Η ηλιακή ακτινοβολία σε συνδυασμό με την υψηλή θερμοκρασία μειώνει την επιβίωση του κορονοϊού

Η επιβίωση του κορονοϊού από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, μέσω σταγονιδίων, μειώνεται λόγω της ηλιακής ακτινοβολίας και της υψηλής θερμοκρασίας, δηλώνει o καθ. Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Παν. Πατρών Απόστολος Βανταράκης, στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ».

Επισημαίνει ωστόσο ότι ο συγχρωτισμός, είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που θα πρέπει να αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση, και να τηρούνται αυστηρά τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Το θέμα της υψηλής θερμοκρασίας και το αν τελικά επηρεάζει τη μετάδοση συζητείται ευρέως και με πολλές διαφωνίες στην επιστημονική κοινότητα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει πρόσφατα προειδοποιήσει ότι οι υψηλές θερμοκρασίες και η έκθεση στον ήλιο δεν «σκοτώνουν» τον ιό. Ωστόσο όπως λέει ο καθηγητής το ζήτημα είναι αρκετά περίπλοκο. «Όταν αρχίζουμε και κοιτάμε έναν έναν τους παράγοντες, όντως μπορεί να δούμε κάποιες στατιστικές αναλύσεις, οι οποίες να είναι αντιφατικές.

Όμως, μιλάμε για έναν πολυπαραγοντικό ιό, που στη μετάδοσή του παίζει ρόλο η επιβίωσή του στα σταγονίδια -άρα η υγρασία-, η επιβίωσή του με βάσει τη θερμοκρασία και ταυτόχρονα μην ξεχνάμε, τον πολύ σημαντικό ρόλο που παίζει ο συγχρωτισμός. Υπάρχουν χώρες αυτή τη στιγμή με υψηλή θερμοκρασία, στις οποίες υπάρχουν κρούσματα. Θα πρέπει όμως να κοιτάξουμε τι συγχρωτισμό και τι επίπεδο υγιεινής έχουν αυτές οι χώρες». Το λοκ ντάουν δημιούργησε τη μείωση της μετάδοσης, όταν ο ιός ήταν ισχυρός, επισημαίνει ο κ. Βανταράκης. «Τώρα πέφτει η επιβίωση τού ιού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μηδενίζεται. Οι υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την υγρασία και βέβαια με τη σταθερή απόσταση τον κρατούν σε χαμηλά επίπεδα».

Μικρότερος ο κίνδυνος στις πισίνες από ό,τι στη θάλασσα

Όσον αφορά το θαλασσινό νερό και γενικότερα το υδάτινο περιβάλλον, ο καθηγητής λέει ότι  δεν έχει φανεί μέχρι στιγμής από τις μελέτες που υπάρχουν ότι αποτελεί βασική αιτία μόλυνσης από τον κορονοϊό, ακόμα και μολυσμένο με λύματα να είναι το θαλασσινό νερό. Η άμμος αναφέρει ο κ. Βανταράκης δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου «διότι έτσι κι αλλιώς στο περιβάλλον της άμμου δεν επιβιώνουν πολλοί μικροοργανισμοί, πάρα μόνο κάποιοι μύκητες. Και λόγω της ηλιακής ακτινοβολίας που είναι έντονη και πολλαπλασιάζεται στο περιβάλλον της άμμου, αλλά και λόγω των φυσικοχημικών της χαρακτηριστικών. Δεν είναι μία επιφάνεια θετική για την επιβίωση του ιού, όπως είναι κάποιες αλουμινένιες επιφάνειες». Για τις πισίνες σύμφωνα με τον επιδημιολόγο, τα πράγματα είναι ακόμη καλύτερα γιατί το νερό είναι χλωριωμένο, όμως υπάρχει μία δυσκολία όσον αφορά το περιβάλλον έξω, λόγω του ότι υπάρχουν πλακάκια. «Ίσως θα ήταν καλό τώρα η χλωρίωση που πρέπει να γίνεται σταθερά και επαναλαμβανόμενα, να γίνεται σε βαθμό λίγο παραπάνω από τον κανονικό. Αλλά δεν υπάρχει κίνδυνος μέσα στην πισίνα, είναι πολύ μικρότερος ο κίνδυνος ακόμα και από το θαλασσινό νερό».

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΤην Δευτέρα 1η Ιουνίου ανοίγουν δημοτικά σχολεία, νηπιαγωγεία και παιδικοί σταθμοί
Επόμενο άρθροΝ. Χαρδαλιάς: Προχωράμε με προσοχή, ιδιαίτερα από αύριο για να μείνουμε ασφαλείς