«Ποια είναι η σχέση σας με την ανάγνωση βιβλίων και ποιος ο ρόλος της στη γενικότερη διαχείριση του προσωπικού σας χρόνου; Με αφόρμηση τα Κείμενα 1 και 2 αποφασίζετε να καταθέσετε την προσωπική σας εμπειρία στο ιστολόγιο του σχολείου σας. Να δικαιολογήσετε την όποια επιλογή σας.»
Τη Δευτέρα ξεκίνησαν οι Πανελλήνιες Εξετάσεις και αυτό ήταν το θέμα με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο μάθημα της Έκθεσης για τους υποψηφίους, το οποίο ομολογώ ότι βρήκα αρκετά δύσκολο. Κι αυτό το λέω έχοντας γράψει πολλές εκθέσεις και «εκθέσεις» στο παρελθόν, σε διαφόρων ειδών εξετάσεις, και, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, περί τα 300 άρθρα γνώμης.
Όχι ότι οι μαθητές δεν θα ήξεραν τι να γράψουν… Φαντασία έχουν, τα «Κείμενα 1 και 2» τους έδωσαν αρκετό υλικό, λογικά θα τα έφεραν βόλτα. Απλά, αν δεν είναι δύσκολο, είναι τουλάχιστον αθέμιτο να απαιτείται σε Πανελλήνιες Εξετάσεις από παιδιά Λυκείου να καταθέσουν μία εμπειρία που, κατά πάσα βεβαιότητα, δεν είχαν ποτέ τους.
Προσωπικά μιλώντας και εξ όσων θυμάμαι, μέσα σε έξι χρόνια πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, άλλα έξι δευτεροβάθμιας και άλλα δέκα τριτοβάθμιας, όλα στην Ελλάδα, ποτέ δεν μου ζητήθηκε να γράψω ψέματα. Άλλο αν καμιά φορά το έκανα μόνος μου… Όποιος δεν είναι άριστα προετοιμασμένος, άλλωστε, συνήθως «αυτοσχεδιάζει» και το καλό με την έκθεση είναι πως, κατά κανόνα, δεν έχει αυστηρά σωστές και λάθος απαντήσεις, οπότε χωρά πολύς αυτοσχεδιασμός.
Το κατά πόσο, βέβαια, μπορούν όλοι να ανταποκριθούν σε θέματα που δεν έχουν καθαρό «σωστό» και «λάθος» ή το αν είναι καλό εκπαιδευτικά να υπάρχουν τέτοιου είδους αοριστίες σε σημαντικές εξεταστικές διαδικασίες, είναι εντελώς διαφορετική συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος μίας εξέτασης σήμερα υποτίθεται ότι είναι να επιδείξουμε τις γνώσεις μας (κοινώς, τι έχουμε διαβάσει από το μάθημα) ή/και την κριτική μας σκέψη. Θεωρητικά, για αυτά τα πράγματα προετοιμάζει τους μαθητές το σχολείο όλη τη χρονιά.
Το φετινό θέμα της Έκθεσης, ωστόσο, δίνει την εντύπωση ότι τους προετοιμάζει για να γράφουν μπαρούφες, γιατί εδώ οι μαθητές καλούνται, όχι να καταθέσουν άποψη ή να συζητήσουν για ένα θέμα που δεν τους αφορά ή δεν γνωρίζουν – όλα τα θέματα (πρέπει να) είναι πιθανά στην έκθεση –, αλλά να υποκριθούν ότι τους αρέσει κιόλας.
