@ Είμαστε 34 χρόνια πριν… 1986.
Χρονιά που ο εγκέλαδος κτυπά μανιασμένος την Καλαμάτα, που το φοβερό πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ αναστατώνει την ανθρωπότητα, που αποχαιρετούν τα εγκόσμια οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Αμαλία Φλέμινγκ, ενώ η ΕΟΚ υποδέχεται στην πυρήνα της την Ισπανία και την Πορτογαλία.
@ Στην Ελλάδα και στα πολιτιστικά δρώμενα έχουμε το πρωτοφανές γεγονός να παρουσιάζεται ταυτοχρόνως από δυο καλλιτεχνικές προσωπικότητες η «Λυσιστράτη».
Από τη μια η Βουγιουκλάκη και από την άλλη ο Λαζόπουλος. Χαμός! Κι ως συνήθως, η χώρα χωρίζεται στα δυο. Οι επικριτές της πρώτης υπέρ του Λαζόπουλου και τούμπαλιν.
@ Στα μουσικά δρώμενα κυριαρχεί το σκυλάδικο και το λαμέ της παραλιακής με τα εφήμερα σουξέ των έξι μηνών, τύπου «τόπε τόπε ο παπαγάλος ότι σ’ αγκαλιάζει άλλος» ή «οι χωρισμένοι δεν γιορτάζουνε ποτέ»… Όμως, στην άλλη όχθη του τραγουδιού, οι παρέες γράφουν ιστορία. Όπως συνέβη με το τραγούδι της σημερινής αναφοράς μας.
@ Το τραγούδι, πέραν της ιστορίας που άφησε στα δισκογραφικά μας πράγματα, έχει ιστορία και στον τρόπο με τον οποίο γράφηκε. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα τραγούδι που αρχικά γράφηκε εν αγνοία του Ρασούλη, βασισμένο σε σκόρπιες ατάκες του.
@ Προσέξτε: Ο Βαγιόπουλος με τον Ρασούλη γνωρίζονταν ήδη, αφού είχαν συνεργαστεί πριν ένα χρόνο στον δίσκο «Εσύ κι αν γίνεις υπουργός εγώ θα σ’ αγαπάω», που είχε ερμηνεύσει η Ανθή Κουφουδάκη. Ο Βαγιόπουλος, κάπου στα τέλη του χειμώνα του 1986, είχε αγοράσει ένα καινούργιο μπουζούκι κι είχε αρχίσει να μαθαίνει τους ήχους και τις ιδιαιτερότητές του. Σκαλίζοντας κι αυτοσχεδιάζοντας λοιπόν στο νέο μπουζούκι, βγήκε μια μελωδία που τη θεώρησε άκρως ενδιαφέρουσα. Την έπαιξε και την ξανάπαιξε, την ηχογράφησε όπως γίνεται πάντα σε ένα μικρό μαγνητοφωνάκι κι άρχισε να ψάχνει τον Ρασούλη για να τη «ντύσει» στιχουργικά. Όλα όμως τα χρόνια της ζωής του, όποιος έψαχνε τον Μανώλη Ρασούλη ήταν σαν να έψαχνε Παναθηναϊκό με πράσινο κασκόλ στο στάδιο Καραϊσκάκης. Είδε κι αποείδε να τον βρει και κάποια στιγμή άνοιξε τυχαία το περιοδικό «Αυγό» που εξέδιδε, τότε, ο Ρασούλης.
@ Στην τρίτη σελίδα βρίσκει μια αναφορά του Ρασούλη που περιέγραφε τον εαυτό του ως ποδοσφαιριστή του Ηροδότου, στην Κρήτη. «Πότε Κούδας….», έγραφε. Το αντιγράφει ο Βαγιόπουλος. Πιο κάτω βρίσκει ένα άλλο κείμενο αυτογνωσίας του Ρασούλη που έγραφε «έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιγνίδι» Το αντιγράφει ο Βαγιόπουλος.
@ Στην επόμενη σελίδα υπήρχε μια φωτογραφία κάποιου μεγαλόσχημου υπουργού του ΠαΣοΚ κι ο Ρασούλης είχε βάλει λεζάντα «υπουργέ άλλο ο ανοιχτομάτης, άλλο ο αυγουλομάτης»… Το αντιγράφει κι αυτό ο Βαγιόπουλος. Κι αρχίζει αυτές τις σκόρπιες προτάσεις να τις προσαρμόζει στη μελωδία που ήδη είχε γράψει στο μπουζούκι του.
@ Στο «Αυγό» βρίσκει κι άλλη φράση του Ρασούλη: «Όλα ίδια και τα ίδια, του μυαλού του ροκανίδια», που ήταν αναφορά σε μια συνέντευξη που είχε δώσει γνωστό «σκυλί» της εποχής σε κάποιο περιοδικό. Το σημειώνει κι αυτό ο Βαγιόπουλος και το κολλάει στο πάζλ που είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται.
