τύχει να ζω.
Ερ: Η γραφή σας είναι κατά βάσιν ρεαλιστική χωρίς να λείπει και ένα ονειρικό, παράδοξο, ακόμα και ποιητικό στοιχείο. Πώς συνδυάζονται αυτές οι εκ πρώτης όψεως αντιθετικές (δεν θέλω να πω αντιφατικές) παράμετροι;
Απ: Αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα περιέχει τα πάντα: και τα ορατά και τα αόρατα, και τα συνηθισμένα και τα αλλόκοτα, και τα βιώματα και τα όνειρά μας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ζούμε στο εδώ και στο τώρα επιχειρώντας διαρκώς –με την επιστήμη, με την τέχνη, με τη θρησκεία, με τον έρωτα, με τη μνήμη– να δραπετεύσουμε από τους περιορισμούς που μας επιβάλλουν. Η υπερβατική ματιά πάνω στα πράγματα είναι η άλλη όψη της ρεαλιστικής. Ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως ποιητικό ή παράδοξο υπάρχει γύρω μας σε τέτοια ένταση και τόση αφθονία, που μας κάνει συχνά, εάν όχι να αμφιβάλλουμε, τουλάχιστον να νιώθουμε άβολα με κάθε μας βεβαιότητα. Και αυτό ακριβώς θέλω να συμβαίνει και με τη γραφή μου. Στον ρεαλισμό της να κρύβεται το υπερβατικό. Το τι καταφέρνω δεν θα το κρίνω βέβαια εγώ, αλλά εκείνο που φοβάμαι είναι να μην καταλήξω ποτέ σε μια γραφή που δεν θα κρύβει μέσα της περισσότερα από όσα φανερώνει. Γιατί αυτό θα σημαίνει τότε ότι θα αντιμετωπίζω έτσι και την ίδια μου τη ζωή: με την απερίγραπτη φτώχια του προφανούς.
Ερ: Στα προηγούμενα βιβλία σας χρησιμοποιείτε πολύ προωθημένες αφηγηματικές τεχνικές ενώ στο παρόν οι πρωτοποριακές αναζητήσεις, αν μπορώ να το πω έτσι, μοιάζει να έχουν κρυφτεί κάτω από το χαλί χωρίς σε καμία περίπτωση να απουσιάζουν. Γιατί συμβαίνει, αν όντως συμβαίνει, κάτι τέτοιο;
Απ: Χαίρομαι πολύ που το λέτε αυτό. Το τι αποτελεί πρωτοπορία στην τέχνη βέβαια είναι μεγάλη συζήτηση, αλλά εδώ θέλω να περιοριστώ στο εξής: εάν νιώθω ότι κάτι το έχω ήδη πει, τότε νιώθω επίσης ότι δεν μπορώ να το ξαναπώ. Μου φαίνεται πως δεν έχει κανένα νόημα και στερεύω. Νομίζω ότι πρωτίστως είναι ζήτημα ύφους και γλώσσας. Η γλώσσα μού δίνει τον τόνο αλλά και το κλειδί για να λύσω τον γρίφο του κάθε κειμένου: αρχίζοντας ένα νέο γραπτό έχω πάντα μπροστά μου ένα αίνιγμα, καθώς δεν ξέρω ούτε πού βρίσκομαι ούτε τι έχω μπροστά μου ούτε προς τα πού θα κινηθώ ούτε βεβαίως πού θα καταλήξω. Η εμπειρία βοηθάει αλλά ως ένα σημείο μόνο. Μπροστά στο αχανές τοπίο της γλώσσας φαντάζει πολύ μικρή. Μπορώ να δουλέψω ένα κείμενο μόνο όταν αισθανθώ ότι με πάει λίγα βήματα παραμέσα στο τοπίο αυτό. Δεν είναι εύκολο. Συχνά ο δρόμος προς τα μπρος περνάει μέσα από πισωγυρίσματα ή αποκαλύπτεται μετά από εξαντλητικό σημειωτόν, πράγμα που συνεπάγεται μεγάλο ψυχικό άχθος, αφού η αίσθηση της αποτυχίας κυριαρχεί.
Ερ: Ζούμε σε μιαν εποχή εξαιρετικά δραστικών αλλαγών στην καθημερινότητά μας λόγω τόσο της υγειονομικής όσο και της συνεπακόλουθης οικονομικής κρίσης. Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται στο άμεσο μέλλον αυτή η καθημερινότητα;
Απ: Αυτό που μας έδειξε πεντακάθαρα η πρόσφατη κρίση, η οποία σαφώς δεν τελείωσε, είναι το απρόβλεπτο και το ευμετάβλητο των ανθρώπινων πραγμάτων. Μας έδειξε ότι καμία σταθερότητα δεν είναι εγγυημένη, ότι από τη μια στιγμή στην άλλη το μέτρο των αξιών και των προτεραιοτήτων μας μπορεί να μεταβληθεί ριζικά. Ως κοινωνία το είχαμε ξεχάσει αυτό. Είχαμε λησμονήσει πώς είναι να επισκιάζεται η καθημερινότητα από κάτι συγκλονιστικό στο οποίο όλοι και όλα αναπόφευκτα υποτάσσονται. Δεν μπορώ να ξέρω πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, φαντάζομαι ωστόσο πως, όταν με το καλό το πρόβλημα αντιμετωπιστεί, θα ισορροπήσουμε πάλι μετρώντας αρχικά τις πληγές μας και περιστρεφόμενοι ύστερα γύρω από τα δικά του μικρά πράγματα ο καθένας. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, η ζωή δεν σταματάει ποτέ. Ούτε πάντως την έκταση και το βάθος των πληγών μπορούμε να υπολογίσουμε από τώρα ούτε την υποτιθέμενη σοφία που θα κερδίσουμε. Αλήθεια, πόσο πιο σοφοί βγήκαν οι πρόγονοί μας από άλλα πολύ χειρότερα που πέρασαν και τι μέρος της σοφίας αυτής κληροδοτήθηκε σε εμάς;
Ερ: Πιστεύετε ότι η κρίση του κορονοϊού θα αγγίξει αποφασιστικά -μήπως έχει αρχίσει ήδη να τον αγγίζει;- τον χώρο του βιβλίου κι αν ναι, με ποιον ακριβώς τρόπο;
Απ: Το βιβλίο –πόσο μάλλον το λογοτεχνικό, αυτό το ιδιότυπο κράμα προϊόντος και έργου τέχνης– αποτελεί ένα ευάλωτο αγαθό, το οποίο σε περιόδους κρίσης είναι από τα πρώτα που πλήττονται. Διαθέτει ωστόσο το προνόμιο να απευθύνεται σε πολύ περισσότερους ανθρώπους από όσους αγοράζεται. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από οποιαδήποτε πολιτική ενίσχυσής του. Εάν το παραδοσιακό αγοραστικό κοινό, όπως φαίνεται ότι συμβαίνει τώρα, συρρικνώνεται, ας φροντίσουμε τότε να ανακόψουμε ή και να αναστρέψουμε τη συρρίκνωση διευρύνοντας το αναγνωστικό: οι βιβλιοθήκες, οι λέσχες ανάγνωσης, τα σχολεία, οι σύλλογοι παραμένουν αυτή τη στιγμή αναξιοποίητα φυτώρια αναγνωστών, για τα οποία η πολιτεία θα μπορούσε επιτέλους να δείξει μια ελάχιστη –και σίγουρα πολλαπλώς ανταποδοτική– μέριμνα.
Β. Χατζηβασιλείου/ΑΠΕ-ΜΠΕ