Σήμερα 26 Φεβρουαρίου 2020 ανοίγει η ηλεκτρονική πλατφόρμα για τη νέα πάγια ρύθμιση των 24 έως 48 δόσεων.
Πρόκειται για δικαίωση της δράσης της ΕΣΕΕ, η οποία από την πρώτη στιγμή έθεσε το συγκεκριμένο θέμα στην προμετωπίδα των επιδιώξεών της, ασκώντας έντονη πίεση τόσο για την εισαγωγή της όσο και για την εξασφάλιση της λειτουργικότητας και την απλοποίηση της σχετικής πλατφόρμας.
Ενόψει αυτών, σας υπενθυμίζουμε τις κυριότερες παραμέτρους του νέου πλαισίου, το οποίο μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για την εξασφάλιση της ενημερότητας των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων.
Α. Βασικότερα σημεία της νέας πάγιας ρύθμισης οφειλών (ν. 4646/2019, άρθρο 43) :
Η αίτηση για υπαγωγή σε πρόγραμμα ρύθμισης των διατάξεων, υποβάλλεται από τις 26/2/2020 ηλεκτρονικά, μέσω διαδικτυακής εφαρμογής.
Μπορούν να ενταχθούν και να ρυθμιστούν οι οφειλές σε 24 (από τακτική αιτία: ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, ΦΕΦΠ) έως 48 (από έκτακτη αιτία: φόρος κληρονομιών, πρόστιμα φορολογικού και τελωνειακού έλεγχου, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές όπως παραβάσεις ΚΟΚ, πρόστιμα για αυθαίρετη δόμηση) μηνιαίες δόσεις, οι οποίες μέχρι την 1/11/2019 δεν είχαν υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής εξόφλησης. Συνεπώς, όσοι υπόχρεοι είχαν ενταχθεί στην πάγια ρύθμιση των 12-24 δόσεων μετά την 1/11/2019μπορούν να μεταπηδήσουν στη νέα ρύθμιση και να αποπληρώσουν τα χρέη τους σε περισσότερες δόσεις.
Αντίθετα, όσοι είχαν ενταχθεί στη ρύθμιση των 12 – 24 δόσεων έως και τις 31/10/2019 δεν μπορούν να μεταφέρουν τις οφειλές τους στη νέα πάγια ρύθμιση.
Υπάγονται εφεξής στη ρύθμιση και οι οφειλές στα Ελεγκτικά Κέντρα. Συνεπώς, στη νέα πάγια ρύθμιση θα μπορούν να υπαχθούν το σύνολο των οφειλών προς Δ.Ο.Υ., Ελεγκτικά Κέντρα και Τελωνεία.
Ο υπόχρεος μπορεί να εντάξει στη νέα πάγια ρύθμιση:
– τις βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες οφειλές ή δόσεις οφειλών,
– τις βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν σε αναστολή πληρωμής.
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών που ρυθμίζονται σε έως 24 δόσεις θα πρέπει να αποδεικνύεται η βιωσιμότητα του διακανονισμού, μέσω υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 παράλληλα με την υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης ενδιαφέροντος. Σε αυτή θα πρέπει να δηλώνονται το τρέχον και το αναμενόμενο εισόδημα του οφειλέτη, το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων (κινητή και ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής), απαιτήσεις και υποχρεώσεις από και προς τρίτους, καθώς και πάσης φύσεως πληροφορίες αναφορικά με οφειλές σε Εφορίες – Ασφαλιστικά ταμεία και πιθανές υφιστάμενες σε τρίτους πάγιες υποχρεώσεις.
Ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης για τις οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 48 δόσεις καθορίζεται με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης των 30 ευρώ.
Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται είτε με βάση το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματος (πραγματικό ή τεκμαρτό) των τελευταίων 3 ετών πριν την αίτηση υπαγωγής είτε του εισοδήματος του προηγούμενου έτους εάν αυτό είναι μεγαλύτερο από το μέσο όρο, και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής. Το συνολικό εισόδημα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή.
Για οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται είτε με βάση το μέσο όρο των συνολικών ακαθάριστων εσόδων, με οποιοδήποτε τρόπο και εάν έχουν αυτά προσδιοριστεί των 3 τελευταίων, πριν την αίτηση υπαγωγής, φορολογικών ετών είτε βάσει των συνολικά ακαθάριστων εσόδων του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα από τον μέσο όρο και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής. Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή.
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να καταβληθεί η πρώτη δόση εντός 3 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται, υπό όρους η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά υπόχρεο στη ρύθμιση για δεύτερη φορά, αλλά θα πρέπει, αφού αφαιρεθούν οι ήδη καταβληθείσες δόσεις να πληρωθεί διπλή προκαταβολή, με προσαυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα επιτόκιο.
Είναι η πρώτη ρύθμιση με κυμαινόμενο και όχι σταθερό επιτόκιο, το οποίο υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ, χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την ΤτΕ, πλέον 0,25%, ετησίως υπολογιζόμενο (συνολικά εκτιμώμενη επιτοκιακή επιβάρυνση 5,0% – 6,5%).
