Να ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή. Όποιος περιμένει σ’ αυτό το κείμενο να βρει …μπινελίκια για …υψωμένα κόκκινα γάντια, πολιτικές αντιπαραθέσεις ή άλλα που αφορούν την ιδεολογική διαδρομή της Χαρούλας Αλεξίου, ας πάρει τα κουβαδάκια του κι ας ψάξει άλλη παραλία.
Εδώ, σήμερα, θα αποχαιρετήσουμε την σημαντική αυτή ερμηνεύτρια με τον τρόπο που αρμόζει στην πενηντάχρονη πολιτισμική της προσφορά στο ελληνικό τραγούδι και εν γένει στον ελληνικό πολιτισμό. Γιατί, αν δεν το μάθατε, η Χαρούλα ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει αφού η φωνή της δεν βρίσκεται πλέον στο επίπεδο που εκείνη θέλει για να παραμένει ψηλά. Στάση περηφάνιας κι αυτογνωσίας απέναντι στον ναρκισσισμό και τη ματαιοδοξία.
Τη Χαρούλα τη γνώρισα αρχικά από τον Αντώνη Βαρδή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70, σε μια σπουδαία εποχή και για τους δυο. Την εποχή που ήταν πολύ κοντά κι ουσιαστικά ανάσαιναν και δημιουργούσαν μαζί. Μια εποχή που άφησε πίσω της εξαιρετικές δημιουργίες. «Φεύγω», «Ροκ μπαλάντα», «Απόψε θέλω να πιω», «Μ’ άφησες σαν πόλη», «Δεν είδες» ποτέ τα δάκρυά μου ίσως φταίω εγώ που τα ‘κρυψα … Ή «Ξημερώνει» κι εγώ στους δρόμους τριγυρνώ κι αν χαράζει, το φως δε φτάνει εδώ!
Αργότερα την ξανασυνάντησα πάλι, αυτή τη φορά μέσω του Μάριου Τόκα και του Ανδρέα Νεοφυτίδη, στη θρυλική «Λεωφόρο της αγάπης», το 1987. Όπου ξεχώρισε μεν το «Εξαρτάται», αλλά η σπουδαία ερμηνευτική της κατάθεση ήταν σε δυο άλλα τραγούδια. Το «Λεηλάτησέ με» που ερμήνευσε μαζί με τον Πάριο και το «Ξεχασμένη αποσκευή» που ερμήνευσε με τη Γαλάνη.
Την τρίτη φορά που βρεθήκαμε ήταν πάλι στα 1987. Είχε ξεκινήσει η λεγόμενη, τότε, «ελεύθερη ραδιοφωνία» και παρουσιάσαμε στο ραδιόφωνο τον προσωπικό της δίσκο με τίτλο «Η Χάρις Αλεξίου σε απρόβλεπτα τραγούδια», σε μουσική διεύθυνση του Μάνου Χατζηδάκι! Μάλιστα, στο κατακόκκινο οπισθόφυλλο με τη μικρή φωτογραφία της Χαρούλας, έγραφε ο Χατζηδάκις: «Η Χάρις Αλεξίου μου φανερώθηκε στην απρόβλεπτη συνεργασία μας που έγινε στον Σείριο στην Πλάκα. Εκεί την άκουσα καλά και μπόρεσα να διαπιστώσω πως είναι φτιαγμένη από το υλικό που γίνονται οι μεγάλες τραγουδίστριες και που πολλές φορές το τραγούδι είναι μια αφορμή για να μας μεταφέρει προγονικά βιώματα, χωμένα μέσα της βαθειά από παλιούς καιρούς. Με αιχμαλώτισε και την απήλαυσα όσο γινόταν πιο πολύ, σχεδόν «ιδιωτικά», είκοσι μέρες τραγουδώντας μες στο χώρο μου, το φωτεινό Σείριο. Μα και το υλικό της υπήρξε απρόβλεπτο. Από τον «Κοκαϊνοπότη» ως την «Τζένη των πειρατών» κι από τον Νίνο Ρότα ως τους ευρηματικούς «Ακροβάτες» του Μικρούτσικου, η Χάρις Αλεξίου ξεδίπλωσε ένα αστείρευτο ταλέντο. Γι’ αυτό και θέλησα να τη «διευθύνω» σ’ αυτόν τον δίσκο. Είναι μια προσφορά φιλίας προς αυτήν, έστω κι αν κάποτε μας χώρισαν… σωματειακές δηλώσεις αντιθέτων παρατάξεων. Η Τέχνη της είναι πάνω από σωματεία και δηλώσεις. Κι εγώ δηλώνω πλέον φίλος της»….
Ίσως, αυτός ο δίσκος με τον Μάνο Χατζηδάκι να είναι το μεγαλύτερο παράσημο στην καριέρα της.
Την τέταρτη φορά «συναντηθήκαμε» ήταν μόνο μέσω συζητήσεων με τον Μάριο Τόκα (πάντα σε γραφικά στέκια του Πειραιά) κι ενός ονείρου. Τότε που μόλις έγραψε το εμβληματικό «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», της ζήτησε να το ερμηνεύσει. Κι εκείνη απάντησε μ’ ένα μεγαλοπρεπές «όχι» προς μεγάλη τύχη του Μητροπάνου που μ’ αυτό το τραγούδι έσωσε την καριέρα του.