@ Τότε, μαθαίνει από κοινούς γνωστούς μια ξεκαρδιστική ιστορία με πρωταγωνιστή τον Ρασούλη. Έμενε σ’ ένα σπίτι, ισόγειο, και κάθε πρωί έξω από το παράθυρό του μαζεύονταν δυο τρεις κουτσομπόλες της γειτονιάς κι έπιαναν την κουβέντα, με χάχανα, φωνές και ….κοινωνική κριτική. Μια, δυο, τρεις, ένα πρωί ανοίγει το παράθυρο ο Ρασούλης αγουροξυπνημένος και τους λέει: «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη»….
Απίστευτο! Το σημειώνει κι αυτό ο Βαγιόπουλος, το κολλάει στο πάζλ.
@ Έτσι, με σκόρπιες φράσεις του Ρασούλη γράφτηκε, σχεδόν ολοκληρώθηκε, το τραγούδι.
Κι όταν επιτέλους μετά από καιρό δέησε η τύχη να βρεθούνε, ο Βαγιόπουλος τον πήρε σε μια γωνιά και του έπαιξε το τραγούδι. Ο Ρασούλης ενθουσιάστηκε. Συμπλήρωσε επί τόπου κάποια κενά που υπήρχαν και το τραγούδι ολοκληρώθηκε.
@ Όμως, ο Βαγιόπουλος είχε ενδοιασμούς. Κυρίως για τη φράση «άλλο ο αυγουλομάτης». Μπορεί να γίνει, έλεγε, σουξέ ένα τραγούδι με αυτή τη φράση; Τελικά η φράση έμεινε με την επιμονή του Ρασούλη.
@ Το τραγούδι που είχε βγει από ένα απίστευτο μπαράζ συμπτώσεων και ουσιαστικά με κολλάζ σκόρπιων φράσεων του Ρασούλη, είχε τελικά ένα ολόκληρο «φιλοσοφημένο» νόημα.
Πότε Βούδας: Δηλαδή, η εσωτερική ηρεμία αποτελεί εφαλτήριο ισορροπημένου βίου. Πότε Κούδας: Δηλαδή, η ζωή με τις αναποδιές της θέλει ευφυείς ντρίμπλες, όπως του κορυφαίου παίκτη του ΠΑΟΚ. Πότε Ιησούς: Δηλαδή, η ζωή κι ο Γολγοθάς είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως χρώματος και θρησκευτικών πεποιθήσεων. Κι Ιούδας: Δηλαδή, η προδοσία είναι δομικό χαρακτηριστικό της ζωής.
@ Το τραγούδι είχε κι άλλες περιπέτειες. Μόλις ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε (Νοέμβριος 1986), πήρε σειρά να παρουσιαστεί από την ΕΡΑ. Μάλιστα, ειδοποιήθηκαν οι συντελεστές ότι θα παρουσιαστεί μαζί με ένα άλλο νέο τραγούδι της εποχής, το «Γκρέμιστα», των Λάκη Τσιώλη (στίχοι), Κώστα Σούκα (μουσική), με ερμηνεύτρια την Πίτσα Παπαδοπούλου. Μόλις το έμαθαν οι Βαγιόπουλος και Ρασούλης αντέδρασαν. Κι όχι μόνο αυτό. Με επιστολή τους ζήτησαν από την ΕΡΑ να μη μεταδοθούν τα τραγούδια την ίδια ημέρα, αφού εκείνοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους παιδιά των Θεοδωράκη και Χατζηδάκι, που δεν θα μπορούσαν να συνυπάρχουν με το επιφανειακό λαϊκό της μεγάλης πίστας.
@ Να πούμε κι άλλα. Το τραγούδι όταν κυκλοφόρησε πήγε άπατο. Άρχισε δειλά να ακούγεται στα ραδιόφωνα, με την άνθιση της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι στο θρυλικό, τότε, «Κανάλι 1» του Πειραιά, ως να ήταν συνεννοημένοι οι μουσικοί του παραγωγοί, ακουγόταν έξι –επτά φορές την ημέρα.
@ Η αλήθεια όμως είναι, ότι το τραγούδι εκτοξεύθηκε μετά τη μεγάλη συναυλία που έδωσε ο Νίκος Παπάζογλου στον Λυκαβηττό, το 1991. Τότε, ηχογραφήθηκε πάλι από τη LYRA με την ενορχήστρωση που όλοι αγαπήσαμε και ξεκίνησε η απογείωσή του προς το πάνθεον των μεγάλων και κλασικών ελληνικών τραγουδιών.