Γιατί, η αλήθεια που γνωρίζουμε όλοι είναι ότι οι έφηβοι είναι μαλωμένοι με τα εξωσχολικά βιβλία. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Έλληνες εφήβους… Σίγουρα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, αλλά όλοι υπήρξαμε 18 χρονών και θυμόμαστε τις κύριες ασχολίες μας τότε, συν το ότι σήμερα υπάρχουν τα smartphones, το γρήγορο ίντερνετ και το Playstation 5. Η κανονική απάντηση, με άλλα λόγια, στο φετινό θέμα της Έκθεσης είναι «δεν έχω σχέση με τα βιβλία και δεν παίζουν κανένα ρόλο στη διαχείριση του προσωπικού μου χρόνου», τελεία. Αν το δεύτερο σκέλος του θέματος άφηνε περιθώριο για την ανάπτυξη της άποψης του μαθητή γύρω από μία τέτοια απάντηση, όλα θα ήταν φυσιολογικά. Ωστόσο, του ζητάει να καταθέσει εμπειρία, λες και τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να διαβάζουν στην καθημερινότητά τους λογοτεχνία.
Για να μην παρεξηγηθούμε, είναι καλό οι έφηβοι να έχουν ευθύνες και υποχρεώσεις, ειδικά απέναντι στο σχολείο τους, απλά αν μέσα σε αυτές είναι και το εξωσχολικό διάβασμα, κάποιος πρέπει να τους το πει. Οι υπόλοιποι, πάντως, ούτε εμμέσως δεν τους το έχουμε περάσει. Και, αν το γεγονός ότι η ελληνική παιδεία δεν ενθαρρύνει το εξωσχολικό διάβασμα δείχνει την ανυπαρξία της, το ότι ζητάει και τα ρέστα από τους μαθητές δείχνει το θράσος της.
Όπου «παιδεία», όχι απλά οι καθηγητές και οι δάσκαλοι… Όλοι μας. Τα παιδιά μας ασχολούνται με άλλα πράγματα, τα οποία μπορεί να μην είναι βιβλία, έχουν όμως επίσης σημαντική εκπαιδευτική αξία, αλλά επειδή δεν έχουμε ιδέα πώς λειτουργούν και πώς να τα χρησιμοποιήσουμε, δεν ασχοληθήκαμε σοβαρά και για αυτό δεν τα βάλαμε και στα σχολεία μας… Και παρότι διαισθανόμαστε την αποτυχία μας, αντί να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, τον στρέφουμε στα παιδιά μας.
– Πώς έγραψες στην Έκθεση σήμερα;
– Έτσι κι έτσι.
– Γιατί παιδί μου;
– Έλεγε να γράψουμε για βιβλία που διαβάσαμε.
– Ε, κάνε σαν να έχεις διαβάσει…
Σιγά το πράγμα, σωστά; Και, κάπως έτσι, κάνουμε σαν να ξέρουμε τα πάντα. Θυμάστε κάτι βουλευτές που δεν ήξεραν τι είναι ο ΕΦΚΑ και τι ο ΦΠΑ και απαντούσαν σε δημοσιογράφους προσποιούμενοι ότι ξέρουν; Έναν πρωθυπουργό που δεν ήξερε Αγγλικά αλλά δεν το παραδέχθηκε ποτέ; Που είπε «η οικονομία είναι το ατού μου»; Ατόφια κομμάτια της κοινωνίας μας όλοι τους… Βγαλμένοι μέσα από εκείνους που ξέρουν πώς κατασκευάστηκε ο κορωνοϊός και πόσο κακό κάνουν τα εμβόλια.
Όταν για να μπεις στο πανεπιστήμιο πρέπει να κάνεις τον ξερόλα, είναι εντελώς αναμενόμενο στην κοινωνία το «δεν ξέρω» να απαγορεύεται. Το «δεν το είδα, δεν το άκουσα, δεν έχω άποψη» είναι κοινωνικά επιλήψιμο. Αυτό δεν αλλάζει εύκολα, είναι ολόκληρη νοοτροπία, και ένας από τους λόγους που δεν αλλάζει εύκολα είναι ότι, φυσικά, δεν οφείλεται αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου στα θέματα που μπαίνουν στις Πανελλήνιες. Ας μην το χειροτερεύουμε κιόλας, όμως…