Η Χαρούλα ήταν πάντα απλή, λιτή, προσηνής κι είχε ως καλλιτέχνης ένα μοναδικό πλεονέκτημα: Να συγκεντρώνει πέριξ της προσωπικότητάς και της φωνής της διαφορετικούς κόσμους. Κι ο αγωγιάτης κι ο προύχοντας…
Η αλήθεια είναι ότι την απόφαση που ανακοίνωσε προχθές την είχε λάβει εδώ και σχεδόν τρία χρόνια. «Άκουγε» ότι η φωνή της είχε αρχίσει να κάνει «ραγάδες», ήξερε ότι το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Κι ενώ ετοιμαζόταν, περίπου τότε, να πει το «αντίο» ήρθε η μεγάλη πρόσκληση του Μικρούτσικου, που όλοι γνώριζαν ότι δίνει μάχη με τον πούστη τον καρκίνο. «Θέλω να έρθεις στη συναυλία που θα κάνω για αποχαιρετίσω τον κόσμο που με αγάπησε», της είπε. Κι η Χαρούλα, όπως πολλοί άλλοι, «έλιωσε»! Ήταν αδύνατο να μη σταθεί κοντά του. Κι ήταν εκεί. Ακριβώς πριν δυο χρόνια, Ιούνιο του 2018.
Όσοι ήταν δίπλα της την ώρα που ανέβαινε στη σκηνή διέκριναν τα δάκρυα στο πρόσωπό της και τη βαθειά συγκινησιακή της φόρτιση. Ο Μικρούτσικος ξεκίνησε να παίζει πιάνο για να πει η Χαρούλα το ένα τραγούδι που είχαν συνεννοηθεί, μα τελικά είπε τρία! Ομολογώ ότι δεν δάκρυσα απλώς αλλά έκλαψα κι εγώ όταν την άκουσα να βγάζει από την ψυχή και το τεράστιο λαρύγγι της τα λόγια του Άλκη Αλκαίου: «Φεύγω και μην με περιμένεις/στο είπα ξαφνικά ένα βράδυ/ πήρα το δάκρυ σου μαζί μου/ και χάθηκα μες το σκοτάδι…»!!!
Λες κι ήταν σημαδιακός ο στίχος… Μοιρολόϊ τον έκανε η Χαρούλα και συγκλόνισε, έστω κι αν η φωνή της είχε ολοφάνερα ζητήματα….
Σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει γραφεί για την καριέρα της Χαρούλας. Απλά θέλω μόνο να προσθέσω –αν δεν έχει ειπωθεί- ότι σεβάστηκε το θείο δώρο που της προσέφερε απλόχερα η φύση και το μοιράστηκε μαζί μας σημαδεύοντας ανεξίτηλα τις ψυχές μας.
Ότι τραγούδησε το σηματοδότησε. Όποιον συνθέτη και στιχουργό ερμήνευσε τον έκανε ψυχή της και ψυχή μας. Σ’ όποιο χώρο εμφανίστηκε δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο.
Και τι δεν είπε η Χαρούλα. Θυμόσαστε την ανάσταση της «Δημητρούλας» από την φωνή της; Τον «Φαντάρο»; Την «Γκαρσόνα»; Θυμόσαστε τη «Ρόζα τη Ναζιάρα»; Τη «Λένγκω»; Αλλά και τη «Νεφέλη»; Ή τη βόλτα της στην «Οδό Αριστοτέλους», του Σπανού και του Λευτέρη Παπαδόπουλου; Ποιος δεν θυμάται την «Πιρόγα»; Την «Ελένη»; Το «θέατρο σκιών»; Το «Χρόνια σαν βροχή», των σπουδαίων Κουγιουμτζή κι Ελευθερίου; «Το Μάτια μου»; Το «θάταν 12 του Μάρτη»; Το «Τι γλυκό να σ’ αγαπούν»; Τις «Κυριακές στην Κατερίνη»; Το «Όλα σε θυμίζουν»; Το «Κι εγώ σαν πόλη», το «Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή»; Ή το «Γύφτισσα τον εβύζαξε»; Το «Ζήλια μου»; Το «Αν πεθάνει μια αγάπη», ή το «Φτάνει-φτάνει»; «Την «Πίστα από φώσφορο» του Θάνου και της Λίνας; Το «δι’ ευχών»; Τη «Μάγισσα», το «Flamenco» του Αντύπα και της Λίνας; Και τόσα άλλα;
Και πού δεν γυρίσαμε όλοι μας με τη Χαρούλα. Σε γήπεδα, σε στάδια, σε μουσικές σκηνές της Πλάκας ή σε θεόρατες αίθουσες που διαμορφώθηκαν για εκείνη, στην Πνύκα, στο Μέγαρο, στο Ηρώδειο… Στην Αμερική, στην Αυστραλία, στην Ρωσία, στην Ιαπωνία, στην Αφρική, παντού όπου υπήρχε Ελλάδα! Που της υποκλινόταν και τη φώναζε με το μικρό της όνομα: Χαρούλα κι όχι Χάρις που επέβαλλε το marketing. Απίστευτες εικόνες, ακούσματα, συναισθήματα, χρώματα, μνήμες…
Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω. Κι αν θέλω να γράψω άλλο.
Βάζω κι ακούω πάλι το «Λεηλάτησέ με», θυμάμαι τα λόγια του Μπιθικώτση που έλεγε ότι η φωνή της έχει στασίδι στην εκκλησία και κλείνω με μια λιτή κι απλή πρόταση:
Χαρούλα ευχαριστώ, ευχαριστούμε!