Υπενθυμίζεται πως για οφειλές από τακτική αιτία, οι οποίες μπορούν να ρυθμιστούν σε 2-24 δόσεις, από έως 12 που ισχύει σήμερα, δεν επιβάλλονται εισοδηματικά κριτήρια. Εντούτοις, ενώ για επιλογή έως 12 δόσεις ισχύει το προαναφερθέν επιτόκιο, από 13 – 24 δόσεις το ετήσιο επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά 1,5%. Από την άλλη, οι οφειλές από έκτακτη αιτία μπορούν μεν να ρυθμιστούν σε 2 – 48 δόσεις, από έως 24 που ισχύει σήμερα και χωρίς επιπρόσθετο κόστος αλλά θα ισχύουν εισοδηματικά κριτήρια. Και στις δύο περιπτώσεις η επιτοκιακή επιβάρυνση παραμένει σταθερή καθ΄ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.
Σε οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατόπιν εξόφλησης της τελευταίας δόσης, επιστρέφεται ποσό, που ισούται με το 25% των τόκων. Το προς επιστροφή ποσό δεν παρακρατείται, δεν κατάσχεται και δεν συμψηφίζεται με άλλες υποχρεώσεις του οφειλέτη προς το Δημόσιο ή τρίτους.
Β. Σημεία που χρήζουν προσοχής:
Η ένταξη στη νέα πάγια ρύθμιση δε συνεπάγεται την αναστολή δεσμεύσεων και κατασχέσεων που πρόκειται ή έχουν ήδη επιβληθεί. Με κάθε πίστωση ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του υπόχρεου αυτό θα δεσμεύεται από την Εφορία, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην αποπληρωμή των ανεξόφλητων δόσεων της ρύθμισης.
Η ένταξη στη νέα πάγια ρύθμιση δε συνεπάγεται τη δυνατότητα έκδοσης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας των υπόχρεων. Η φορολογική διοίκηση θα έχει πλέον το δικαίωμα να μην εκδίδει το εν λόγω αποδεικτικό για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, ακόμη και αν ο οφειλέτης έχει υπαχθεί στη ρύθμιση. Οι υπόχρεοι θα πρέπει να λάβουν περισσότερα μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, όπως π.χ. να βάλει υποθήκη σε κάποιο από τα ακίνητά του, εάν βεβαίως διαθέτει.
Ακόμη όμως και η ίδια η Εφορία θα μπορεί να εγγράφει υποθήκες όχι μόνο σε περιουσιακά στοιχεία των υπόχρεων αλλά και σε εκείνα συνυπόχρεων προσώπων ή εγγυητών. Σε αυτό το πλαίσιο, η φορολογική διοίκηση θα μπορεί να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη από το Δημόσιο με τα οφειλόμενα από αυτόν ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στις μηνιαίες δόσεις της νέας πάγιας ρύθμισης που θα υπαχθεί.
Η μη δυνατότητα μεταπήδησης στη νέα πάγια ρύθμιση των συνεπών οφειλετών, των υπόχρεων δηλαδή που κατά τις 1/11/2019 είχαν εντάξει τα χρέη τους στις διατάξεις των ν. 4152/2013 (παλαιά πάγια ρύθμιση) ή του ν. 4611/2019 (120 δόσεις) και κατέβαλαν κανονικά τις μηνιαίες δόσεις τους, προκαλεί προβληματισμό.
Αποκλείονται αντί να επιβραβεύονται όσοι με κόπο και θυσίες επέλεξαν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους απέναντι στη φορολογική διοίκηση, ενώ αντιθέτως όσοι επέδειξαν συστηματική και εσκεμμένη αμέλεια τα τελευταία χρόνια στη διευθέτηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους έχουν δικαίωμα υπαγωγής.
Για τον καθορισμό του αριθμού των δόσεων θα λαμβάνεται υπόψη το συνολικό δηλωθέν εισόδημα των οφειλετών, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εικονική προσαύξηση των εισοδημάτων τους. Κι αυτό γιατί η προσμέτρηση εισοδημάτων που είτε έχουν απαλλαχθεί είτε έχουν φορολογηθεί με ειδικό τρόπο (επιδόματα, διατροφές, κ.α.) θα δημιουργήσει πλασματικά εισοδήματα, στερώντας από τους ενταχθέντες στη ρύθμιση τη δυνατότητα εξόφλησης των υποχρεώσεών τους σε περισσότερες δόσεις.
Σε συνάφεια με την παραπάνω διαπίστωση όσοι εν τέλει φορολογηθούν με τα τεκμήρια διαβίωσης έναντι των πραγματικών τους εισοδημάτων, πέσουν δηλαδή στην παγίδα των τεκμηρίων, θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα και με τον αριθμό των δόσεων που θα ρυθμίσουν τις οφειλές τους. Υπόχρεοι με πολύ χαμηλά εισοδήματα θα παρουσιάζονται με υψηλά τεκμαρτά, με συνέπεια να στερούνται μεγαλύτερο αριθμό δόσεων.
Είναι αυτονόητο ότι η ΕΣΕΕ εξακολουθεί να πιέζει για την επίλυση όλων των παραπάνω προβλημάτων, ώστε να βελτιωθεί και να καταστεί πραγματικά χρηστικό το σχετικό πλαίσιο, βοηθώντας τις επιχειρήσεις να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους. Παράλληλα, θα παρακολουθήσει τη διαδικασία που θα εισαχθεί από την σχετική πλατφόρμα και θα παρέμβει αντίστοιχα για την επίλυση σχετικών δυσλειτουργιών ή προβλημάτων που θα προκύψουν.
ΤΟ Δ.Σ.